Στη Φύση κάθε έκτακτη κατάσταση είναι μια δοκιμασία για τους αδυνάτους. Αυτό ισχύει βεβαίως και για την πανδημία, η οποία απειλεί όχι μόνο ανθρώπους, αλλά και ολόκληρες οικονομίες. Τί συμβαίνει άραγε με την τουρκική οικονομία; Πώς ο κορονοϊός μπορεί να την οδηγήσει σε μια σοβαρή κρίση;
Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, πρέπει να επισημάνουμε ότι η τουρκική οικονομία την τελευταία τριακονταετία αυξάνει συνεχώς το παραγωγικό της δυναμικό. Έτσι σήμερα παρουσιάζει σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τo 2019 η Τουρκία ήταν 15η στον κόσμο στην παραγωγή οχημάτων. Την ίδια χρονιά η Τουρκία ήταν 8η στον κόσμο σε παραγωγή χάλυβα. Ένας άλλος παραδοσιακά δυναμικός κλάδος της τουρκικής οικονομίας είναι η κλωστοϋφαντουργία. Πολύ δυναμικοί επίσης είναι οι κλάδοι παραγωγής μηχανημάτων και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού.
Στην αγροτική παραγωγή η Τουρκία είναι στην πρώτη δεκάδα παγκοσμίως και έχει κατακτήσει τη διατροφική αυτάρκεια ήδη από τη δεκαετία του 1980 . Η Τουρκία επίσης διαθέτει ισχυρή αμυντική βιομηχανία, η οποία όχι μόνο καλύπτει πάνω από το 50% των εξοπλισμών της, αλλά πραγματοποιεί και αξιόλογες εξαγωγές.
Εξάρτηση από τα ξένα κεφάλαια
Παρά τον παραγωγικό της δυναμισμό, η Τουρκία ωστόσο εξακολουθεί να παρουσιάζει έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο. Ο λόγος είναι ότι μαζί με τις εξαγωγές αυξάνονται παράλληλα και οι εισαγωγές, οι οποίες εξακολουθούν να υπερισχύουν. Σε επίπεδο ροών το εμπορικό έλλειμμα αντισταθμίζεται από τις εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.
Κατά μια έννοια λοιπόν η Τουρκία αντιμετωπίζει ένα διαρκές πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο ξεπερνά με μια συνεχή φυγή προς τα εμπρός. Η διεργασία αυτή γιγαντώνει την τουρκική οικονομία. Παράλληλα όμως ενέχει και σημαντικούς κινδύνους. Ο κυριότερος κίνδυνος είναι να παύσει η εισροή ξένων κεφαλαίων. Η διατήρηση της ισορροπίας γίνεται ακόμη δυσκολότερη υπό συνθήκες συνεχούς διολίσθησης του νομίσματος. Μια διολίσθηση που είναι μεν αναγκαία για να διατηρείται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, έχει όμως ως αντίτιμο τα υψηλά επιτόκια με τα οποία πρέπει να αμείβονται οι επενδυτές για να επενδύουν στην τουρκική λίρα.
Σε όρους χρηματοοικονομικούς δηλαδή, η Τουρκία είναι ένα επενδυτικό πρότζεκτ που πρέπει να παράγει συνεχώς κεφαλαιακά κέρδη για να διατηρείται σε δυναμική ισορροπία. Οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της συνθήκης είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε σημαντική αστάθεια. Στη συνέχεια θα δούμε πώς η αστάθεια αυτή έρχεται ως συνέπεια της κρίσης του 2018, των οικονομικών παρεμβάσεων του Ερντογάν και της πανδημίας του κορονοϊού που εμφανίστηκε τη χειρότερη ώρα.
Τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας
Μετά την κρίση του 2018 που προκάλεσε την κατάρρευση της λίρας, ο Ερντογάν άρχισε να επεμβαίνει ανοικτά στις χρηματαγορές. Αρχικά η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια στο 24%. Επειδή όμως το Δημόσιο δεν ήθελε να δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια, στράφηκε σε βραχυπρόθεσμα δάνεια. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρωθεί ένα μεγάλο ποσό χρέους που έπρεπε να ανακυκλωθεί μέσα στο 2020. Το ποσό αυτό έφτανε τα 45 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Ερντογάν άσκησε πιέσεις στις τράπεζες προκειμένου να μειωθούν τα επιτόκια. Έτσι μέσα σε έξι μήνες τα επιτόκια έπεσαν στο 11,25%. Υποτίθετο ότι η κυβέρνηση θα έπαιρνε μέτρα για τη μείωση του πληθωρισμού, αλλά τελικά ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 11%. Παραβιάστηκε έτσι ένας βασικός οικονομικός νόμος που θέλει το νόμισμα που υποτιμάται να έχει υψηλά επιτόκια για να αμείβει τους ξένους επενδυτές.
Παράλληλα, για πολιτικούς λόγους η τουρκική κυβέρνηση δεν επέδειξε δημοσιονομική πειθαρχία τα τελευταία τρία χρόνια. Έτσι από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2018, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν. Αντίστοιχα οι ανάγκες του δημοσίου για δανεισμό αυξήθηκαν. Σε αυτό συνέβαλαν και οι στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία, στη Λιβύη και σε άλλες περιοχές. Στα τέλη του 2019 εκτιμάτο ότι το δημόσιο θα χρειαζόταν ένα πρόσθετο ποσό γύρω στα 50-55 δις δολάρια. Το γεγονός αυτό καθιστούσε ακόμη πιο προβληματικό τον δανεισμό του 2020.
Για να συγκρατήσει την ισοτιμία της λίρας ο Ερντογάν εργαλειοποίησε την Κεντρική Τράπεζα, η οποία έτσι έγινε ένας μη ουδέτερος παίκτης στις αγορές. Αυτές οι αντιφατικές πολιτικές είχαν ως συνέπεια τα συναλλαγματικά αποθέματα να μειωθούν σημαντικά. Στις αρχές του 2020 εκτιμάτο ότι τα πραγματικά αποθέματα της χώρας έφταναν τα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, με πρόβλεψη για το τέλος του έτους τα 20 δισεκατομμύρια. Όπως φαίνεται όμως, ήδη τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν πέσει αρκετά κάτω από αυτό το ποσό, γεγονός το οποίο έχει άμεσο αντίκτυπο στην ισοτιμία της λίρας.
Οι παραπάνω εξελίξεις επιδεινώνουν όπως είναι φυσικό τα προβλήματα των επιχειρήσεων. Ήδη πριν από την κρίση του κορονοϊού το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες εκτιμάται ότι προσέγγιζε το 8,5%. Το σημαντικότερο πρόβλημα όμως αρκετών επιχειρήσεων είναι τα δάνειά τους σε συνάλλαγμα (συνήθως σε δολάριο). Όσο λοιπόν υποτιμάται η λίρα τόσο πιο δύσκολη γίνεται η εξυπηρέτησή τους. Με την πανδημία η κατάσταση χειροτέρευσε σημαντικά, καθώς η παύση εργασιών πολλών εξαγωγικών βιομηχανιών έχει μειώσει δραστικά τις συναλλαγματικές εισροές.
Μαζί με τον ιδιωτικό τομέα, η συνολική αξία των ξένων χρεών που έπρεπε να αναχρηματοδοτηθούν μέσα στο 2020 υπολογιζόταν στα 164 δις δολάρια. Αυτό το ήδη υψηλό ποσό αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο εξαιτίας του κορονοϊού.
Κρίση ρευστότητας και γεωπολιτικές ανακατατάξεις
Οι παραπάνω εξελίξεις φέρνουν την τουρκική οικονομία μπροστά σε μια σημαντική κρίση ρευστότητας. Ίσως αυτή την κρίση να περίμενε εδώ και αρκετό καιρό η αμερικανική πλευρά, για να επαναφέρει την Τουρκία στο «δυτικό στρατόπεδο». Ας μην ξεχνάμε ότι η κρίση του 2018 ξεκίνησε από τη σύλληψη ενός Αμερικανού πάστορα και τις απειλές που εκτόξευσε ο Πρόεδρος Τραμπ ότι θα κατέστρεφε την τουρκική οικονομία. Η κρίση αυτή αποκάλυψε τελικά πόσο εξαρτημένη είναι η τουρκική οικονομία από τις αμερικανικές τράπεζες και τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επερχόμενη κρίση θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στους γεωπολιτικούς της προσανατολισμούς. Αυτό αφορά τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, τις στρατιωτικές της εμπλοκές στη Συρία και τη Λιβύη και βέβαια τις εντεινόμενες προκλήσεις της προς την Ελλάδα.
Τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα;
Η ελληνική κυβέρνηση θα έχει λοιπόν τους επόμενους μήνες να αντιμετωπίσει πιθανώς δύο μεγάλα προβλήματα: Το ένα είναι η οικονομική ύφεση που φέρνει η πανδημία – κυρίως μέσω των επιπτώσεων που θα έχει στον τουρισμό. Το άλλο είναι η πιθανή παρόξυνση της τουρκικής επιθετικότητας, που αυτή τη φορά θα τροφοδοτείται και από μια σοβαρή οικονομική κρίση. Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να προσέξει πολύ. Διότι αυτή τη φορά, ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία θα ξεπεράσει την επερχόμενη κρίση, θα κρίνει ίσως οριστικά το αν θα γίνει η κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για να εξηγήσουμε τί σημαίνει αυτό, αρκεί να αναλογιστούμε ότι μετά από τη συνεχή διολίσθηση της λίρας, το ΑΕΠ της Τουρκίας το 2019 ήταν περίπου τριπλάσιο σε τιμές ευρώ από εκείνο της Ελλάδας. Μια τέτοια αναλογία παραμένει διαχειρίσιμη για την Ελλάδα. Αν όμως η λίρα κάποια στιγμή σταθεροποιηθεί και η αναλογία του ΑΕΠ των δύο χωρών χειροτερεύσει και άλλο, τότε τα πράγματα για την Ελλάδα θα δυσκολέψουν πολύ. Και ο λόγος είναι απλός: όταν η πληθυσμιακή αναλογία είναι ήδη 10 προς ένα υπέρ της Τουρκίας, είναι σαφές ότι αν η αναλογία των οικονομιών προσεγγίσει αυτό το μέγεθος, τότε θα είναι πια θεμελιωδώς αδύνατο για την Ελλάδα να αντιπαρατεθεί με τη Τουρκία. Ας τα λάβουν αυτά υπ’ όψιν τους οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες όσο υπάρχει ακόμη χρόνος, διότι αν τα πράγματα ξεφύγουν, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να αποδεχτεί τον ρόλο που θα επιβάλλει ο τότε συσχετισμός δυνάμεων.