Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης με την απόφασή του της 5ης Μαΐου αμφισβήτησε τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενός αυτόνομου οργανισμού που δεν υπάγεται στο έλεγχο των εθνικών θεσμικών οργάνων, να τυπώνει απεριόριστα χρήμα. Αποφάνθηκε δηλαδή ότι με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) που ενεργοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) το 2015, δηλαδή ουσιαστικά την εκτύπωση χρήματος από της ΕΚΤ με τη μορφή αγοράς κρατικών ομολόγων των χωρών της ΕΕ ύψους 2,7 τρις ευρώ, προκειμένου να αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός και ο πληθωρισμός να υπερβεί το 2% στα όρια της ΕΕ, υπερέβη τα όρια της αναλογικότητας, μιας αρχής που θέτει εύλογα όρια στις αποφάσεις της ΕΚΤ ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία και τις ανάγκες της. Όμως η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου είναι αινιγματική και προβληματίζει για τον χρόνο έκδοσής της και τις σκοπιμότητες που υπηρετεί. Διότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) που αμφισβητεί σήμερα ξεκίνησε το 2015 και έχει λήξει ενώ ήδη ανακοινώθηκε νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την αντιμετώπιση της πανδημίας ύψους 750 δις ευρώ (ΡΕΡΡ). Θέλουν να μειώσουν την παρέμβαση της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας; Γιατί;
Πώς συνέπεσε χρονικά η έκδοση της απόφασης του συνταγματικού δικαστηρίου με τις συζητήσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας στην πραγματική οικονομία; Για να αποτελέσει το επιχείρημα προώθησης συγκεκριμένων λύσεων; Γιατί δόθηκε τόσο μεγάλη σημασία στην απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου αφού, πρώτον, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), το οποίο τον Δεκέμβρη του 2018 έκρινε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) εντάσσεται εντός των ορίων της δικαιοδοσίας της ΕΚΤ, υπερβαίνουν τις αποφάσεις των δικαστηρίων των κρατών μελών, διότι η ευρωπαϊκή νομολογία υπερέχει έναντι της εθνικής και δεύτερον, όπως επισήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ, η ΕΚΤ είναι ένας αυτόνομος οργανισμός ο οποίος λογοδοτεί μόνον στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Πώς το θυμήθηκαν το θέμα αυτό πέντε χρόνια μετά οι Γερμανοί τη στιγμή μάλιστα που η ΕΚΤ σκόπευε να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της για να ενισχύσει τις οικονομίες των κρατών μελών της ΕΕ για την αντιμετώπιση της πανδημίας;
Νομίζω ότι οι απαντήσεις είναι αυτονόητες μετά τα όσα ακολούθησαν: Η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρόεδρος Μακρόν πρότειναν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης ως πυλώνα της πανευρωπαϊκής απάντησης στην οικονομική κρίση της πανδημίας. Δηλαδή τη λήψη δανείων ύψους 500 δις ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξ ονόματος όλων των κρατών της ΕΕ (αμοιβαιοποίηση του χρέους των 500 δις). Τα χρήματα προτείνεται να διανεμηθούν στα κράτη μέλη, με τη μορφή επιχορηγήσεων για να μην επιβαρύνεται το χρέος τους. Αυτό θα γίνει μέσω του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της Ένωσης για το 2021 -27. Ως εδώ τα πάντα ακούγονται ιδανικά για τις προθέσεις των ηγετών του γαλλογερμανικού άξονα έναντι των άλλων κρατών αλλά δεν είναι.
Κατ’ αρχήν η καγκελάριος Μέρκελ ήταν αντίθετη σε μια τέτοια εκδοχή χρηματοδότησης με την αμοιβαιοποίηση του χρέους, προφανώς για να ικανοποιήσει το εκλογικό σώμα της χώρας της. Για την αναθεώρηση της αρχικής της θέσης αξιοποίησε ως δικαιολογία την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης της 5ης Μαίου η οποία αμφισβήτησε τη δυνατότητα της ΕΚΤ να τυπώνει απεριόριστο χρήμα, δυνατότητα που προφανώς δεν υπάγεται στην κρίση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου αλλά και καμιάς άλλης χώρας. Με αυτόν τον τρόπο αφαίρεσαν από την ΕΚΤ τη δυνατότητα εκτύπωσης χρήματος (ποσοτικής χαλάρωσης), πέραν των 750 δις ευρώ που ενέκρινε για την πανδημία και ανέλαβαν οι δύο ηγέτες τον ρόλο να καθορίζουν τη δυνατότητα και τα όρια χρηματοδότησης των κρατών μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης με λήψη δανείων της ΕΕ. Γιατί προτίμησαν την δανειοδότηση έναντι της εκτύπωσης χρήματος από την ΕΚΤ;
Η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να εκτυπώνει απεριόριστο χρήμα με τη μορφή αγοράς ομολόγων των κρατών μελών, όπως έχει κάθε κεντρική τράπεζα κράτους, όπως π.χ. της Βρετανίας. Αν λάβουμε υπόψη ότι διέθεσε 2,7 τρις ευρώ, ανεπιτυχώς θα λέγαμε, για την άνοδο του πληθωρισμού μπορούμε να φανταστούμε στην περίπτωση της πανδημίας τα τεράστια ποσά που απαιτούνται.. Ο μοναδικός κίνδυνος από την εκτύπωση χρήματος είναι η εκτίναξη του πληθωρισμού, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι επιθυμητή αφού το πρόβλημα του μειωμένου πληθωρισμού που αδυνατεί να φθάσει το επιθυμητό όριο του 2% δεν επιλύθηκε ούτε με τα 2,7 τρις ευρώ της ΕΚΤ. Η σημερινή πανδημία αποτελεί και ευκαιρία για την επίτευξη του στόχου του πληθωρισμού διότι με τη μείωση της παραγωγής που έχει επέλθει πανευρωπαϊκά, δηλαδή τη μείωση της προσφοράς και τη στήριξη της ζήτησης με τα τρις ευρώ που θα διοχέτευε η ΕΚΤ στα κράτη ο πληθωρισμός θα ανέβαινε σε επίπεδα ελεγχόμενα από την ΕΚΤ αφού αυτή θα ανοιγόκλεινε τη στρόφιγγα. Όμως περιθωριοποιώντας την ΕΚΤ και αμφισβητώντας τον αυτόνομο και ανεξάρτητο ρόλο της, η Μέρκελ και Μακρόν αναδεικνύονται σε ρυθμιστές της ανεπαρκέστατης ήδη χρηματοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης συγκριτικά με τα απεριόριστα όρια της ΕΚΤ.
Όταν τα 2,7 τρις ευρώ δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν οικονομικά την Ευρώπη και να αναβαθμίσουν τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας έναντι ΗΠΑ και Κίνας, σε τι ελπίζουν με τα 500 δις, τα οποία θα δημιουργήσουν κατάσταση ασφυξίας στις χειμαζόμενες οικονομίες και θα αυξήσουν την εξάρτησή τους από το Βερολίνο και το Παρίσι, θα τα μεταβάλλουν μάλιστα σε ικέτες της Μέρκελ και του Μακρόν για την σταδιακή αύξηση του ποσού των 500 δις;