Home ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Συγκλονιστικός ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, στην Αλεξανδρούπολη: «Οι καιροί είναι κρίσιμοι, η πατρίδα...

Συγκλονιστικός ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, στην Αλεξανδρούπολη: «Οι καιροί είναι κρίσιμοι, η πατρίδα σε κίνδυνο, το χρέος δικό μας»

Αντιφώνηση Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου

κατά τον Εσπερινό στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Αλεξανδρουπόλεως

Σεβασμιώτατε, 

Κύριε Περιφερειάρχη, 

Κύριε Δήμαρχε, 

Έλληνες και Ελληνίδες. 

Ευχαριστώ πολύ για τα θερμά λόγιά σας και τις εκδηλώσεις υποδοχής που μας επιφυλάξατε. Νιώθω αιχμάλωτος της αγάπης σας. 

Κάθε φορά που πατώ τα χώματα της ελεύθερης Ελλάδας νιώθω μιαν αγαλλίαση, που δεν μπορεί με λόγια να περιγραφεί. Είναι ένα ανακάτεμα  των αισθήσεων, που δεν επιτρέπει να διακρίνω ξεκάθαρα αν ονειρεύομαι ή αν είμαι ξύπνιος. Μόνο ένας αλύτρωτος Έλληνας, που μεταφέρει τον πόθο και τον καημό εκατοντάδων γενεών προγόνων του και είναι υποχρεωμένος να μεταδώσει αυτόν τον πόθο και σ΄ αυτούς που ακολουθούν μέχρι την ευλογημένη ώρα, που θα έρθει «το ποθούμενον» , μπορεί να με καταλάβει.   Εσείς δεν έχετε αυτό το θλιβερό προνόμιο  να με καταλάβετε. Εδώ και 104 χρόνια αναπνέετε ελεύθερο ελληνικό αέρα. Νιώθετε τη θαλπωρή της μητρικής αγκάλης. Όσο και αν ο κίνδυνος υπάρχει – και δεν τον παραβλέπω- από τη γειτνίαση προς πολυπληθές, επεκτατικό και φιλοπόλεμο έθνος, έχετε μιαν αξιόλογη προστασία. 

Διαβάζω ξεκάθαρα στα πρόσωπά σας τη χαρά σας. Συμμετέχω, όσο μπορώ, και εγώ σ΄ αυτή τη χαρά. Δεν θα΄ μουν ειλικρινής αν έλεγα ότι μπορώ να ξεχαστώ σ΄ αυτή τη χαρά. Δεν με αφήνουν τα παθήματα της 

ιδιαίτερης πατρίδας μου. Νιώθω την τραγικότητα της θέσης μου. Από το ύψος του θεσμού που εκπροσωπώ αντικρίζω τους 35 ελληνικούς και 20 χριστιανικούς αιώνες της Πατρίδας μου. Βλέπω τους ποταμούς των αιμάτων των προγόνων μου που χύθηκαν για να κρατηθεί ο τόπος ελληνικός και χριστιανικός. Ακούω τις οιμωγές σφαγιασθέντων, απαγχονισθέντων, εν λιμώ και δίψει τελειωθέντων από τους κατά καιρούς κατακτητές, που άφησαν εμφανή τα ίχνη της τυραννικής διέλευσής τους από την Κύπρο. Φτάνει ευκρινώς κοντά μου  και ο θρήνος της κατεχόμενης γης μας, ακόμα και των στοιχείων της φύσεως από τον βάρβαρο εποικισμό   και την ανελέητη προσπάθεια εξαφάνισης κάθε ίχνους της από τα βάθη των αιώνων  μαρτυρίας της παρουσίας μας εκεί. Συνειδητοποιώ πλήρως και τους θανάσιμους κινδύνους που διατρέχει σήμερα ολόκληρη η Κύπρος, τον κίνδυνο του εκτουρκισμού. Τρέμω μπροστά στη σκέψη ότι είναι πιθανόν μελλοντικά η Ιστορία να μας κρίνει ανεπαρκείς στη διαφύλαξη όσων οι πατέρες μας σε μια σκυταλοδρομία αιώνων διατήρησαν και παρέδωσαν σ’ εμάς. 

Γι΄ αυτό και θα΄ θελα στις δυό τρείς μέρες που θα βρίσκομαι μαζί σας, να χρησιμοποιήσω λίγο από τον χρόνο σας για να συμπροβληματιστούμε    γύρω από τα εθνικά μας θέματα. διότι κοινοί  οι κίνδυνοι για όλο τον Ελληνισμό. 

Η ελευθερία, παρόλο ότι είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, εν τούτοις μόνο με αγώνες σκληρούς και συνεχείς εξασφαλίζεται και κατοχυρώνεται απ’ όσους την επιβουλεύονται. Η γεωγραφική μας θέση-τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδος όσο και της Κύπρου-είχε σαν συνέπεια να’ναι πολλοί αυτοί που επιβουλεύονται την ελευθερία μας. Στο σημείο όπου συναντώνται τρεις ήπειροι, στο σταυροδρόμι θρησκειών και 

πολιτισμών, η πατρίδα μας βρέθηκε πολλές φορές στο στόχαστρο κατακτητών και από την Ανατολή και από τη Δύση. Δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες εισβολές και πολυκύμαντες κατοχές, πληγώθηκε από τρομερές λεηλασίες από Πέρσες, Ρωμαίους, Ενετούς, Οθωμανούς, αλλά άντεξε. Η Κύπρος, στο ακροτελεύτιο όριο της Ευρώπης, παρέμεινε πάντοτε άρρηκτα ενωμένη με τον υπόλοιπο ελληνισμό, διατηρώντας το ομόδοξο και ομόγλωσσο προς αυτόν, και έχοντας εν πολλοίς τις ίδιες εθνικές περιπέτειες με αυτόν. Γι’ αυτό και μιλώντας για τους διαχρονικούς αγώνες των Ελλήνων δεν ξεχωρίζουμε Ελλαδίτες και Κυπρίους. Ούτε και αναφερόμαστε σε άλλους, εκτός από εθνικούς αγώνες. Οι κοινωνικοί, πολιτικοί και άλλοι αγώνες δεν μπορούν να συγκριθούν με τους υπέρ ελευθερίας εθνικούς αγώνες..

Όταν ένας λαός διαβαίνει επί αιώνες-και χιλιετίες-τα μονοπάτια της Ιστορίας, είναι φυσικό στα κατάστιχα της μνήμης του να’ναι καταχωρημένα,  μεγάλο πλήθος από γεγονότα, πρόσωπα, ημερομηνίες, αναβάσεις θριάμβων και καταβάσεις οδύνης, νίκες και ήττες, περηφάνια πολλή για δόξες χιλιοτραγουδισμένες και θρήνος για απώλειες τραγικές. Και είναι απαραίτητο ο λαός αυτός να έχει συναίσθηση αυτού του παρελθόντος του.

Ο Διονύσιος Κόκκινος λέει πως χωρίς τη γνώση του παρελθόντος δεν είναι δυνατόν να  μετρήσουμε τις δυνάμεις του παρόντος, ούτε ν’ ατενίσουμε προς το μέλλον. Γι’ αυτό και η Ιστορία που είναι η γνώση των δοκιμασμένων δυνάμεων ενός λαού και των εκδηλωμένων ιδιοτήτων του στα εμπόδια, τις δοκιμασίες και τις κατακτήσεις κατά το πέρασμα των αιώνων, είναι άκρως απαραίτητη σε κάθε λαό.

Μιλώντας κατά την τελετή της απονομής σ’ αυτόν του βραβείου Νόμπελ, ο Γιώργος Σεφέρης έδωσε ένα αδρό χαρακτηρισμό της πορείας του 

Ελληνισμού στην Ιστορία. Είπε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Οι Έλληνες περάσαμε βάσανα πολλά. Στο διάβα των αιώνων πολλοί μηδίσανε, πολλοί κατάντησαν γραικύλοι, πολλοί εξισλαμίστηκαν και γίνηκαν γενίτσαροι, αρκετοί συνεργάστηκαν με τους Φράγκους, μπολιάστηκαν με τη νοοτροπία τους και αφομοιώθηκαν από αυτούς. Όμως πάντα υπήρχαν οι Έλληνες που διατηρούσαν τη συνέχεια και την παρέδιδαν στη επόμενη γενιά». Διαπιστώνει δηλαδή τον συνεχή αγώνα, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με λιποταξίες, για διατήρηση του Ελληνισμού.

Μα και όλοι οι μελετητές μαρτυρούν ότι η Ιστορία του ελληνισμού είναι σχεδόν συνώνυμη με τη συνεχή απειλή κατά του συνόλου των τμημάτων του έθνους από διάφορους αλλοφύλους. Γι’αυτό και ήταν συνεχής και η προσπάθεια απόκρουσης των εχθρών ή, το δυσκολότερο, η επιβίωση του Ελληνισμού κάτω από την ξένη κυριαρχία.

Η διαρκής πάλη των Ελλήνων προς τον κάθε λογής κατακτητή, ή επίδοξους κατακτητές, τους έδωσε να καταλάβουν ότι η ελευθερία αγοράζεται και ζυγίζεται με αίμα και είναι πάντα «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη». Τους δίδαξε, επίσης, ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια επιτάσσει προάσπιση της ελευθερίας με κάθε θυσία, και όταν ακόμα, η συμβατική λογική φωνάζει πως η αντίσταση σε επίδοξους και υπαρκτούς κατακτητές είναι άπελπις. Παραδείγματα εφαρμογής αυτής της πεποίθησής τους υπάρχουν πολλά: Το «μολών λαβέ» του Λεωνίδα, αλλά και του Αυξεντίου, το «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω» του Αθανάσιου Διάκου, το «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα  αλλά περί αρετής» του Κυριάκου Μάτση και άλλα.

Εγκύπτοντας στην Ιστορία μας συνειδητοποιούμε ότι την ελευθερία δεν μας την χάρισε ποτέ κανένας ξένος. Την πήραμε μόνοι μας με τους 

αγώνες μας. Την κέρδισαν για μας οι πρόγονοί μας, μακρινοί και κοντινοί, οι πατέρες μας, οι αδελφοί μας, με θυσίες και αίμα. Γι’ αυτό και πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την ευθύνη για τη διατήρησή της.

Η μελέτη της μακραίωνης Ιστορίας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κερδίζει όποιος είναι αποφασισμένος να πεθάνει. Νικά εκείνος που απαρνείται τη ζωή χάριν ανώτερων αξιών. Δείχνει, επίσης, ότι όσες φορές ο αγώνας υπέρ της εθνικής ελευθερίας κατέστη συνείδηση και ιδεώδες ολόκληρου του λαού, το ελληνικό μεγαλείο έφτασε μέχρι τον ουρανό.

Μας αποκαλύπτει, ακόμα, αυτή η μελέτη, τα κύρια βάθρα των αγώνων του έθνους, που είναι η Παιδεία μας, η οποία συντήρησε την παράδοση και τις αξίες της φυλής μας, καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Η δράση της Εκκλησίας είναι πάντα συνυφασμένη με τους υπέρ ελευθερίας αγώνες του έθνους. Και είναι αυτή που κράτησε στους μακρούς και ασέληνους αιώνες της δουλείας την εθνική αυτοσυνειδησία του λαού μας, και πολλές φορές συνέβαλε και στη φυσική επιβίωση του Ελληνισμού.  Γνωστοί και σ΄εμάς στην Κύπρο οι αγώνες σας, εδώ στο σημερινό άκρο του Ελληνισμού. Αγώνες της Εκκλησίας και προς τους αλλόθρησκους αλλά και προς ομόδοξους. 

Σήμερα, παρά τις τόσες διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό των συνόρων των εθνών, ο ελληνισμός βάλλεται από παντού. Και όπως πάντα, έθνος ανάδελφο όπως είμαστε, δεν διαθέτουμε αξιόπιστους συμμάχους. Μόνο η εθνική αφύπνιση που οδηγεί σε εθνική αυτογνωσία θα μας εξασφαλίσει την επιβίωση. Στα βαριά πλήγματα των αφελληνιστικών προσπαθειών των κατά καιρούς κατακτητών, ο Ελληνισμός, αφού συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο, προέβαλλε ως ασπίδα τις αξίες και όλα τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς του. Και αποδυόταν στον εθνικό υπέρ πάντων αγώνα. Ένιωθε πάντα ότι κουβαλούσε στους ώμους του όλη την κληρονομιά των προγόνων και το χρέος να την προφυλάξει και να  την συντηρήσει άθικτη.

Αυτή την ευθύνη νιώθουμε και εμείς σήμερα στην Κύπρο για διατήρηση του Ελληνισμού στην εσχατιά αυτή της Ανατολικής Μεσογείου όπου διαβιοί εδώ και τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια. 

Η Κύπρος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με το φάσμα της πλήρους κατάληψης και Τουρκοποίησης. Θα ήθελα να σας εκθέσω απόψε, πολύ σύντομα, αυτόν τον κίνδυνο προκειμένου να ζητήσω από εσάς, από ολόκληρο το Έθνος, ενίσχυση και αύξηση της συμπαράστασης προς τον αγώνα μας. Το 1920 στη μεγάλη εθνοσυνέλευση της Άγκυρας οι Τούρκοι έθεσαν ως πρώτιστο στόχο τους την « ανάκτηση της Κύπρου». Θεωρούσαν ότι ήταν δική τους η Κύπρος ως τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την έχασαν παραχωρώντας την στην Αγγλία και έτσι ζητούσαν να την ανακτήσουν. Έστω και αν ακολούθησε η συνθήκη της Λωζάνης με την οποία αποποιήθηκαν κάθε δικαίωμα τους επί της Κύπρου, ο στόχος κατάληψης της Κύπρου παραμένει αμετάθετος  για όλες  τις Τουρκικές κυβερνήσεις. 

 Με τρεις κυρίως τρόπους επιδιώκει, σήμερα, η Τουρκία την κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου:

  α) Πρώτα με την αποδοχή εκ μέρους μας μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τη θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να  νομιμοποιήσει την κατοχή. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο. Για να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέλει τη συγκατάθεση του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου», που δεν θα την έχει. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους. Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μια τέτοια λύση.

β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων-όσοι απ’αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και ένα εκατομμύριο έποικοι. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίησή του, με διάφορους τρόπους. Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν στην Κύπρο, κάποιοι παντρεύτηκαν, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Αφού φέρουν με το μέρος τους τούς ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα. Κι αφού θα έχουν την πλειοψηφία, θα ζητήσουν ένωση με την Τουρκία. Τη μέθοδο αυτή την εφάρμοσαν στην περιοχής της Αλεξανδρέττας η οποία ενώ ήταν επαρχία της Συρίας, προσαρτήθηκε στην Τουρκία. Αν δεν αντισταθούμε αποτελεσματικά στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας θα έχουμε και εμείς την τύχη της Αλεξανδρέττας. 

γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν  ότι έπραξαν στην Ίμβρο και στην Τένεδο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας. Η παραμονή των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου στα νησιά τους εξασφαλιζόταν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Θα είχαν ευρείες ελευθερίες, σχολεία, αυτοδιοίκηση κλπ. Οι Τούρκοι τότε πήραν τις φυλακές μεγίστης ασφαλείας τους στην Ίμβρο. Τη μια νύκτα άφησαν να διαφύγει ένας βαρυποινίτης που σκότωσε κάποιον Έλληνα, την άλλη άφηναν άλλον που βίασε μιαν Ελληνίδα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά ο Ελληνικός πληθυσμός να φύγει. Έτσι θα επιδιώξει και στην Κύπρο η Τουρκία. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.

Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.

Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. 

 Είναι γεγονός πως τα συγκριτικά υλικά μεγέθη, με αντίπαλο την Τουρκία, είναι συντριπτικά σε βάρος μας, όπως, εξ άλλου, ήταν πάντα στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Είναι, όμως, επιλογή η παράδοση γιατί ο αντίπαλος είναι ισχυρός; Στην Ιστορία μας, αποδείχτηκε πολλές φορές, ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό.

Οι πτώσεις στον Ελληνισμό δεν γίνονται αιτίες για την αποσύνθεσή του. Αντιθέτως του δημιουργούν προϋποθέσεις για να αναπτύξει νέες δυνάμεις, τον εμψυχώνουν, του δίνουν την παρόρμηση για νέες κατακτήσεις.

Όπως, όμως η ελευθερία δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται, έτσι και το μέλλον δεν διαγράφεται παθητικά, από την τύχη, αλλά διαμορφώνεται δυναμικά από κάθε λαό. Κάθε πατρίδα χαίρεται τόσην ελευθερία, όση αναλογεί στη σωφροσύνη των πολιτών της και στην αγωνιστική διάθεσή τους.

Οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν τόσον αφελείς ώστε να αυταπατώνται και να περιμένουν την ελευθερία τους από ξένα χέρια. Ξέρουν, όμως, ότι όπως και η πρόσφατη Ιστορία, που εξελίσσεται στην περιοχή μας, διδάσκει, ουδείς είναι τόσο μεγάλος για να αδιαφορεί, για πάντα, έναντι των μικρών. Και όλοι, όσο μικροί και ασήμαντοι και αν είναι, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες συγκυρίες, που μπορούν, ενδεχομένως, να τους καταστήσουν καταλύτες σε κρίσιμες στιγμές. Όπως ορθά επισημαίνει, ήδη από την αρχαιότητα, ο Θουκυδίδης, οι πόλεμοι, συνήθως, δεν εξελίσσονται όπως ήταν η πρόβλεψη των εμπνευστών τους. Απρόοπτοι και αστάθμητοι παράγοντες αναδεικνύουν αδυναμίες, για τους μεγάλους, και ευκαιρίες για τους μικρούς. Στο χέρι μας είναι, λοιπόν, να μεταβάλουμε την κατάσταση. Φτάνει να εργαστούμε μ’όλη τη δύναμη της ψυχής μας και να αξιοποιήσουμε όλα τα δεδομένα, όπως διαγράφονται σήμερα, προς τον σκοπό αυτό. Να πιστέψουμε ότι τα εθνικά μας δίκαια δεν παραγράφονται, όσος χρόνος κι αν περάσει.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε την επιβαλλόμενη σύνεση στις κινήσεις και στις προσπάθειες μας, άλλο τόσο θα πρέπει να αγνοήσουμε τις φωνές των λεγόμενων ρεαλιστών για «αμετακίνητα τετελεσμένα», και οι οποίοι θεωρούν ως «εθνική αυτοκτονία» κάθε αντίσταση στα σχέδια του κατακτητή. Η εθνική αντίσταση δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι εθνική αυτοκτονία. Αντίθετα θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της ζωής μας.

Οφείλουμε οι Πανέλληνες, από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο να συνειδητοποιήσουμε ότι κοινοί είναι οι εθνικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε. Κι ότι στην Κύπρο, δοκιμάζεται η αντοχή του Έθνους. Τυχόν   κατάρρευση του Κυπριακού μετώπου θα έχει τραγικά συνεπακόλουθα και για τα άλλα ελληνικά τμήματα. Θα πρέπει, ως Έθνος, να απαιτήσουμε τα αυτονόητα και για την Κύπρο. 

 Αν όλοι οι Ευρωπαίοι δικαιούνται να έχουν ελεύθερη διακίνηση, ελεύθερη εγκατάσταση και ελεύθερη απόκτηση περιουσίας σε όλη την Ευρώπη γιατί εμείς πρέπει να στερούμαστε αυτών των δικαιωμάτων μας; Και αν για όλους  παντού ισχύει «ένας άνθρωπος μία ψήφος» γιατί εμείς να μην έχουμε αυτό το δικαίωμα; Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιταθούν σ’ένα τέτοιο αίτημά μας;  Αφού, όμως, εμείς συμβιβαζόμαστε με όλο και λιγότερα, ποιος ο λόγος να μεριμνούν εκείνοι; Τους παρέχουμε το τέλειο άλλοθι για να αδρανούν. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απαλλαγούμε από τις διαπραγματεύσεις που  επιδιώκουν λύση Τουρκικών προδιαγραφών και να διεκδικήσουμε ανυποχώρητα την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για την Κύπρο. 

  Κάθε φορά που «ωδίνες θανάτου και κίνδυνοι Άδου» περιεκύκλωναν τον Ελληνισμό, αυτός σωζόταν με τη βοήθεια δυο παραγόντων: α) Ενός λείμματος, έστω και μικρού, που έμενε σταθερό στις αξίες και τις παραδόσεις του έθνους και γινόταν η ζύμη για να ζυμωθεί 

«όλον το φύραμα»( και εμείς, δόξα τω Θεώ, είμαστε πολλοί)  και β) Του Θεού που ερχόταν πάντα βοηθός στις δικές μας προσπάθειες.

Και οι δύο αυτοί παράγοντες υφίστανται και σήμερα. Ας τους χρησιμοποιήσουμε για τη σωτηρία του τόπου και των παιδιών μας.  



Ομιλία κατά τη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό Αλεξανδρουπόλεως

Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου

14.5.2024

Σε καιρούς που, κατά γενική ομολογία, το εθνικό αισθητήριο έχει αμβλυνθεί, σήμερα που η οικονομική αλλά και η κοινωνική κρίση, ωθούν πολλούς και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, σε αναθεώρηση της κλίμακας των αξιών, δίνοντας προτεραιότητα σε υλικές και υποτιμώντας τις πνευματικές και τις εθνικές αξίες, τώρα που οι ήρωες παραγνωρίζονται και άλλα πρότυπα προβάλλονται στη ζωή, είναι παρήγορο και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι εσείς εδώ, οι κάτοικοι της ακριτικής Θράκης, εξακολουθείτε να σκέφτεστε ελληνικά και εθνικά. Να ακούτε φωνές από το παρελθόν, να ενωτίζεστε τους ευκλεείς προγόνους σας, να δονείστε από τα ίδια ιδανικά που και εκείνοι είχαν εγκολπωθεί, να προσπαθείτε να τους προβάλετε ως πρότυπα ζωής και στη σημερινή γενιά. 

Ευχαριστώ θερμά όλους εσάς, τους κατοίκους της ηρωικής Αλεξανδρούπολης, που σε πείσμα της αντιηρωικής εποχής μας  πανηγυρίζετε με εθνική υπερηφάνεια τα Ελευθέρια της πόλης σας και κλίνετε ευλαβικά το γόνυ της ψυχής μπροστά στις θυσίες των προγόνων σας που κράτησαν για αιώνες την εθνική αυτοσυνειδησία ζωντανή και χάρισαν στους απογόνους τους, σ’ εσάς, την εθνική ελευθερία. Σας ευχαριστώ, που καλέσατε κι εμένα από την Κύπρο για τη σημερινή επέτειο. 

Ερχόμενος από το νοτιοανατολικότερο αλύτρωτο ελληνικό μέρος, νιώθω να με κατακλύζουν ανάμικτα αισθήματα. Θέλω να «πετάσω τας όψεις ομού και τας αισθήσεις»  προς τον ουρανό, κατά την υμνολογία μας. Να νιώσω μέχρι και το τελευταίο κύτταρο της ύπαρξής μου τη χαρά σας. Θέλω να αφεθώ στην ονειροπόληση. Γιατί, δεν σας το κρύβω, πολλές φορές, αφήνοντας πίσω την τραγική πραγματικότητα, προγραμματίζομαι για την ημέρα της απελευθέρωσης. Ίσως είναι τούτο και ψυχολογική αναγκαιότητα. Θα πρέπει να κρατηθούμε μέχρι την ευλογημένη εκείνη ώρα. Ή να μπορέσουμε να μεταδώσουμε την ελπίδα και τον πόθο αυτό στην επόμενη γενιά. Νιώθω να πορεύομαι στα κοιμητήρια· να παίρνω το μήνυμα σε γενεές πολλές που πέθαναν με αυτή την προσδοκία. Να πηγαίνω στις συλημένες εκκλησίες μας, στα ερειπωμένα χωριά και στις πόλεις μας, στα βουνά και στους λόγγους μας  και να αναγγέλλω ότι « θρήνου ο καιρός πέπαυται μη κλαίετε». Γρήγορα, όμως, προσγειώνομαι από τη θλιβερή πραγματικότητα. Την πατρίδα μου «κυκλούσι κύνες πολλοί». Νιώθω ότι «μακρά αφ’ ημών η οδός» ακόμα. Γι’ αυτό και συμμετέχοντας, μαζί με όλους τους συμπατριώτες μου, στη δική σας χαρά, προσεύχομαι να μας αξιώσει ο Θεός «πριν εις γην επιστρέψαι», να δούμε αυτή την ημέρα. 

Στην όλη ιστορία του Χριστιανισμού η έννοια της πατρίδος, όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά και ευλογείται και καθαγιάζεται από την Εκκλησία. Ο Απ.Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο διδάσκει ότι η ύπαρξη εθνών και επίγειων πατρίδων ανάγεται στον Θεό: «Εποίησεν (ο Θεός) εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών»(Πρ.17,26). Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος, δεν απαρνείται την αγάπη προς την πατρίδα του. Έτσι, «έκλαυσεν επί την Ιερουσαλήμ» προβλέποντας την καταστροφή της. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι «ουδέν πατρίδος γλυκύτερον».

Και η Εκκλησία επαινεί τον υγιή πατριωτισμό και εύχεται όπως ο Θεός ευλογεί τους άρχοντας, «νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων» και όπως διαφυλάσσει τας Χριστιανικάς πόλεις «εκ βαρβαρικής αλώσεως» και «εκ παντοίων κινδύνων». Στη Θεία Λειτουργία του Μ.Βασιλείου προσευχόμαστε όπως ο Θεός «επισκιάζει επί την κεφαλήν αυτών( των πιστών βασιλέων, ή αρχόντων) εν ημέρα πολέμου….και υποτάσσει αυτοίς πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα».

Έντονα διαποτισμένη με θρησκευτικό χαρακτήρα, λοιπόν, η έννοια της πατρίδος. Και κατοχυρωμένη η συμμετοχή της Εκκλησίας στους αγώνες του έθνους για υπεράσπιση, ή απελευθέρωσή της, στην επιβίωση του Ελληνισμού σ’αυτήν.

Δεν ήταν ούτε και είναι ανεξήγητη αυτή η στάση της Εκκλησίας και των φορέων της. Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας, με την οποία εξηγείται και η αγάπη προς την πατρίδα, είναι πως ο Χριστός με την εναθρώπησή του «ανέλαβε» τον όλον άνθρωπο και τις όλες ανάγκες του. Έτσι τον βλέπουμε να μεριμνά και για την υλική τροφή των ανθρώπων, πολλαπλασιάζοντας τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια στην έρημο, να θεραπεύει τις ποικίλες αρρώστιες του λαού και να αποδίδει δικαιοσύνην όπου αυτή παραβιαζόταν. Κατά παρόμοιο τρόπο κάθε κληρικός αναδεικνύεται ηγέτης της κοινότητος, ή ενορίας του, φροντίζοντας για τις υλικές, τις κοινωνικές και τις άλλες ανάγκες του λαού. Παρατηρείται δηλ. μια συμπόρευση και συνύφανση του βίου των πιστών με την Εκκλησία.

Σε λαούς που δεν γνώρισαν εθνικούς κινδύνους, ή υποδούλωση σε ξένα έθνη, αυτή η συμπόρευση αναφέρεται κυρίως στον κοινωνικό, τον ηθικό-παιδευτικό και παρόμοιους τομείς. Για τον λαό μας, τον Κυπριακό Ελληνισμό αλλά και όλο τον Ελληνισμό, όμως, που ζει αγωνιζόμενος αδιάκοπα για τη διατήρηση ή την ανάκτηση της εθνικής ελευθερίας του, ήταν φυσικό αυτή η συμπόρευση να επεκταθεί και στον εθνικό τομέα. Ιεραρχώντας μάλιστα τις προτεραιότητες, και με δεδομένη την κλίμακα των αξιών στον Ελληνισμό, αυτή η συμπόρευση γινόταν κυρίως στον εθνικό τομέα.

Σε καιρούς δύσκολους, όταν το Έθνος υπέκυπτε σε άλλους λαούς και η κρατική του υπόσταση χανόταν, η Εκκλησία ως ο μόνος οργανωμένος θεσμός αναλάμβανε την διάσωση αλλά και την εκπροσώπηση του Έθνους. Και όταν ακόμα η εκδίκηση των τυράννων ερχόταν αμείλικτη, η εθναρχούσα Εκκλησία δρούσε ως αλεξικέραυνο. Δεχόταν εκείνη τους κεραυνούς, πρόσφερε τους προκαθημένους και τους αρχιερείς της ως «αγνά και άμωμα ιερεία» στον βωμό της πατρίδος αλλά προστάτευε τον λαό. Ήταν και είναι από αυτή την άποψη ανεκτίμητη η προσφορά της.

Έχοντας υπόψη την αρμονική αυτή ένταξη της έννοιας της πατρίδος στον Χριστιανισμό και κατανοώντας ιστορικά ότι εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια οι έννοιες του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού είναι αδιαχώριστες και βιώνοντας το ενιαίο του Ελληνικού χώρου, συμμετέχουμε με ιδιαίτερη χαρά στις σημερινές εορταστικές εκδηλώσεις για τα ελευθέρια της Αλεξανδρούπολης. Διάπυρος αναπέμπεται η ευχή μας προς τον Θεόν: «διά παντός ελευθέραν την πόλιν ταύτην διαφύλαξον». Μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα εγκυκλίου του μακαριστού προκατόχου μου Κυρίλλου του Γ΄, για την απελευθέρωση (την πρόσκαιρη, δυστυχώς) της Σμύρνης. Έλεγεν ο αοίδιμος: «…Τέκνον της αυτής Ελληνικής Μητρός, ο Κυπριακός λαός, εκδηλώσας εν τη εξελίξει τρισχιλιετούς ιστορίας την ομογένειαν και ομοφυλίαν μετά των λοιπών αδελφών αυτού, δεν θα θελήση να μείνη έξω της μεγάλης ταύτης εθνικής πανηγύρεως… Ο Κυπριακός λαός συνεθλίβη και συνέκλαυσε μετά του όλου Γένους εις στιγμάς μεγάλων δοκιμασιών, συνεχάρη δε και συνεώρτασεν εις στιγμάς χαρμοσύνων πανηγύρεων. Και τώρα δεν θα μείνη έξω της μεγάλης εορτής, διότι ξένοι ακόμη δεσπόζουν των τυχών αυτού…».

Θα ήθελα, εν τούτοις, συμμετέχοντας στη χαρά σας και θεωρώντας ότι η Κύπρος, το Αιγαίο και η Θράκη αποτελούν το σημερινό Τουρκικό επεκτατικό δόγμα με θεωρίες και πρακτικές για «Γαλάζια πατρίδα» και «Στρατηγικό βάθος», να πάρω λίγο από τον χρόνο σας προκειμένου να  σας διαφωτίσω και για τη σημερινή θέση του εθνικού προβλήματος της Κύπρου. 

Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, της κατάκτησης του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και του εκτοπισμού του 1/3 του πληθυσμού των Ελληνοκυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες. Σ’ αυτό το διάστημα η κατοχική δύναμη κουβάλησε εκατοντάδες χιλιάδες εποίκους από την Ανατολία και έχει επιδοθεί σ’ έναν αγώνα εξαφάνισης των ελληνικών και χριστιανικών ιχνών από την κατεχόμενη γη μας. Κάτω από την πίεση της δυστυχίας των προσφύγων και της τύχης των αγνοουμένων της εισβολής, δεχτήκαμε να συνομιλήσουμε για εξεύρεση όχι μιας δίκαιης, αλλά μιας υποφερτά λειτουργικής λύσης του προβλήματος, που να εξασφαλίζει την παραμονή των Ελλήνων στη γη των πατέρων μας, όπου ζούμε εδώ και 35 αιώνες. Κάθε υποχώρησή μας, όμως, είχε ως συνέπεια την προβολή άλλης μεγαλύτερης τουρκικής αξίωσης. Κι η Τουρκία δεν αποκρύβει σήμερα τον τελικό στόχο της που είναι η κατάκτηση και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. 

Μπορεί οι συγκυρίες να τους επιβάλλουν κάποιους ελιγμούς, μπορεί να αποκρύβουν από τον διεθνή παράγοντα τις στοχεύσεις τους, όμως ο τελικός στόχος μένει αμετακίνητος: Ανάκτηση της Κύπρου, δηλ. κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι εκείνο που αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ελλάδα σε κίνδυνο», ο Περικλής Νεάρχου, πρέσβης της Κύπρου στο Παρίσι επί προεδρίας Τάσου Παπαδόπουλου.

Γράφει, λοιπόν, ο Περικλής Νεάρχου πως λίγους μήνες μετά την Τουρκική εισβολή, την άνοιξη του 1975, αντιπροσωπεία επιφανών Τουρκοκυπρίων επεσκέφθη τον πρωθυπουργό της εισβολής Ετζεβίτ, και του ζήτησε να ανακηρύξει επισήμως τη διχοτόμηση, όπως ήταν ο Τουρκικός στόχος μέχρι τότε. Ο Ετζεβίτ τους απάντησε ότι μετά την εισβολή, που είχε κάνει πράξη τη διχοτόμηση, δεν συνέφερε πλέον στην Τουρκική πλευρά η διχοτόμηση. Τους είπε ότι μια λύση χωριστού κράτους και συνομοσπονδίας, υπό την εγγύηση της Τουρκίας, θα εξασφάλιζε καλύτερα τα Τουρκικά συμφέροντα, εφόσον η Τουρκική πλευρά θα είχε «ίσο» λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και ταυτόχρονα θα επιτυγχανόταν γεωπολιτική έξωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο. Συμπλήρωνε επί πλέον: «Μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτή την προοπτική για τον έλεγχο στο μέλλον ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία».

Ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής, στο βιβλίο του «Η άλλη πλευρά» σημειώνει: «… Η στοχοθεσία της Τουρκίας προχωρεί πολύ πέραν της διχοτόμησης. Περιλαμβάνει το σύνολο της Κύπρου…»

Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στην «Ελευθεροτυπία» Αθηνών στις 11 Σεπτεμβρίου 1976, ότι η διχοτόμηση είναι γι’αυτούς καθαρή παραφροσύνη, γιατί θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Κεντρικής και Ανατολικής Μ. Ασίας. 

Από την άλλη, είναι γνωστό πως και ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Αχμέτ Νταβούτογλου ξεκάθαρα είπε, και το αναλύει στο βιβλίο του, πως και ένας Τούρκος να μην υπήρχε στην Κύπρο, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τη νήσο θα ήταν δεδομένο.

Το πόσο εμείς υπνώττουμε, ή εθελοτυφλούμε, ενώ τα σχέδια της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα, ακόμα και για τους ξένους, φαίνεται από το εξής περιστατικό, που όσες φορές κι αν το αφηγηθώ, ανατριχιάζω στην αφήγησή του: Ο προηγούμενος Πατριάρχης Αντιοχείας, ο μ. Ιγνάτιος, λόγω των πολλών δυσκολιών που αντιμετώπιζε το ποίμνιό του στη Συρία, πριν ακόμα ξεσπάσει εκεί η σημερινή κρίση, σκεφτόταν ότι κάποτε θα αναγκαζόταν να φύγει από τη Δαμασκό, έδρα του Πατριαρχείου κατά τα τελευταία χρόνια. Έλεγε, λοιπόν, πριν από 25 περίπου χρόνια, στον τότε Μητροπολίτη Πάφου, και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο τον Β΄, παρόντος και εμού,  ότι  σκέψη του, παλαιότερα, ήταν να μεταφέρει την έδρα του στην Κύπρο. Τώρα, όμως, έλεγε, φοβούμαι ότι θα σας διώξουν πριν από μας. Εκείνος έβλεπε από τότε, πριν 25 χρόνια, και τους σχεδιασμούς και την πολιτική των Τούρκων. Εμείς εξακολουθούμε να υπνώττουμε. 

Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, όπως ανέφερα και εψές, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.

Γνωστοί και θανάσιμοι οι σχεδιασμοί των Τούρκων. Θα οδηγηθούμε, όμως, στην απόγνωση; Θα σταθούμε σε ρυθμούς «ευσυμπάθητου θρήνου…στενάζοντες οδυνηρώς εκ βάθους ψυχής..» να κλαίμε απλώς τη μοίρα μας; Θα παρακολουθήσουμε παθητικά την έκβαση των πραγμάτων; Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. 

Πώς θα πρέπει, λοιπόν, να δράσουμε ;

Θα πρέπει πρώτα οι ηγεσίες Κύπρου και Ελλάδας να συνειδητοποιήσουν ότι το κυπριακό είναι πρόβλημα πανεθνικό. Ειδικά, η Ελληνική ηγεσία οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό ως ζωτικό εθνικό θέμα, όχι απλώς με την έννοια της συμπαράστασης ή συμπαράταξης προς τους «αδελφούς Κυπρίους», όπως συνηθίζει να λέει, αλλά και με την έννοια ότι το Κυπριακό αφορά ευθέως την ασφάλεια του ελληνικού χώρου. Το Κυπριακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο πρώτα με το θέμα των νησιών του Αιγαίου και ύστερα με τις βλέψεις της Τουρκίας στη Θράκη. Η ασφάλεια της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια της Ελλάδας και αντίστροφα.

Οι τουρκικές απειλές, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο, έχουν παλιά ιστορία και δεν είναι ένα πρόσφατο ξέσπασμα ενός νοσηρού μεγαλοϊδεατισμού του Ερντογάν. Ο Γκιουνές, που ήταν ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κατά την εισβολή, δήλωσε απερίφραστα: « Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη, όπως το δεξί χέρι μιας χώρας που νοιάζεται για την άμυνα της ή για τους επεκτατικούς της στόχους, αν έχει…». Αναφορικά με τα νησιά του Αιγαίου, η Τουρκία έχει θέσει στόχο της την αναθεώρηση του καθεστώτος τους, από το 1973. Η Τουρκία ούτε αποκρύπτει ούτε συγκαλύπττει την επιδίωξη της αυτή. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργούτ Οζάλ, που εθεωρείτο μάλιστα μετριοπαθής, δήλωνε το 1986 ότι «η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε πού θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λωζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ… Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη». Αρκετά αποκαλυπτικός  είναι και ο Αχμέτ Νταβότουγλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας»: «Μια Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο κι έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ 267). Μα και η δράση του Τουρκικού προξενείου στη Θράκη δεν αφήνει αμφιβολίες και για τις βλέψεις της Τουρκίας στην περιοχή αυτή. Τα ξέρετε και τα ζείτε, καλύτερα απ’ όλους, εσείς. 

Θα πρέπει να συναισθανθούμε και να πιστέψουμε στις δυνάμεις μας. Είμαστε, Ελλάδα και Κύπρος, δυο κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συντονιζόμενοι μπορούμε να πετύχουμε πολλά. Έχουμε ένα τεράστιο τμήμα του Ελληνισμού σκορπισμένο σ’όλη την υφήλιο, το οποίο μπορεί να οργανωθεί και να προωθήσει τα εθνικά μας δίκαια. Η γεωγραφική μας  θέση δεν είναι κατώτερη, από γεωστρατηγικής πλευράς, από τη θέση της Τουρκίας. Μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε στο έπακρο για προστασία των εθνικών μας συμφερόντων.

Κάθε φορά που μιλώ στην Ελλάδα, σε ελληνικό ακροατήριο, εκφράζω και τις πολλές ευχαριστίες του Κυπριακού λαού για την αγάπη και τη συνεχή στήριξη του Ελληνικού λαού στους διαχρονικούς αγώνες του. Το ίδιο και στην Εκκλησία της Ελλάδος, όλες τις Μητροπόλεις και τις Ιερές Μονές. Δεν μπορώ, δυστυχώς, να πω το ίδιο και για τις Ελληνικές κυβερνήσεις. Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν για μας  στάση εγκατάλειψης, αδιαφορίας, απόρριψης. Ζήσαμε τη θλίψη αυτή- κι εμείς και οι πατέρες μας- όταν κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα εγκαταλειφθήκαμε από την κυβέρνηση της μητέρας πατρίδας μας και εξαναγκαστήκαμε να δεχθούμε τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου, που είναι αιτία και για τα σημερινά μας δεινά. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας  με ιταμό ύφος, προειδοποιούσε τον Μακάριο, πως αν δεν υπόγραφε εκείνες τις συμφωνίες θα’ πρεπε  να βρει τρόπο να σώσει τον λαό του. Σαν να’ταν ξένος λαός και όχι και δικός του λαός. Σαν να και πολεμούσαμε να ενωθούμε με την Κένυα ή την Τανζανία. 

Ζήσαμε αναβαθμισμένη τη θλίψη και το 1974, όταν η Χούντα των Αθηνών, διενεργώντας το πραξικόπημα, μας παρέδιδε στα χέρια της Τουρκίας· κι όταν, εν μέσω της τουρκικής εισβολής,  μας διαμηνυόταν ότι είμαστε μακριά και δεν θα’  πρεπε να περιμέναμε βοήθεια. Και σήμερα προγευόμαστε μιαν τρίτη, χειρότερη συμφορά. Η πρόσφατη αποδοχή της αίτησης του Κοσσόβου από το Συμβούλιο της Ευρώπης, που έγινε με Ελληνική μάλιστα εισήγηση, παρά τη διαφωνία και τις έντονες αντιρρήσεις της Κύπρου, ανοίγει ανάλογες προοπτικές για την αποσχιστική οντότητα  των Τουρκοκυπρίων. Και οι επιβεβαιωμένες στην πράξη φημολογίες ότι η Ελλάδα πίστεψε στις διαβεβαιώσεις της Τουρκίας περί «καλής γειτονίας» και εξαιρεί το Κυπριακό από τις συζητήσεις για τα άλλα θέματα μαζί της, μας δημιουργεί και πάλιν έντονες ανησυχίες. 

Μιλώ με αυτόν τον τρόπο και με κάθε ειλικρίνεια, εκ μέρους όλων των Κυπρίων, έχοντας απαιτήσεις, γιατί δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας ξένους. Δεν απευθυνόμαστε προς φίλους, ή συμμάχους, ή μακρινούς συγγενείς. Αν αυτή ήταν η σχέση μας θα παρακαλούσαμε με συστολή και λεπτότητα . Είμαστε Έλληνες, όμως, που μετρούμε στον τόπο μας τόσα χρόνια ελληνικής παρουσίας όσα και οι Αθηναίοι στην Αττική, οι Σπαρτιάτες στην Πελοπόννησο και σεις στη Θράκη. Κι έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε έντονα. Γιατί πρόκειται για κοινούς κινδύνους. Τονίζω και σήμερα, όπως κάθε φορά που βρίσκομαι στον Ελλαδικό χώρο, ότι τα αιτήματά μας δεν αναφέρονται σε οικονομική στήριξη, όπως κάνουν οι Έλληνες της διασποράς, για να κρατήσουμε τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά μας. 

Αυτά τα κρατήσαμε με θυσίες και ποταμούς αιμάτων, μέσα στους αιώνες, αντιμετωπίζοντας ποικίλους  κατακτητές. Ζητούμε την από κοινού αντιμετώπιση των κινδύνων για να κρατηθούμε στις ρίζες μας, να κρατήσουμε τον τόπο μας Ελληνικό. Γιατί, αλλοίμονο! Αν πέσει η Κύπρος θα αρχίσει η αποδόμηση της Ελλάδος. Θα έλθει η σειρά της Θράκης, του Αιγαίου, της Μακεδονίας.

Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν βρισκόμαστε στο παραπέντε  ή στο παραένα. Το φάσμα της καταστροφής πλανάται παντού. 

Οι καιροί είναι κρίσιμοι,

η πατρίδα σε κίνδυνο,

το χρέος δικό μας.

 

Exit mobile version