Θεοφάνης Μαλκίδης 

Κύπρος…

Είναι πολλές φορές τα πρόσωπα με τις πράξεις, την έμπνευσή τους  και το λόγο τους που  κατορθώνουν να απεικονίσουν έναν τόπο ή τον τόπο τους. Και αυτή η καταγραφή να μεταφέρεται εις τους αιώνες με όλους τους τρόπους της ανθρώπινης έκφρασης. Άλλοτε πάλι είναι η γη, το ύδωρ, ο αέρας που επηρεάζουν τους ανθρώπους της δημιουργίας, προκειμένου να αντιληφθούν το μέγεθος, την ταυτότητα, το ιστορικό φορτίο, τη πολιτιστική κληρονομιά, το καθήκον, τη διατήρηση της μνήμης. 

Πάντοτε όμως με μία καταπληκτική  αρμονία τα πρόσωπα, οι  πράξεις, η αύρα τους, κατορθώνουν με μοναδικό τρόπο να δείξουν ένα τέλειο πίνακα, μία δημιουργία  κάλλους. Για την ελληνικότητα, για τον ελληνικό κόσμο, κάπως έτσι εμφανίζονται και εκφράζονται όλα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και χωρά και εκφράζει τους πάντες. Με ένα  εξαιρετικό συνδυασμό που φαίνεται ότι επηρεάζεται από το φως, το γαλάζιο του ουρανού  και  της θάλασσας, τους εκφραστές που επιμένουν να ζουν «σ ΄αυτό το πέτρινο ακρωτήρι στη  Μεσόγειο», όπως τόνισε, ο Σεφέρης,  στην ομιλία κατά τη βράβευσή του με το Νόμπελ, ποιητής και διπλωμάτης  ο οποίος συνδέθηκε τόσο στενά με την Κύπρο. Και ποιητικά και  πολιτικά…. 

Στην Κύπρο, εν προκειμένω,  όλα τα παραπάνω δρουν, λειτουργούν, εμφανίζονται με το συναμφότερον του Αγίου  Γρηγορίου  του Παλαμά, το συναμφότερον της ψυχής και του σώματος του Ελληνισμού. Είναι ο Κίμων, ο Θεόφιλος Γεωργιάδης, ο Ισαάκ και ο Σολωμού, μαζί με την Παναγία τη Φανερωμένη, το Κούριο, την πέτρα του Ρωμηού, τη Λευκωσία,  τη Λεμεσό και τη Λάρνακα,  το Μαχαιρά , το Λιοπέτρι, την Κερύνεια, την Πάφο. Είναι οι αγνοούμενοι, οι μάνες και οι συγγενείς τους, οι πρόσφυγες, οι ήρωες των προδομένων Θερμοπυλών του 1974.

Είναι οι γυναίκες, οι νέοι, οι μαθητές, ο Χανδρινός και το πλήρωμα του αρματαγωγού «Λέσβος», είναι αυτοί που  «επέστρεψαν»  στις πατρίδες τους λίγα  μόνο οστά, οι καταδρομείς και οι αεροπόροι που καταρρίφθηκαν  από «φίλια πυρά», ο Τύμβος της  Μακεδονίτισσας, ο Μιχαηλίδης και ο Λιπέρτης, οι απαγχονισμένοι του 1821, ο Μάτσης του «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα», ο Αυξεντίου και ο Παλληκαρίδης οι απαγχονισθέντες και τα φυλακισμένα μνήματα. Είναι το Παγκύπριο Γυμνάσιο, οι γονείς των ηρώων του 1955,  η Σαλαμίνα, η Χαρίτα Μάντολες και η Ελένη Φωκά, ο Μόντης και  ο Μηχανικός,  ο Κατούντας και ο Κατσάνης.

Η Κύπρος έχοντας δεχτεί κατά κυριολεξία δεκάδες εισβολείς, από τους Πέρσες μέχρι τους Φράγκους, τους Βρετανούς και τους έσχατους  Τούρκους, είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τη βία τους και τις κερκόπορτες. Άλλοτε όμως στη γη, άλλοτε στη θάλασσα, ακόμη και στον αέρα, η Κύπρος επιβεβαίωσε πολλαπλώς, ποικιλοτρόπως και συνεχώς, την αντιστασιακή Ελληνικότητα, όπως σημειώνει ο Ν. Σβορώνος. 

 Αυτό το καθοριστικό γεγονός, οντολογικό θα μπορούσε να ονομαστεί η αέναη δηλαδή αντίσταση των Ελληνίδων και των Ελλήνων, είναι κυρίαρχο (και) στην Κύπρο. Η Ελληνική ιδιοπροσωπεία της μη παράδοσης, της μέχρι ενός θυσία, της αντίστασης, της Ελευθερίας. 

Από το «και νεκρός ενίκα»  του Κίμωνα εναντίον των Περσών,  μέχρι το 1821, το 1955 και το 1974, η αντίσταση με όλα τα μέσα στον εισβολέα και τον κατακτητή, η αντίσταση στο συνεργάτη- δοσίλογο που  νουθετεί και  προτρέπει να γίνει αποδεκτό (και ) στην Κύπρο το άδικο, ο βιασμός της ιστορίας και της αλήθειας, του τόπου και της ταυτότητάς μας.  Και σήμερα πενήντα χρόνια μετά  την εισβολή, ζούμε σε μία ημικατεχόμενη πατρίδα, την οποίαο Αττίλας Ερντογάν θέλει να την υποδουλώσει ολοκληρωτικά. 

 Με εμπνέει  η Κύπρος, είναι ένας τόπος Ελληνικός που «μυρίζει» Ελλάδα, έστω και μαγαρισμένος και  συλημένος, με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τις Συμπληγάδες  να παραμονεύουν σε κάθε γωνιά, αλλά με σημάδια, εστίες αντίστασης παντού, εκεί που δεν το περιμένεις. 

Μία εκκλησία δίπλα στα βαρέλια του ΟΗΕ στη μαύρη γραμμή της Λευκωσίας,  μία ελληνική σημαία και μία  επιγραφή «Ελλάς» σε ένα κατάστημα μία «μοτόρα» που από το ΓΣΠ πηγαίνει στο κοιμητήριο του Παραλιμνίου  να ανάψει ένα κερί στο μνήμα του Ισαάκ και του Σολωμού, μία δασκάλα στην Καρπασία, μία λεμονιά στη Μόρφου, ένα κομμάτι δίχτυ στην Κερύνεια, ένα κοχύλι πλάι στο ερειπωμένο ξενοδοχείο στην Αμμόχωστο,  μία μαυροντυμένη που περιμένει τα οστά του αγνοούμενου γιου της, ένα καμένο δέντρο στο κρησφύγετο στο Μαχαιρά, ένα κομμάτι σχοινί στα Φυλακισμένα Μνήματα. 

« Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα», ανέφερε στο λόγο του που εκφώνησε ο Σεφέρης στη βράβευσή του με το Νόμπελ.  

«Έχουμε», λοιπόν,  «πολλά τέρατα να καταστρέψουμε», η   διαρκής, η συνεχής, η αέναη  ταύτιση, η παντοτινή  του Ελληνισμού είναι με την Αντίσταση, είναι με την Ελευθερία.  

Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, συγγραφέας του βιβλίου «Κύπρος, γη εναλία»

Προηγούμενο άρθροΔήμος Παπαράδης: «Καταθέτουμε πρόταση διοίκησης του Επιμελητηρίου Έβρου – Δημιουργούμε ομάδα εργασίας – Δεν είμαστε γυρολόγοι»