Το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (EE), που συνήλθε στις 15 Μαΐου, αφού καταδίκασε στην κοινή δήλωση των ΥΠΕΞ την τουρκική πρακτική των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων της Ελλάδος όσο και την εξορυκτική δραστηριότητα της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ προέβη και σε μια “αποκάλυψη”: Η δήλωση καλωσόριζε την πρόσκληση της Κύπρου προς την Τουρκία να «διαπραγματευθούν καλή τη πίστη» τα όρια των θαλάσσιων οικονομικών τους ζωνών (Καθημερινή 16/5/2020). Αφού λοιπόν η Λευκωσία θεωρεί διαπραγματεύσιμα τα όρια της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας γιατί δεν προέβη εξ αρχής σε αυτή την πρόσκληση που ήταν ούτως ή άλλως επιβεβλημένη διότι η οριοθέτηση μιας ΑΟΖ απαιτεί τη συμφωνία των εμπλεκομένων κρατών ή την προσφυγή στη Χάγη; Αφού δεν συμφώνησαν οι δύο πλευρές ή δεν προσέφυγαν στη Χάγη, τότε από πού συμπεραίνει ο πρόεδρος Αναστασιάδης τον βαθμό στον οποίο παραβιάζονται τα όρια της κυπριακής ΑΟΖ; Δεν προκαλεί εντύπωση ότι ενώ το θέμα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο παραμένει ανεπίλυτο επί δεκαετίες, στην Ανατολική Μεσόγειο το αντίστοιχο πρόβλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τουρκία, στο οποίο εμπλέκεται και η τουρκοκυπριακή κοινότητα, έχει θεωρηθεί εξ ορισμού λυμένο, καίτοι μονομερώς, σε σημείο ώστε να καταγγέλλεται η παραβίασή του;
Γιατί άλλαξε πολιτική η Λευκωσία και απευθύνει πρόσκληση στην Τουρκία για διαπραγματεύσεις; Καθοριστική ήταν η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου εξ αιτίας της πανδημίας που είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση από την κυπριακή ΑΟΖ των πετρελαϊκών κολοσσών. Η Κυπριακή Δημοκρατία έπαψε να αποτελεί μήλον της έριδος για την προίκα της και αυτό θα ισχύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου δηλαδή συνέλθουν οι εταιρείες από την πετρελαϊκή κρίση για να επενδύσουν εκ νέου σε έρευνες. Πρόσθετα ήταν οι παράνομες γεωτρήσεις του Γιαβούζ στα οικόπεδα 7 και 8 της κυπριακής ΑΟΖ που είχαν παραχωρηθεί στην Total και στην Eni χωρίς καμιά αντίδραση από την Γαλλία που εμφανίζεται ως προστάτιδα δύναμη και την Ιταλία. Είναι και η διαφαινόμενη προσέγγιση του Ισραήλ με την Τουρκία με υποβολέα προφανώς την Ουάσινγκτον και με επίκεντρο το Ιντλίμπ και τη Συρία όπου «ισραηλινά αεροσκάφη και drones επιχειρούν ήδη με την άδεια της Άγκυρας εναντίον στρατιωτικών στόχων» σύμφωνα με το άρθρο του Ισραηλινού επιτετραμμένου στην Άγκυρα, Ρόι Γκιλάντ, στον τουρκικό Τύπο. Είναι η εμμονή της Ουάσινγκτον να υποστηρίζει τα «νόμιμα συμφέροντα» της Τουρκίας στη Συρία απέναντι στην κυβέρνηση του προέδρου Άσαντ «και τους Ρώσους συμμάχους του», στα πλαίσια της προσπάθειας των ΗΠΑ να αποσπάσουν την Τουρκία από την επιρροή της Μόσχας. «Κατανοούμε τα απαντητικά πλήγματα της Τουρκίας στις δυνάμεις του καθεστώτος, είχε δηλώσει τον περασμένο Φεβρουάριο ο ειδικός απεσταλμένος της Ουάσινγκτον για το Συριακό Τζέιμς Τζέφρι. Αναζητούμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ», πρόσθεσε. Για να συμπληρώσει με νόημα .πως η χώρα του και η Τουρκία έχουν «κοινούς γεωστρατηγικούς στόχους σε Συρία και Λιβύη». Το γεγονός όμως που αναθεώρησε εντελώς τη στάση της Λευκωσίας είναι οι εξελίξεις στη Λιβύη. «Η Λιβύη είναι πλέον της Τουρκίας», αναφέρει ο τίτλος ενημερωτικού σημειώματος τους Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, γεγονός που ενισχύει το τουρκολιβυκό μνημόνιο για την ΑΟΖ των δύο κρατών. Όμως, η χειρότερη εξέλιξη για τη χώρα μας και την Κυπριακή Δημοκρατία είναι η τάση εντός του ΝΑΤΟ, με υποβολέα τις ΗΠΑ, να ερμηνεύουν την τουρκική παρουσία στη Λιβύη ως “ανάχωμα” στη ρωσική επιρροή. Όλα αυτά άλλαξαν άρδην το σκηνικό.
Οι ευθύνες της πολιτικής της Λευκωσίας για τη συνομολόγηση του τουρκολιβυκού μνημονίου είναι τεράστιες όπως και της Αθήνας που σύρεται στην κυριολεξία από τις αποφάσεις της Λευκωσίας, προφανώς διότι έχουν κοινό υποβολέα, τη Γαλλία. Αποδεικνύεται λανθασμένη η εναπόθεση των εθνικών μας δικαίων στις καταδίκες της Τουρκίας από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, που έχουν τυπικό μόνον χαρακτήρα, διότι η ΕΕ είναι εντελώς απούσα από τη διαμόρφωση ακόμη και των περιφερειακών εξελίξεων. Αποτελεί μάλιστα ακραία αντίφαση, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών του ΝΑΤΟ ως μέλη της ΕΕ να καταδικάζουν τη Τουρκία για την εξορυκτική δραστηριότητά της στην κυπριακή ΑΟΖ και ταυτόχρονα ως μέλη του ΝΑΤΟ να επιβραβεύουν την τουρκική παρουσία στη Λιβύη ως “ανάχωμα” στη ρωσική επιρροή. Διότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο αγνοεί την κυπριακή ΑΟΖ.
Πού εντοπίζονται οι ευθύνες της Λευκωσίας στη συνομολόγηση του μνημονίου Ερντογάν – Σάραζ που επέτεινε τα ελληνοτουρκικά αδιέξοδα; Tο Συμβούλιο Αρχηγών υπό τον πρόεδρο Αναστασιάδη απέρριψε τον περασμένο Αύγουστο την πρόταση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί με την οποία ζητούσε τη συγκρότηση κοινής επιτροπής υδρογονανθράκων, για τον διαμοιρασμό των κερδών από τις υφιστάμενες αδειοδοτήσεις με τη δημιουργία κοινού ταμείου καθώς και τη συνεργασία με την ελληνοκυπριακή πλευρά στην έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων γύρω από την Κύπρο. Είναι φανερό ότι αποδοχή της πρότασης Ακιντζί, που προηγήθηκε μήνες του συμφώνου Ερντογάν – Σάραζ, θα αποστερούσε από την Άγκυρα κάθε επιχείρημα ώστε να προβεί στη συνομολόγηση του συμφώνου με την κυβέρνηση του Σάραζ. Διότι θα ήταν αδιανόητο να συζητούν οι δύο κοινότητες (με τη συναίνεση προφανώς και της Άγκυρας που ενέκρινε την επιστολή Ακιντζί και καυτηρίασε επανειλημμένα την απόρριψή της) για την κατανομή των ενεργειακών πηγών εντός της κυπριακής ΑΟΖ και ταυτόχρονα ο Ερντογάν να συνυπογράφει με τον Σάραζ το σύμφωνο που αγνοεί (μηδενίζει) την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακόμη μάλιστα και στην περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, θα καθυστερούσε σημαντικά την υπογραφή του, γεγονός που πιθανότατα θα έδινε το χρονικό περιθώριο επικράτησης του στρατάρχη Χαφταρ που ήταν στρατιωτικά σε θέση ισχύος έναντι του Σάραζ. Επί πλέον θα έφερνε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πέρα από τις δύο κοινότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Ελλάδα και την Τουρκία και στην περίπτωση της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων θα ήταν ένα πρώτο βήμα για τη Χάγη. Ταυτόχρονα η αποδοχή της πρότασης θα ενίσχυε μεταξύ των τουρκοκυπρίων τη θέση του διαλλακτικού και υπέρμαχου της επίλυσης του Κυπριακού Ακιντζί για την επανεκλογή του.