SIDIRAS-2014new
Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς         Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Θεολόγος – Νομικός

Ο Πατριαρχικός Μητροπολίτης Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του (1862-1927).

Ένας λησμονημένος αγωνιστής Ιεράρχης της Μακεδονίας και Θράκης

   Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαος Σακκόπουλος, Πόντιος στην καταγωγή, εγεννήθη το έτος 1862 στην πόλη Σινώπη του Ευξείνου Πόντου. Εκεί έλαβε την εγκύκλια παιδεία και μόρφωση και στη συνέχεια εισήχθη στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία απεφοίτησε με βαθμό «άριστα» το έτος 1886, αφού προηγουμένως συνέγραψε και υπέβαλε αινέσιμη πτυχιακή διατριβή με θέμα: «ότι προς τη πίστει αναγκαία εισίν προς σωτηρίαν και τα αγαθά έργα».

   Αμέσως μετά την αποφοίτησή του ο Νικόλαος, ο οποίος είχε χειροτονηθεί διάκονος όταν ακόμη ήταν φοιτητής της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής, διορίσθηκε ως αρχιδιάκονος στην Ιερά Μητρόπολη Σμύρνης επί των ημερών του αοιδίμου Μητροπολίτου Βασιλείου. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το έτος 1889 και εδίδαξε τα ιερά μαθήματα ως Καθηγητής της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής και του Κεντρικού Παρθεναγωγείου της πόλεως.

   Το 1889 εγκατέλειψε την Σμύρνη και διορίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρχιερατικώς προϊστάμενος στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κροστάνδης στην Αυστρουγγαρία, όπου εργάσθηκε με μοναδικό ποιμαντικό ζήλο και αυταπάρνηση.

   Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης, ο οποίος εξετίμησε ιδιαίτερα το ποιμαντικό έργο, την μόρφωση και το ήθος του νεαρού πατριαρχικού κληρικού Νικολάου, κατά το έτος 1891, τον προσεκάλεσε προσωπικώς και τον διόρισε στην τιμητική και υπεύθυνη διοικητική θέση του Πρωτοσυγκέλλου της Μητροπόλεώς του. Το ίδιο έτος ο Μητροπολίτης Άνθιμος κατάφερε, ύστερα από προσωπική του εισήγηση προς την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να εγγράψει το όνομα του Νικολάου στον κατάλογο των προς εκλογή υποψηφίων για το επισκοπικό αξίωμα. Τελικώς, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εξέλεξε τον Φεβρουάριο του 1892 τον Νικόλαο βοηθό Επίσκοπο της Μητροπόλεως Αμασείας υπό τον «ψιλό τίτλο» Αμισού. Ο Νικόλαος ως βοηθός Επίσκοπος Αμισού άσκησε τα καθήκοντά του στην ιδιαίτερη πατρίδα του μέχρι και τον Νοέμβριο του 1893 και στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ανέπτυξε έντονη και αξιοθαύμαστη ποιμαντική και εκκλησιαστική δραστηριότητα.

   Τον Νοέμβριο του 1893 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αθανάσιος ως πρόεδρος της Επισκοπικής ή Επαρχιακής Συνόδου της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, συνεκάλεσε τα συνοδικά μέλη αυτής, τους Επισκόπους δηλαδή που απάρτιζαν την Επισκοπική Σύνοδο, και εξέλεξαν νέο Επίσκοπο Κίτρους (Κατερίνης) τον Νικόλαο, ο οποίος διεποίμανε την πρώτη του επισκοπή για τρία σχεδόν έτη (1893-1896). Τον Μάρτιο του 1895 ο Νικόλαος ευρέθη στην εσωτερική εκκλησιαστική κρίση της επισκοπικής Συνόδου, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι μέρος της όλης διαμάχης που είχε προκύψει εξαιτίας της προσωπικής αντιπαραθέσεως ανάμεσα σε  τρείς άλλους Επισκόπους της Συνόδου και τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο. Αν και ο Νικόλαος άθελά του ενεπλάκη στην όλη εκκλησιαστική κρίση της Συνόδου, δεν ήλθε σε προσωπική ρήξη με τον Μητροπολίτη Αθανάσιο ούτε και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως οι υπόλοιποι τρείς Επίσκοποι, και για τον λόγο αυτό η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου απάλλαξε τον Νικόλαο πάσης αντικανονικής και αντεκκλησιαστικής ευθύνης και ενέργειας, οι οποίες ωστόσο κατελογίσθησαν στους υπόλοιπους συνεπισκόπους του. Γεγονός είναι πάντως ότι ο Νικόλαος στο σύντομο χρονικό διάστημα που εποίμανε την επισκοπή Κίτρους, συνέβαλε σημαντικά στην ανύψωση του εθνικού και εκκλησιαστικού επιπέδου του ποιμνίου του, αλλά και στην βελτίωση και αποτελεσματικότερη οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων της επισκοπικής περιφέρειάς τους.

   Όταν τον Απρίλιο του 1896 εκοιμήθη ο υπέργηρος Μητροπολίτης Βοδενών (Εδέσσης) Ιερόθεος, η Μουχταροδημογεροντία της ελληνορθοδόξου κοινότητος Βοδενών απέστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Ζ΄ και την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου μακροσκελή επιστολή με την οποία ζητούσε να εκλεγεί για την Μητρόπολή τους ένας ικανός και δραστήριος Μητροπολίτης, γνώστης υποχρεωτικώς της Τουρκικής και Βουλγαρικής γλώσσας, προκειμένου να ενισχύσει το εθνικό και εκκλησιαστικό φρόνημα του Ελληνορθόδοξου ποιμνίου της περιοχής, αλλά και να αποτρέψει με δυναμισμό τις προπαγανδιστικές ενέργειες των σχισματικών  εξαρχικών Βουλγάρων και των εθνικιστικών Σέρβων, οι οποίοι προσπαθούσαν τότε, στις παραμονές δηλαδή του Μακεδονικού αγώνος, να αποσπάσουν τους Έλληνες Χριστιανούς από τις πνευματικές αγκάλες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να τους εντάξουν ακόμη και με τη βία στις σχισματικές αντικανονικές «εθνικές» εκκλησίες τους και στις εθνικοπολιτικές ιδεολογίες τους. Τελικώς, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εισάκουσε τις εκκλήσεις και υποδείξεις των αγωνιούντων μουχταροδημογερόντων της περιοχής και τον Μάιο του 1896 προήγαγε τον Νικόλαο από Επίσκοπο σε Μητροπολίτη και τον εξέλεξε στην Ιερά Μητρόπολη Βοδενών.

   Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του στην Μητρόπολη Βοδενών, ο Νικόλαος εργάσθηκε με πάθος και ζήλο για την συντήρηση των Εκκλησιών και την ανέγερση νέων. Παράλληλα εξοικονόμησε χρήματα για την συντήρηση και ανέγερση σχολείων, όπως και για την μισθοδοσία του διδακτικού προσωπικού. Αξίωσε και επέτυχε στις κοινοτικές εκλογές των ελληνορθοδόξων ενοριών να εκλέγονται οι ικανότεροι και καταλληλότεροι από τους κατοίκους στις διοικητικές θέσεις εκάστου κοινότητος. Διόρισε για πρώτη φορά γενικό επόπτη των σχολείων στην κοινότητα Βοδενών και ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά τον οικονομικό έλεγχο των εσόδων και εξόδων της κοινότητος. Αξιοποίησε με επιχειρηματικό πνεύμα και προς ώφελος του συνόλου τα μέχρι τότε αναξιοποίητα εκκλησιαστικά και κοινοτικά κτήματα, ζητώντας παράλληλα από τις εκκλησίες να καταβάλουν ένα χρηματικό ποσό σε ετήσια βάση για την οικονομική ενίσχυση των σχολείων όλων των βαθμίδων του. Ο Νικόλαος ίδρυσε επίσης δεύτερο νηπιαγωγείο στην κοινότητα Βοδενών και εμπλούτισε το ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα με την διδασκαλία και της ελληνικής ιστορίας.

   Στην προσπάθειά του να διασφαλίσει με κάθε τρόπο την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία των ελληνικών σχολείων, απεφάσισε και τροποποίησε την εσωτερική δομική λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος της κοινότητος Βοδενών. Εμείωσε δηλαδή τις θέσεις του διδακτικού προσωπικού με σκοπό την εξασφάλιση χρημάτων, επειδή σε πολλές περιπτώσεις  η γενική σχολική εφορεία της κοινότητος Βοδενών αδυνατούσε να καταβάλει τους μισθούς του διδακτικού προσωπικού των ελληνικών σχολείων. Παράλληλα ο Νικόλαος όρισε ειδική επιτροπή για την αναθεώρηση και τροποποίηση του κοινοτικού κανονισμού στην πόλη των Βοδενών και προέβη στη σύσταση του πρώτου εκκλησιαστικού – πνευματικού δικαστηρίου στην έδρα της Μητροπόλεώς του.

   Στο πλαίσιο της ποιμαντικής μέριμνας ο Νικόλαος καθιέρωσε την καταβολή επιδόματος στους απόρους κατοίκους και τα ορφανά προκειμένου να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζήν, ενώ για τους ασθενείς κατοίκους της μητροπολιτικής του περιφέρειας φρόντισε σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Μεγακλή, να νοσηλεύονται δωρεάν στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης.

   Από τους Κώδικες της Πατριαρχικής Αλληλογραφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου πληροφορούμαστε επίσης ότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας όρισε τον Νικόλαο ως Πατριαρχικό Έξαρχο και του ανέθεσε ως αποστολή του να μεταβεί στην πόλη Μελένικο και να διενεργήσει ανακρίσεις προκειμένου να εξακριβώσει την βασιμότητα των κατηγοριών τις οποίες εκτόξευαν οι εκεί Χριστιανοί εναντίον του Μητροπολίτου Κωνσταντίνου (Χατζηαποστόλου).

   Ο Νικόλαος ως φορέας και εκφραστής της εθνάρχουσας ιδεολογίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου αγωνίσθηκε σθεναρά εναντίον των σχισματικών εξαρχικών Βουλγάρων και των Σέρβων, οι οποίοι με την εθνοφυλετική (εθνικιστική) τους προπαγάνδα προσπαθούσαν να αποσπάσουν τους Έλληνες Χριστιανούς από τους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να τους εντάξουν ακόμη και με την βία στις αντικανονικές – σχισματικές «εθνικές» εκκλησίες τους. Οι εξαρχικοί Βούλγαροι και οι Σέρβοι κατελάμβαναν τις Ελληνικές Εκκλησίες, τα σχολεία και τα μοναστήρια. Οι εξαρχικοί ιερείς λειτουργούσαν στην βουλγαρική γλώσσα και ευλογούσαν αντικανονικά μικτούς γάμους ανάμεσα σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς.

   Για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω θλιβερών και επικίνδυνων ενεργειών, ο Μητροπολίτης Νικόλαος συνεργάσθηκε και με τις προξενικές αρχές της Θεσσαλονίκης, αφού οι οθωμανικές αρχές  παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του αδιαφορούσαν και εμμέσως πλην σαφώς ανέχονταν τις ανθελληνικές εθνικιστικές ενέργειες των Βουλγαροεξαρχικών και των Σέρβων. Ο Νικόλαος μάλιστα τον Ιούνιο του 1898 συνέταξε και απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών μία μακροσκελή και εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία ανέφερε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ποίμνιό του σε εθνικό και εκκλησιαστικό επίπεδο και επρότεινε τη λήψη ορισμένων μέτρων για την αντιμετώπιση της υφισταμένης καταστάσεως στην μητροπολιτική του περιφέρεια.

   Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι εξαιτίας της παραπάνω εκθέσεως ο Νικόλαος χαρακτηρίσθηκε από κύκλους του Πατριαρχείου ως ο «Δεσπότης των μεταρρυθμίσεων». Ενδεικτικά επίσης αναφέρουμε ότι ο ίδιος με τις επισκέψεις του στα χωριά και τις κοινότητες των σχισματικών, όπου λειτουργούσε και κήρυττε στην ελληνική γλώσσα, είχε κερδίσει σταδιακά τη συμπάθεια και την εκτίμηση των εξαρχικών Βουλγάρων σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε οι εξαρχικοί διδάσκαλοι με συνεχείς έγγραφες αναφορές τους προς τη Σόφια, εξέφραζαν την έντονη ανησυχία τους για την διάλυση της εσωτερικής συνοχής των κοινοτήτων τους από τα εκκλησιαστικά «ανοίγματα» και τις πρωτοβουλίες προσεγγίσεώς τους από τον Μητροπολίτη Νικόλαο. Στην δε Πατριαρχική Αλληλογραφία αναφέρεται ότι ακόμη και οι φανατικότεροι εξαρχικοί ιερείς ακολουθούσαν τον Νικόλαο και δημοσίως απεκήρυτταν την σχισματική και αντικανονική βουλγαρική εξαρχία.

   Ύστερα από τρία έτη σπουδαίας ποιμαντικής και εθναρχικής δράσεως του Νικολάου στην εθνικά εμπερίστατη Μητρόπολη Βοδενών, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον μετέθεσε την 1η Μαΐου 1899 στην παρακμάζουσα τότε Μητρόπολη Αγκύρας. Το γεγονός βέβαια αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, του ελληνικού Προξενείου στην Θεσσαλονίκη και της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, αλλ’ όμως η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου παρέμεινε αμετακίνητη στην απόφασή της και τελικώς ο Νικόλαος ανέλαβε τα αρχιερατικά του καθήκοντα στην Μητρόπολη Αγκύρας, η οποία την περίοδο εκείνη ήτο σε απόλυτη οικονομική παρακμή.

   Όταν λοιπόν ο Νικόλαος ανέλαβε τα καθήκοντά του στη νέα του Μητρόπολη, επικέντρωσε τις ποιμαντικές και εκκλησιαστικές προσπάθειές του στην καλύτερη και συστηματικότερη οργάνωση του ποιμαντικού και φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας , στην βελτίωση της εκπαιδευτικής καταστάσεως των ελληνικών σχολείων, κυρίως όμως στην εξασφάλιση οικονομικών πόρων για την αντιμετώπιση των οξύτατων οικονομικών προβλημάτων και αναγκών του ποιμνίου του, το οποίο ευρίσκετο στο όριο της άκρας πενίας και είχε την άμεση ανάγκη της οικονομικής – φιλανθρωπικής ενισχύσεως από την τοπική Εκκλησία. Τόσο άθλια ήταν η οικονομική κατάσταση των κατοίκων της μητροπολιτικής περιφέρειας του Νικολάου, ώστε αδυνατούσαν να κτίσουν ακόμη και μια μικρή Εκκλησία στις κοινότητές τους. Για τον λόγο αυτό ο Νικόλαος αναγκάσθηκε, ύστερα από τη σχετική άδεια του αρμόδιου Υπουργείου της οθωμανικής κυβερνήσεως, να μετατρέψει σε ορισμένες κοινότητες και ενορίες τις οικίες των πιστών σε Εκκλησίες, προκειμένου να καλύψει την πνευματική τους ανάγκη να εκκλησιάζονται.

   Στην προσπάθειά του να ενισχύσει οικονομικά τις κοινότητες της Μητροπόλεώς του, ο Νικόλαος υπέβαλλε πολλές φορές έγγραφο αίτημα στην Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εζήτησε να υπαχθούν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεώς του ορισμένες κοινότητες και ενορίες των πλησιόχωρων Μητροπόλεων Γάγγρας και Νικαίας.

   Παρόλες όμως τις προσπάθειες και την επιμονή του, το Πατριαρχείο αν και κατενόησε το ποιμαντικό ενδιαφέρον του για το ποίμνιό του, δεν έκανε δεκτό το αίτημά του. Γι’ αυτό στη συνέχεια αναγκάστηκε να προτείνει στην Ιερά Σύνοδο ακόμη και την κατάργηση της Μητροπόλεώς του, αλλά και αυτή η πρότασή του απερρίφθη από το Φανάρι. Παρόμοια κατάληξη είχαν επίσης και οι προσπάθειές του να προσαρτήσει αυτοβούλως στη Μητρόπολή του ορισμένες κοινότητες της Μητροπόλεως Νικαίας, αλλά τότε ευρέθη αντιμέτωπος με την έντονη αντίδραση του Μητροπολίτου Νικαίας  Ιερωνύμου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παρόλα όμως τα παραπάνω συμβάντα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ εκτιμώντας το ποιμαντικό και εκκλησιαστικό έργο, αλλά κυρίως την φιλάνθρωπη μέριμνα και φροντίδα του Νικολάου για το ποίμνιό του, εισηγήθηκε στην Υψηλή Πύλη και του απενεμήθη το παράσημο Μετζηδιέ της Β΄ τάξεως.

   Ο Νικόλαος εποίμανε την Μητρόπολη Αγκύρας για τρία σχεδόν έτη (1899-1902), μέχρι δηλαδή το φθινόπωρο του 1902. Όταν λοιπόν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εχήρευσε η Μητρόπολη Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκτιμώντας το πολύπλευρο εκκλησιαστικό έργο του Νικολάου, εξέλεξε αυτόν στις 19 Οκτωβρίου 1902 ως νέο Μητροπολίτη Μαρωνείας.

   Όταν ο Νικόλαος ανέλαβε τα αρχιερατικά του καθήκοντα στην Μητρόπολη Μαρωνείας και Θάσου, το πρώτο που έκανε ήταν να διορίσει νέο Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο στον Καζά Γκιουμουλτζίνας για να τον συνεπικουρεί στη διαποίμανση της μεγάλης σε γεωγραφική έκταση μητροπολιτικής του περιφέρειας. Το δε έτος 1903 ίδρυσε το πρώτο εκκλησιαστικό – πνευματικό δικαστήριο στην έδρα της Μητροπόλεώς του και διόρισε υπεύθυνο για τη λειτουργία του τον Αρχιερατικό του Επίτροπο.

   Για τη συντήρηση και λειτουργία των ελληνικών σχολείων της επαρχίας του, ο Νικόλαος αξιοποίησε τις οικονομικές δωρεές των μεγάλων ευεργετών της Κομοτηνής, όπως του Γεωργίου Νικολάου, και ενοικίασε τα δύο ακίνητα της Μητροπόλεως Μαρωνείας που ευρίσκοντο στην περιοχή του επταπυργίου της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ίδιος προσωπικά ανέλαβε και την διαχείριση του οικονομικού ποσού των 500 γαλλικών λιρών που είχε προσφέρει ως δωρεά ο Κομοτηναίος ευεργέτης, κάτοικος Οδησσού, Κλεάνθης Κούλογλου για την οικονομική ενίσχυση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων όλων των βαθμίδων της χριστιανικής κοινότητος Γκιουμουλτζίνης (Κομοτηνής). Με τις επίμονες και επίπονες προσπάθειές του συγκέντρωσε τα αναγκαία χρήματα και έτσι κατάφερε να διατηρήσει σε λειτουργία το παράρτημα του ελληνικού Παρθεναγωγείου της ενορίας του Αγίου Γεωργίου Κομοτηνής, το οποίο ελλείψει οικονομικών πόρων κινδύνευε να κλείσει. Παράλληλα, εργάσθηκε και αγωνίσθηκε για την επισκευή των παλαιών και την ανέγερση νέων Εκκλησιών αλλά και σχολικών κτιρίων.

   Με ενέργειές του το Υπουργείο της Δικαιοσύνης της οθωμανικής κυβερνήσεως εξέδωσε υπουργικούς τεσκερέδες (επίσημες υπουργικές αποφάσεις) για την ανέγερση Εκκλησίας στο τσιφλίκι Φατρίκα (Φατήρ Γιακάς ή Βαθυρρύαξ), όπου για τον σκοπό αυτό είχαν παραχωρήσει στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας το εκεί παρακείμενο κτήμα τους οι δωρητές και ευεργέτες της Κομοτηνής, επιφανείς Ηπειρώτες, Ελευθέριος Τελωνίδης και Κωνσταντίνος Σκουτέρης. Παρόμοιος υπουργικός τεσκερές εκδόθηκε και για την ανέγερση Εκκλησίας στο χωριό Πεσμαλή. Το έτος 1912, όταν ο Νικόλαος ήταν για δεύτερη φορά μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έθεσε τον θεμέλιο λίθο για την ανέγερση νέου μητροπολιτικού μεγάρου στην πόλη της Κομοτηνής, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο ίδιος επειδή στην συνέχεια προήχθη στην πρωτόθρονη Μητρόπολη Καισαρείας.

   Ο Μητροπολίτης Νικόλαος, παρόλο που είναι άγνωστος σε πολλούς, ακόμη και σε ιστορικούς που ασχολούνται με την ιστορία της Θράκης, υπήρξε ο εμπνευστής της ανεγέρσεως της Αστικής Τσανακλείου Σχολής στην Γκιουμουλτζίνα. Σε έρευνά μας στο Αρχειοφυλακείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανακαλύψαμε σειρά επιστολών της εκκλησιαστικής αλληλογραφίας ανάμεσα στο Νικόλαο και τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ τον μεγαλοπρεπή, από τον οποίο ο Νικόλαος εζήτησε επίμονα να μεσολαβήσει το Φανάρι στην Υψηλή Πύλη και στο καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο, προκειμένου η οθωμανική κυβέρνηση να εγκρίνει την ανέγερση της πρώτης εκταταξίου Αστικής Σχολής αρρένων στην πόλη της Κομοτηνής.

   Την περίοδο εκείνη ο Νικόλαος αποδέχθηκε την προσφορά του εκ Κομοτηνής καταγομένου και εν Αιγύπτω διαβιούντος πλούσιου βιομηχάνου Ν. Τσανακλή, η οποία ανήρχετο στο ποσό των 1000 οθωμανικών λιρών, και διά μέσου του Πατριαρχείου επέτυχε να δοθεί αφενός η άδεια από την οθωμανική κυβέρνηση και να εγκριθεί το υπουργικό Ιστιλάμιο για την ανέγερση της Αστικής Σχολής, αφετέρου να εκδοθεί και το σχετικό σουλτανικό φιρμάνιο από την Υψηλή Πύλη.

   Η κατασκευή και ανέγερση της εν λόγω Σχολής άρχισε το 1906 και ολοκληρώθηκε το 1907. Η λειτουργία της άρχισε το 1908 αλλά διεκόπη βιαίως το 1913 όταν οι Βούλγαροι Κομιτατζίδες κατέλαβαν την Κομοτηνή και χρησιμοποίησαν το κτίριο της σχολής ως στρατιωτικό διοικητήριο. Το δε κτίριο της σχολής σώζεται μέχρι και σήμερα, χωρίς όμως να γίνεται καμία μνεία στο όνομα του Μητροπολίτου Νικολάου, ο οποίος κατάφερε σύμφωνα με τα τότε δεδομένα να πραγματοποιήσει αυτό το μεγάλο έργο για την πόλη της Κομοτηνής που απετέλεσε και αποτελεί το αρχιτεκτονικό κόσμημά της.

   Στην κωμόπολη της Μαρώνειας, παλαιάς έδρας της Μητροπόλεως, σε συνεργασία με τους μεγάλους ευεργέτες αδελφούς Π. Χατζέα, οι οποίοι ήταν Μαρωνίτες και ζούσαν τότε στην Κωνσταντινούπολη και αλλού, ο Νικόλαος ανέλαβε το 1905 την πρωτοβουλία για την ανοικοδόμηση της νέας αστικής σχολής για την οποία οι φιλοπάτριδες αυτοί ευεργέτες είχαν προσφέρει το ποσό των 1100 οθωμανικών λιρών και κατά τα προηγούμενα έτη το ποσό των 4000 οθωμανικών λιρών για την ανέγερση και κυρίως τη συντήρηση των ελληνικών σχολείων που ήδη λειτουργούσαν στη Μαρώνεια.

   Ο Νικόλαος που είχε ζητήσει από τους αδελφούς Π. Χατζέα το παραπάνω ποσό για την ανέγερση αστικής σχολής, εισηγήθηκε και πάλι ο ίδιος στα μέλη της προυχοδημογεροντίας της κοινότητος να αναγορεύσουν τους δύο συντοπίτες τους ως «Μεγάλους Ευεργέτες της Κοινότητος Μαρωνείας» και να τοποθετήσουν μαρμάρινη επιγραφή, η οποία σώζεται μέχρι και σήμερα, στο κτίριο της νέας εκταταξίου Αστικής Σχολής επί της οποίας θα αναγράφονταν τα ονόματά τους. Τελικώς, το έτος 1906 με την συστηματική επιμονή του Νικολάου εκδόθηκε από την Υψηλή Πύλη το αυτοκρατορικό φιρμάνιο, όπως μαρτυρείται σε επιστολή του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ προς τον Νικόλαο, σύμφωνα με την οποία η Υψηλή Πύλη είχε κάνει δεκτό το αίτημα για την ανοικοδόμηση της εν λόγω Αστικής Σχολής στη Μαρώνεια.

   Την ίδια περίοδο ο Νικόλαος υπέβαλε επίσης αίτημα στην Υψηλή Πύλη, η οποία τελικώς ενέκρινε την έκδοση αδείας για την ανέγερση κοινής σχολής και για τα δύο χωριά Γενή – Χισάρ και Χαμηδέ.

   Ιδιαίτερη υπήρξε η μέριμνα του Νικολάου για την πρόοδο των σπουδών των αριστούχων μαθητών της μητροπολιτικής του περιφέρειας. Έτσι, λόγω και της προσωπικής του φιλίας με τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο (1903-1910) εξασφάλισε από το ταμείο της σχολικής εφορείας της Θεσσαλονίκης διάφορες υποτροφίες για τους αριστούχους μαθητές και μαθήτριες του Καζά Γκιουμουλτζίνας που επιθυμούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης.

   Το έτος 1906 ο Μητροπολίτης Νικόλαος προέβη σε συνεργασία με τους προυχοδημογέροντες της ελληνορθοδόξου κοινότητος Γκιουμουλτζίνας στην ίδρυση και της πρώτης φιλανθρωπικής και φιλεκπαιδευτικής αδελφότητος στην πόλη της Κομοτηνής. Ο δε ευεργέτης της πόλεως Νέστωρ Τσανακλής υπεσχέθη στο Νικόλαο την ετήσια ενίσχυση του σχολικού ταμείου της ελληνικής κοινότητος Γκιουμουλτζίνας με το ποσό των 500 οθωμανικών λιρών. Αλλά και στην κωμόπολη της Μαρώνειας, ύστερα από την μεσολάβηση του Νικολάου, ο Μαρωνίτης ευεργέτης Ταβανιώτης δώρισε το 1911 ρωσικής κατασκευής καμπάνα για το κοινό κωδωνοστάσιο των δύο Εκκλησιών της Μαρώνειας, ήτοι της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου.

   Για το νησί της Σαμοθράκης, που την περίοδο εκείνη υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας, ο Νικόλαος εζήτησε και επέτυχε να εκδοθούν το 1907 τα υπουργικά ιστιλάμια για την ανέγερση δημοτικής σχολής στο χωριό Λάκκωμα και την ίδρυση παρθεναγωγείου στη χώρα του νησιού. Τελικά οι εργασίες για την ανοικοδόμηση των δύο εκπαιδευτικών κτιρίων άρχισαν το 1908. Με αίτημά του το 1912 ο Νικόλαος εζήτησε επίσης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να παρέμβει και να απαιτήσει από την Υψηλή Πύλη την βελτίωση της αθλίας οικονομικής καταστάσεως των κατοίκων του νησιού , οι οποίοι βρίσκονταν την περίοδο εκείνη στα όρια της άκρας πενίας.

   Πολύ σημαντική υπήρξε επίσης η εκκλησιαστική και ποιμαντική δράση και προσφορά του Μητροπολίτου Νικολάου στο νησί της Θάσου, που την περίοδο εκείνη  υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Το πρώτο λοιπόν πρόβλημα που εκλήθη ν’ αντιμετωπίσει ο Νικόλαος, όταν ανέλαβε τα αρχιερατικά του καθήκοντα, ήταν η πολύχρονη διαμάχη ανάμεσα στην Λαυριωτική ρουμουνική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και τους κατοίκους της κοινότητος Ποταμιάς, η οποία αφορούσε τη διεκδίκηση ενός μικρού παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου λίγο έξω από την κοινότητα. Τη διαμάχη αυτή ο Νικόλαος κατάφερε να τερματίσει το 1912, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα αντιμετώπισε τις συνεχείς συγκρούσεις των δύο πλευρών. Στην αρχή της αρχιερατείας του αντιμετώπισε επίσης τις προκλήσεις του τοπικού οθωμανικού μουτεσαρίφη (διοικητή) του νησιού, ο οποίος απαιτούσε να διδάσκεται υποχρεωτικά η τουρκική γλώσσα στα ελληνικά σχολεία της Θάσου.

   Το 1909 ο Νικόλαος σε συνεργασία με τους προυχοδημογέροντες της κοινότητος Θεολόγου αποφάσισε την ανέγερση της νέας δημοτικής σχολής η οποία ήταν έτοιμη και λειτούργησε το 1912. Επί των ημερών του οργανώθηκαν καλύτερα οι ορφανοεπιτροπές του νησιού και έτυχαν μεγαλύτερης κοινωνικής και ιατροφαρμακευτικής φροντίδος και περιθάλψεως οι Θάσιοι, οι οποίοι το 1909 είχαν προσβληθεί από την νόσο της διφθερίτιδος και πέθαιναν κατά δεκάδες.

   Ύστερα από την προσεκτική μελέτη της Πατριαρχικής Αλληλογραφίας, ανακαλύψαμε ότι ο Νικόλαος αγωνίσθηκε σθεναρά προκειμένου να αρθεί η απαγορευτική απόφαση του μουτεσαρίφη της Θάσου, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπετο στους Θασίους να υλοτομούν σε ορισμένες δασικές εκτάσεις του νησιού, τις οποίες αυθαίρετα εχαρακτήριζε ως «βακουφικά κτήματα».  Την ίδια χρονική περίοδο ο Νικόλαος διαμαρτυρήθηκε στην τοπική οθωμανική διοίκηση για ν’ αποτραπεί η παράνομη παρέμβαση του τοπικού μουτεσαρίφη του νησιού ν’ αλλοιώσει τα «νουφούζια», τα καταγεγραμμένα δηλαδή στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν τους κατά την απογραφή του 1906 κατοίκους της Θάσου, τους οποίους η οθωμανική διοίκηση υπολόγιζε εσκεμμένα σε πολύ μικρότερο αριθμό απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Εξάλλου, ο ίδιος ο Νικόλαος το 1908 κατάφερε και έπεισε την Υψηλή Πύλη να επιτρέψει την εκλογή του πρώτου Έλληνος βουλευτού για τα νησιά της Θάσου και της Λήμνου στην πρώτη τουρκική εθνοσυνέλευση των Νεοτούρκων. Τούτο αποδεικνύεται και από την Πατριαρχική Αλληλογραφία που ανακαλύψαμε στο Αρχειοφυλακείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

   Την διετία 1909-1910 ο Νικόλαος προσπάθησε με κάθε τρόπο να μεταπείσει την οθωμανική διοίκηση του νησιού, αλλά και την επίσημη οθωμανική κυβέρνηση, να άρουν την διπλή φορολογία που είχε επιβληθεί στους κατοίκους της Θάσου σχετικά με τα βακουφικά κτήματα, τα οποία επί πολλά έτη καλλιεργούσαν χωρίς να καταβάλλουν κανενός είδους φόρους στην Υψηλή Πύλη, επειδή η προηγούμενη αιγυπτιακή διοίκηση είχε σαφώς εξαιρέσει τα λεγόμενα βακουφικά κτήματα του νησιού από την επίσημη φορολογία. Έτσι ο Νικόλαος απευθύνθηκε εγγράφως προς τον Βαλή (Νομάρχη) της Θεσσαλονίκης, όπως και προς το Ανώτατο Νομικό Συμβούλιο της οθωμανικής επικρατείας, προκειμένου να απαλλαγούν της διπλής και δυσβάσταχτης φορολογίας οι κάτοικοι της Θάσου. Απέστειλε επίσης και επιστολές προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη  Ιωακείμ Γ΄ και τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο (1903-1910) για να αντιδράσουν και να διαμαρτυρηθούν με σκοπό να αποφευχθεί η οικονομική εξαθλίωση των απόρων κατοίκων του νησιού.

   Μάλιστα, για τις πολιτικές και διοικητικής φύσεως υποθέσεις των Θασίων, ο Νικόλαος διόρισε ως εκπρόσωπό τους ενώπιον της οθωμανικής διοικήσεως τον Έλληνα δικηγόρο Δημήτριο Κλωνάρη.

   Ο Νικόλαος παράλληλα με το ποιμαντικό του έργο στη Μητρόπολη Μαρωνείας εκλήθη από τη Μητέρα Εκκλησία να αναλάβει σημαντικά εκκλησιαστικά και διοικητικά καθήκοντα στο Πατριαρχείο και στα διάφορα σωματεία και ιδρύματα της Κωνσταντινουπόλεως. Τον Φεβρουάριο του 1906 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εκάλεσε για πρώτη φορά τον Νικόλαο ως συνοδικό για τη διετία 1906-1908 και για δεύτερη φορά εκλήθη ως συνοδικός για τη διετία 1912-1914. Στην δε πατριαρχική εκλογή του 1913 έθεσε υποψηφιότητα, αλλά τελικώς Πατριάρχης εξελέγη ο από Χαλκηδόνος Γερμανός ο Ε΄ (1913-1918), ο οποίος όμως έπαυσε των συνοδικών τους καθηκόντων το Νικόλαο και άλλους πέντε συνοδικούς αρχιερείς κατά τον Οκτώβριο του 1913, επειδή τον επέκριναν σκληρά για την αδράνεια που επεδείκνυε και δεν αντιδρούσε διαμαρτυρόμενος στην Υψηλή Πύλη για τις σφαγές που υπέμεναν οι Έλληνες της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης από τους Νεότουρκους και τους Βουλγαροεξαρχικούς.

   Όσον αφορά την εθνική δράση του Μητροπολίτου Νικολάου στη μητροπολιτική του περιφέρεια, πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Μητροπολίτης Μαρωνείας, επέδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα και αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση και απόκρουση της εθνικιστικής και εκκλησιαστικής προπαγάνδας των σχισματικών εξαρχικών Βουλγάρων, οι οποίοι με ύπουλες μεθοδεύσεις επεδίωκαν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα της μητροπολιτικής του περιφέρειας. Ο δε στόχος τους ήταν διπλός· αφενός μεν να αλλοιώσουν την εθνολογική σύνθεση του Καζά Γκιουμουλτζίνας, αφετέρου δε να αποσπάσουν τον ελληνικό χριστιανικό πληθυσμό από τους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να τον εντάξουν στην δικαιοδοσία της σχισματικής και αντικανονικής βουλγαρικής εκκλησίας, της άλλως καλουμένης Βουλγαρικής εξαρχίας.

   Στην εκκλησιαστική – μητροπολιτική περιφέρεια του Νικολάου, η εθνικιστική προπαγάνδα των Βουλγαροεξαρχικών εφάνη από τις αρχές ήδη του 1897, όταν η Υψηλή Πύλη είχε εκδόσει αυτοκρατορικό φιρμάνιο με το οποίο επέτρεπε στους Βουλγάρους την ανέγερση και λειτουργία βουλγαρικής αστικής σχολής στην πόλη της Κομοτηνής. Το δε έτος 1900 η Υψηλή Πύλη ενέκρινε τον υπουργικό τεσκερέ διά του οποίου επετρέπετο στους σχισματικούς Βουλγάρους Ιερείς να τελούν τη θεία λειτουργία στην βουλγαρική γλώσσα τόσο στο χωριό Δερέκιοϊ (Πάνδροσος), όσο και στις ελληνικές Εκκλησίες τις οποίες είχαν καταλάβει παρανόμως. Σε όλα τα παραπάνω ο Νικόλαος αντέδρασε άμεσα και αναγκάσθηκε να σφραγίσει την Εκκλησία του συγκεκριμένου χωριού, προκριμένου και με το ακραίο αυτό μέτρο να διατηρήσει την εκκλησιαστική – κανονική τάξη στην επαρχία του και να εμποδίσει τους εξαρχικούς να θέσουν σε εφαρμογή τα αντικανονικά και εθνικιστικά ανθελληνικά σχέδιά τους. Ύστερα από τις εξελίξεις αυτές ο Νικόλαος ανταποκρίθηκε θετικά στην υπόδειξη του Έλληνα Υπουργού των Εξωτερικών και διόρισε Αρχιερατικό Επίτροπο στον Καζά Γκιουμουλτζίνας τον Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Σακελλαρίδη για να ελέγχει την κατάσταση όταν εκείνος έλειπε σε αρχιερατικές περιοδείες στη Θάσο.

   Στα τέλη του 1905 ο Δ. Σάρρος που είχε περιοδεύσει στον Καζά Γκιουμουλτζίνας ως Γενικός Επιθεωρητής των σχολείων της Μακεδονίας και της Δ. Θράκης, εζήτησε από τον Νικόλαο να πράξει τα δέοντα προκειμένου να παύσει ο σχισματικός Βούλγαρος Αρχιμανδρίτης Διονύσιος να λειτουργεί αντικανονικά και παράνομα στην οικία του, την οποία είχε μετατρέψει σε εκκλησία στο κέντρο της Κομοτηνής. Ο Δ. Σάρρος συνεργάσθηκε επίσης με τον Νικόλαο για την ίδρυση της πρώτης φιλανθρωπικής και φιλεκπαιδευτικής αδελφότητος στην πόλη της Κομοτηνής και έλαβε από τον Μητροπολίτη τη διαβεβαίωση και την υπόσχεση «… ότι θα περιβάλη διά της προστασίας του την αδελφότητα και απέναντι των αρχών…».

   Ειδικότερα, όσον αφορά την παράνομη δράση του σχισματικού Βούλγαρου Αρχιμ. Διονυσίου στην Κομοτηνή, ο Μητροπολίτης Νικόλαος από την πρώτη στιγμή που ανέκυψε το όλο ζήτημα, εζήτησε από τον μουτεσαρίφη (πολιτικό υποδιοικητή) της Κομοτηνής και τον Βαλή (Νομάρχη) Αδριανουπόλεως να απαγορεύσουν άμεσα την εθνοφυλετική προπαγάνδα των σχισματικών εξαρχικών Βουλγάρων σε βάρος του Ελληνικού Χριστιανικού ποιμνίου του και των κληρικών του, οι οποίοι συνέχιζαν να αντιστέκονται και να παραμένουν πιστοί στην Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.

   Τόσο όμως ο μουτεσαρίφης του Καζά Γκιουμουλτζίνας όσο και ο νομάρχης Αδριανουπόλεως, οι οποίοι είχαν δωροδοκηθεί από τους Βούλγαρους, συνέχιζαν να επιδεικνύουν την προκλητική τους ανοχή στην προπαγάνδα των Βουλγάρων. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο μουτεσαρίφης είχε επισκεφθεί μαζί με τον Μητροπολίτη Νικόλαο την «παρασυναγωγή» των Βουλγάρων και τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα απαγόρευε άμεσα την λειτουργία της, εντούτοις εκείνος δεν είχε λάβει κανένα μέτρο εναντίον του βουλγαροεξαρχικού Αρχιμ. Διονυσίου. Ο Νικόλαος τότε απευθύνθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ για να λάβει οδηγίες προκειμένου να αντιμετωπίσει την δράση του Αρχιμ. Διονυσίου, αλλά και ο Πατριάρχης περιορίσθηκε απλώς στο να προτρέψει τον Νικόλαο να απαιτήσει εντονότερα από τις τοπικές οθωμανικές αρχές την άμεση απομάκρυνση του σχισματικού Διονυσίου από την Κομοτηνή.

   Στα τέλη του 1908 ο Νικόλαος αντέδρασε άμεσα και στο αίτημα των Βουλγάρων να διορισθεί ως Επίτροπος ένας εκπρόσωπός τους στην Κομοτηνή, προκειμένου να συμμετέχει και εκείνος στην επιτροπή η οποία θα απεφαίνετο οριστικώς επί του ζητήματος των αμφισβητούμενων ελληνικών Εκκλησιών στον Καζά Γκιουμουλτζίνας, τις οποίες διεκδικούσαν τελείως αυθαίρετα και παράνομα οι σχισματικοί βουλγαροεξαρχικοί. Ο Νικόλαος σύμφωνα με τη ρητή εντολή του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ εζήτησε από τον τοπικό μουτεσαρίφη να απαγορεύσει την επίσημη ίδρυση βουλγαρικής εκκλησίας στην Κομοτηνή και να απομακρύνει από την πόλη τον παρανόμως λειτουργούντα Βούλγαρο Ιερέα. Αλλά και κατά το έτος 1909 ο Μητροπολίτης Νικόλαος αντέδρασε έντονα προκειμένου ν’ αποτρέψει την επίσημη νομιμοποίηση από τις φιλοβουλγαρικές τότε τοπικές οθωμανικές αρχές και της βουλγαρικής σχολής που λειτουργούσε παρανόμως ήδη από το 1906 στην πόλη της Κομοτηνής.

   Όταν στις 8 Νοεμβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωνε από τους Τούρκους τον Καζά Γκιουμουλτζίνας και την Κομοτηνή, ο Μητροπολίτης Νικόλαος δεν ευρίσκετο στην έδρα της Μητροπόλεώς του, αλλά στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μεταβεί ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την διετία 1912-1914. Η ελευθερία όμως των Ελλήνων της Δ. Θράκης δυστυχώς δεν διήρκεσε για πολύ, αφού τον Αύγουστο του 1913 υπεγράφη η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες Δυνάμεις παρεχώρησαν οριστικώς την Δ. Θράκη στους Βούλγαρους. Τότε αντέδρασαν έντονα και από κοινού ο Μητροπολίτης Νικόλαος, ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης, και  ο Κομοτηναίος στην καταγωγή Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης. Συγχρόνως στις 8 και 9 Αυγούστου του 1913 οι μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης με επικεφαλής τον Εμβέρ Πασά, παραγκωνίζοντας ουσιαστικά τους Έλληνες Θρακιώτες, ανεκήρυξαν μονομερώς την Γκιουμουλτζίνα ως πρωτεύουσας της «αυτονόμου Δυτικής Θράκης».

   Οι τρεις παραπάνω Μητροπολίτες υποστηρίζοντας την ιδέα της αυτονομήσεως της Δυτικής Θράκης προσεπάθησαν να πείσουν τον Ελ. Βενιζέλο να αποδεχθεί το σχέδιο αυτό, προκειμένου να αποφευχθεί οπωσδήποτε η παραχώρηση της Δ. Θράκης στους Βουλγάρους. Όταν όμως ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν αποδέχθη την σχετική εισήγηση των τριών Μητροπολιτών, εκείνοι συνέταξαν από κοινού ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και εζήτησαν να κάνουν δεκτό το αίτημά τους ως εκπροσώπων του ελληνοχριστιανικού στοιχείου της Δ. Θράκης προκειμένου να μην εγκατασταθεί η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση των Βουλγάρων στους Νομούς Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης. Το ως άνω υπόμνημα υπέγραψαν και οι τρεις Μητροπολίτες, αλλά ο Μητροπολίτης Νικόλαος για να υπερτονίσει και να υπογραμμίσει με έμφαση το ενδιαφέρον του για την τύχη του ποιμνίου του στην μητροπολιτική του περιφέρεια, υπέγραψε ως «Μητροπολίτης Γκιουμουλτζίνας» και όχι με τον ιστορικό του τίτλο ως Μητροπολίτης Μαρωνείας.

   Στις 27 Αυγούστου του 1913 ο Ε. Κανελόπουλος, διπλωματικός αξιωματούχος στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως, σε έγγραφό του που απέστειλε στο ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, ανέφερε ότι πάμπολλες υπήρξαν οι προσπάθειες του Μητροπολίτου Νικολάου προκειμένου ν’ αποφευχθεί η εγκατάσταση της βουλγαρικής διοικήσεως στην Δ. Θράκη.

   Τελικώς όμως τα βουλγαρικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στην Δ. Θράκη, κατά τις αρχές Οκτωβρίου του 1913, και άρχισαν τους βανδαλισμούς, τις λεηλασίες, τις κακοποιήσεις, τις δολοφονίες και τους εκτοπισμούς του μουσουλμανικού και του χριστιανικού στοιχείου. Οι δε Έλληνες κληρικοί που παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκακοποιούντο και σε πολλές περιπτώσεις εδολοφονούντο. Για όλα τα παραπάνω φρικτά γεγονότα που συνέβαιναν στην Μητρόπολη Μαρωνείας, ο Νικόλαος με την από 11 Σεπτεμβρίου 1913 επιστολή του ενημέρωσε λεπτομερώς τον Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ (1913-1918) και την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου. Αυτή ουσιαστικώς υπήρξε και η τελευταία ενέργεια του Νικολάου ως Μητροπολίτου Μαρωνείας.

   Τον Φεβρουάριο του 1914 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εξέλεξε τον Νικόλαο πρώτο «τη τάξει» Μητροπολίτη Καισαρείας. Όσο χρονικό διάστημα υπήρξε Μητροπολίτης Καισαρείας ο Νικόλαος βελτίωσε την οργάνωση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων και συνέβαλε τα μέγιστα στην απρόσκοπτη λειτουργεία της περιφήμου Ροδοκανακείου Ιερατικής Σχολής, στην οποία παρέδιδε και ο ίδιος ιδιαίτερα μαθήματα βυζαντινής μουσικής σε ορισμένους σπουδαστές.

   Τον Μάιο του 1917 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εκάλεσε για τρίτη φορά τον Νικόλαο ως συνοδικό και του ανέθεσε πολλά και υψηλά εκκλησιαστικά και διοικητικά καθήκοντα. Από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 1919 ο Νικόλαος διορίσθηκε από την Ιερά Σύνοδο Αναπληρωτής Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου, αλλά και για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1921 η Αγία και Ιερά Σύνοδος διόρισε για δεύτερη φορά τον Νικόλαο ως Αναπληρωτή Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Στη συνέχεια, όταν πια εκοιμήθη ο Τοποτηρητής του Θρόνου, Μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος, η Αγία και Ιερά Σύνοδος εξέλεξε νέο Τοποτηρητή του Πατριαρχικού Θρόνου τον Νικόλαο, ο οποίος έμεινε στη θέση αυτή από τον Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο του 1921.

   Στην πατριαρχική εκλογή της 25ης Νοεμβρίου 1921, αν και υπήρξε υποψήφιος για τον Οικουμενικό Θρόνο, εντούτοις Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη ο πρώην Αθηνών Μελέτιος Δ΄ (Μεταξάκης).

   Κατά την διάρκεια της μακροχρόνου αρχιερατείας του ο Νικόλαος διετέλεσε μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, Πρόεδρος και μέλος πολλών Πατριαρχικών και Συνοδικών Επιτροπών. Ως Μητροπολίτης της Πρωτοθρόνου Μητροπόλεως Καισαρείας, όπως καταγράφει ο αοίδιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Βασίλειος Σταυρίδης(+2016), ανέλαβε υπεύθυνα διοικητικά καθήκοντα: α) Τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου (Μάρτιος-Νοέμβριος 1921), β) Πατριαρχικός Επίτροπος (25 Νοεμβρίου 1921 – 24 Ιανουαρίου 1922), γ) Προεδρεύων της Ενδημούσης Συνόδου (22 Φεβρουαρίου – 17 Μαρτίου 1927).

   Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εξέλεξε τον Νικόλαο σε Μητροπολίτη Χαλκηδόνος αλλά η ποιμαντορία του δεν εκράτησε ούτε έναν μήνα καθώς εκοιμήθη αιφνιδίως την 17η Μαρτίου 1927. Η εξόδιος ακολουθία ετελέσθη την 19η Μαρτίου 1927 στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου υπό του Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου Γ΄ και της Αγίας και Ιεράς Συνόδου. Ετάφη  δε στον περίβολο της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή πλησίον των τάφων των Οικουμενικών Πατριαρχών. Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Νικόλαος Σακκόπουλος υπήρξε ταπεινός στο φρόνημα, ιεροκήρυξ δόκιμος και λάτρης της πατρώας εκκλησιαστικής μουσικής.

   Υ.Γ. Το παρόν επετειακό κείμενο αφιερούται στον Σεβ. Μητροπολίτη Καλλιουπόλεως και Μαδύτου κ. Στέφανο, ο οποίος έλκει την εκ Μητρός καταγωγή του από την ιστορική και παλαίφατη Κοινότητα Μαρωνείας του Νομού Ροδόπης.                                     

Προηγούμενο άρθροΔρομολόγια των Κινητών Αστυνομικών Μονάδων για την επόμενη εβδομάδα (από 1-5-2017 έως 7-5-2017)
Επόμενο άρθροΕργασίες συντήρησης στην Εγνατια Οδό – Περιοριστικά μέτρα κυκλοφορίας στο τμήμα από Α/Κ ΜΕΣΤΗΣ μέχρι το Τελωνείο Κήπων