Του Γεωργίου Τασούδη

 

 

υμείς δε γένος εκλεκτόν,

βασίλειον ιεράτευμα,

έθνος άγιον

(Α΄ Πέτρ. 2, 9)

 

 

Το παρόν σημείωμα αποτελεί
εξειδικευμένη και αναλυτικότερη προέκταση του αντίστοιχου με το οποίο
επιχειρηματολογήσαμε για τα ιδανικά του Έθνους (βλ. Εικονογραφίες: «Εθνικό
Ιδανικό»). Απαραίτητη προϋπόθεση, για την ευόδωση της παρούσας παρέμβασης, για
τον ηθικό κώδικα ο οποίος υποστηρίζουμε ότι θα πρέπει να διέπει τη νομοθετική
και όχι μόνο δραστηριότητα του μελλοντικού ελληνορθόδοξου Έθνους, αποτελεί η
αποσαφήνιση των εννοιών θεονομία και θεοκρατία, ξεκινώντας από τη δεύτερη.

Λεξικολογικά η θεοκρατία ορίζεται ως μορφή διακυβέρνησης
κατά την οποία η πολιτική εξουσία ασκείται ουσιαστικά από τους λειτουργούς του
Θεού, εν ονόματι του Θεού[1].
Ο εν λόγω  τρόπος διακυβέρνησης αφορούσε
ή αφορά περιπτώσεις όπως του Αφγανιστάν κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τους
Ταλιμπάν, της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και κατά πολλούς και του
Βατικανού. Η περίπτωση της δικής μας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
(Ρωμανίας/Βυζάντιο), όσο και αν οι γνωστές σκοπιμότητες ή η ανιστόρητη
επιχειρηματολογία επιδιώκουν να τη συγκαταριθμήσουν στα υπόψη καθεστώτα,
παρασάγγας απέχει από αυτά, καθώς συνειδητή επιδίωξη της διοίκησης ήταν να καταστεί
η αυτοκρατορία έθνος άγιο[2],
θεόνομο[3]
μέσω της εφαρμογής της θείας τάξης σε κοινωνικό – πολιτικό επίπεδο και δεν είναι
αμελητέες οι περιπτώσεις όπου τούτη η προτεραιότητα έγινε, σε σημαντικό βαθμό,
κατορθωτή.

Όσον αφορά στη θεονομία την
αντιλαμβανόμαστε ως ενιαίο ηθικό κώδικα ο
οποίος δεν θα αξιώνει το ρόλο του καθολικού υποχρεωτικού νόμου που θα
υποκαθιστά την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά που οπωσδήποτε θα αξιώνει το να
αποτελέσει ηθική βάση, με την οποία θα πρέπει να συμφωνούν όλοι οι εθνικοί
νόμοι και οι διεθνείς συμφωνίες. Με άλλα λόγια, ο ηθικός κώδικας καλείται να
εξανθρωπίσει τη σφαίρα της πολιτικής και του δικαίου, διατηρώντας την
πολυμορφία των κοινωνικοπολιτικών πεποιθήσεων, των οικονομικών συστημάτων, της
πολιτιστικής ζωής, των παραδόσεων και των εθνικών εθίμων[4]
.

Τη σπουδαιότητα και επιτακτική ανάγκη επαναπρόσληψης της εν
λόγω πρότασης ως πρωτεύον υλικό θεσμίσεως κοινωνιών ήθους, αναδεικνύει η
συνοπτική αντιπαραβολή της με τις επικρατούσες αλλοτριωτικές και άκρως
επιθετικές νέο-φιλελεύθερες αξίες. Η απολυτοποίηση της εξατομίκευσης του
ανθρώπου, η εθελότυφλη στάση έναντι της αμαρτίας εις το όνομα της απαγκίστρωσης
του ατόμου από κάθε τέτοιου είδους «βαρίδια», η δογματική γενίκευση ότι η
ελευθερία του ατόμου τελειώνει εκεί όπου νομικά αρχίζει η ελευθερία του άλλου
κ.α. έθεσαν ένα πλαίσιο νομιμότητας και συμβατικής συνύπαρξης εξόφθαλμα
ελλιπές, αφήνοντας ουσιαστικά έρμαιο, στη διακριτικότητα και την προαίρεση του
καθενός, την ηθική ολοκλήρωση της κοινωνίας, με αποτέλεσμα το νόμιμο να μην
συμπίπτει πάντοτε με το ηθικό.

Σε αντιδιαστολή, λοιπόν, με τα προαναφερόμενα, χαράσσοντας
πορεία βάσει της δομικής παραμέτρου του ιδιαίτερου πολιτισμού της Ελλάδας, του
ορθοδόξου ηθικού κώδικα, δύναται να εισέλθει τόσο κατά τη διαδικασία θέσπισης
των νόμων όσο και στη νοοτροπία τήρησης αυτών η έννοια της ηθικής ευθύνης, προκειμένου το νόμιμο να είναι και ηθικό.

Η ηθική συναρμογή, ελληνισμού και
ορθοδόξου χριστιανισμού, και η ανακαινιστική τους ορμή, αυτονόητα δεν μπορεί
ούτε επιτρέπεται να διοχετευθεί αποκλειστικά και μόνο στο νομοθετικό έργο
καθόσον εξίσου αφορά τη μικρή, αλλά και τη μεγάλη κλίμακα των σχέσεων, τόσο την
οικογενειακή ευτυχία όσο και την πανανθρώπινη συνύπαρξη …Η ηθική και πνευματική ανακαίνιση της ανθρωπότητας θα πρέπει να
αρχίσει στο χριστιανικό περιβάλλον μέσω της αφοσίωσης των χριστιανών στους
ακέραιους και ακατάλυτους κανόνες της ηθικής του Ευαγγελίου, μέσω του οργανικού
συνδυασμού στην καθημερινή ζωή της προσωπικής και κοινωνικής διάστασης της
χριστιανικής ηθικής[5]
.

Η θεονομία, ως ηθική του Ευαγγελίου
και της Ιεράς Παραδόσεώς, παραδόθηκε στους ανθρώπους προκειμένου να αποτελέσει
οικουμενική παρακαταθήκη ως πρότυπο κατάκτησης του καθ’ ομοίωσιν. Εάν θελήσουμε
να το εξετάσουμε καθαρά από τη δική μας ελληνορθόδοξη σκοπιά, δε θα
δυσκολευτούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι αφορά σύσσωμο το εκκλησίασμα το
οποίο ως γνωστόν συναπαρτίζουν Κλήρος και Λαός (από τον οποίο μάλιστα
αναδεικνύονται οι κοσμικοί – πολιτικοί άρχοντες).

Η ελληνική πραγματικότητα, όμως,
μαρτυρά μια άξια λόγου, αλλά λυπηρή παραδοξότητα. Ενώ, λοιπόν, η φυλή μας
γαλουχείται διαχρονικά με τα ελληνορθόδοξα ιδανικά, οι νεώτερες τουλάχιστον
εξουσίες οι οποίες προκύπτουν και στελεχώνουν τα πολιτικά και πολιτειακά
αξιώματα ουδέποτε ή σχεδόν ποτέ δεν κατόρθωσαν ή επιδίωξαν να θέσουν ως ηθική
βάση κοινωνικής ολοκλήρωσης αυτήν του Ευαγγελίου, με τα αντίστοιχα
πλεονεκτήματα τα οποία συνεπάγονται από την υπόψη επιλογή.

Έτσι εκ των πραγμάτων ο λαός, η κοινωνία καλείται να
ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενα ιδανικά∙ τα ορθόδοξα χριστιανικά,
περιοριζόμενα όμως στη λατρευτική του ζωή καθώς διαρκώς εξοβελίζονται ως
επιλογή για κοινωνική πραγμάτωση και, όπως προαναφέρθηκε, τα εκ διαμέτρου
αντίθετα, προς το πνευματικό και κοινωνικό συμφέρον του Έθνους, πολιτικά
ιδανικά του φιλελευθερισμού τα οποία ο ορθόδοξος (έστω και κατ’ επίφαση ή εν
υπνώσει) λαός επιλέγει κατ’ επανάληψη με την ενάσκηση των πολιτικών του
δικαιωμάτων. Η επιστήμη της ψυχιατρικής θα μπορούσε να κατατάξει το υπόψη
φαινόμενο στις περιπτώσεις σχιζοφρένειας ενώ σε κοινωνικό επίπεδο εκτιμάται ότι
δύναται να αποτελέσει αφορμή για δημιουργία καταστάσεων πράγματι χαοτικών.

Τα αντιστρατευμένα, λοιπόν, ιδανικά
τα οποία διεκδικούν τον άνθρωπο είναι από τη μια πλευρά αυτά της Παραδόσεως και
από την άλλη του ισοπεδωτικού νεοφιλελευθερισμού. Ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας
Φίοντορ Ντοστογιέφσκι στο μυθιστόρημα «Οι αδελφοί Καραμαζόφ» λέει: «Εδώ μάχεται
ο διάβολος με τον Θεό και το πεδίο της μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων».
Πράγματι, δε θα μπορούσε να τεθεί με γλαφυρότερο τρόπο η διεκδίκηση της
ελεύθερης θελήσεως του ανθρώπου προκειμένου να προσανατολιστεί στην επιλογή και
εφαρμογή του καλού ή του κακού.

Σε αυτό το κρίσιμο και κομβικό
σημείο η Πολιτεία, ως αντιλήπτωρ της εθνικής και λαϊκής αξιοπρέπειας, οφείλει
και πρέπει να αναλαμβάνει με αποφασιστικότητα καθοδηγητικό ρόλο, και με την
αμοιβαιότητα και τη συνεπικουρία της Εκκλησίας, να στρέφουν αδιαλείπτως τη
λαϊκή θέληση, το αυτεξούσιο δηλαδή του ανθρώπου προς την επιτέλεση του καλού,
απεγκλωβίζοντάς την από το πεδίο δράσης
της αμαρτίας,
[6]
μπολιάζοντας κάθε προσπάθεια με τα σωστικά ηθικά φορτία της θεονομίας. Άλλωστε
η Ορθόδοξη Ανατολή ανέκαθεν θεωρούσε τους δύο θεσμούς, Πολιτείας και Εκκλησίας,
ισότιμα δώρα Θεού[7]. Βαδίζοντας
με γνώμονα την παράδοση αναγνωρίζουμε ότι το καθήκον του κράτους συνίσταται στην πραγμάτωση του νόμου του Θεού στη
δημόσια ζωή και στην υπεράσπιση της πίστης. Η Εκκλησία είναι υπεύθυνη για τα
πνευματικά ζητήματα και υποστηρίζει το κράτος στην εκτέλεση των καθηκόντων του[8]
.

Τόσο η ιστορική όσο και η καθημερινή
εμπειρία αποδεικνύουν ότι εκτός ηθικού
πλαισίου η ανθρωπότητα δεν μπορεί να ζήσει[9]
. Κανένας
νόμος, από τη στιγμή που δεν περιβάλλεται από τις απαραίτητες ηθικές αξίες, δεν
μπορεί να αναστείλει τη ροπή του ατόμου προς την αντικοινωνικότητα έτσι όπως
αυτή εκδηλώνεται μέσω της διαφθοράς, της εκμετάλλευσης του αδυνάτου από τον
ισχυρό, της ασυδοσίας, της αμαρτίας κ.ο.κ.

Εάν, λοιπόν, ελπίζουμε και
επιθυμούμε μια κοινωνία ισορροπημένη και βιώσιμη θα πρέπει στη νομοθεσία
απαρεγκλίτως να αντικατοπτρίζονται οι ηθικοί κανόνες του ιδιαίτερου πολιτισμού
μας.

[Τώρα, το πώς ένα ηθικά
εκτροχιασμένο κράτος, το οποίο εξωθεί νομοθετικά τους πολίτες του στη διάπραξη
αμαρτιών, μέσω της ανοχής, συμπάθειας ή παράβλεψης αυτών (των αμαρτιών),
δύναται ξανά να τροχοδρομήσει, ας αποτελέσει αντικείμενο γόνιμου
προβληματισμού, για τον καθένα και την καθεμία από εμάς]

 

 

 

Σάββατο, 16 Απριλίου 2016

Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας & των συν αυτώ

 

Προηγούμενο άρθροΕνημέρωση & Εμπειρία Αγορών με την μοναδική τεχνολογία φυσικής κίνησης NEVMA από την Θράκη
Επόμενο άρθροΕπίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και στον Ηρακλή, ο Ηρακλής Σαγήνης!