“Το παιχνίδι του καλαμαριού”(Squid Game): προσχεδίασμα του μέλλοντος του πλανήτη;
Το γεγονός ότι η νοτιοκορεάτικη σειρά “Το παιχνίδι του καλαμαριού” (Squid Game) που σαρώνει στο Netflix, στην οποία εκατοντάδες άνθρωποι καταχρεωμένοι ή πάμπτωχοι, απόβλητοι χωρίς μέλλον, διαγωνίζονται με αλλόκοτα παιδικά “παιχνίδια” με έπαθλο εκατομμύρια δολάρια αλλά με ρίσκο να θανατωθούν με βάναυσο τρόπο, όπως τελικά συμβαίνει με τους χαμένους, έχει προέλευση την Νότια Κορέα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Έχουμε δει εξαιρετικές νοτιοκορεάτικες ταινίες αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ κάποια που να μην εστιάζεται στην υπέρμετρη βία (Το παιχνίδι με τη φωτιά – burning, Τα παράσιτα, Pieta, κοκ).
Γιατί όμως από τη Νότια Κορέα; Μας το εξηγεί ο Franco Berardi, ιταλός κοινωνιολόγος: «Στο τέλος του 20ου αιώνα, ύστερα από δεκαετίες πολέμων, ταπεινώσεων, λιμού και φρικτών βομβαρδισμών, τόσο το φυσικό όσο και το ανθρωπολογικό τοπίο αυτής της χώρας μετατράπηκε σε ένα είδος κατεστραμμένης αφαίρεσης. Η ανθρώπινη ζωή και η πόλη υποτάχτηκαν πειθήνια στον μετασχηματισμό τον οποίο επέφερε η υψηλότερη μορφή σύγχρονου μηδενισμού. Η Νότια Κορέα είναι το επίπεδο μηδέν του κόσμου, προσχεδίασμα του μέλλοντος του πλανήτη….
Μετά την αποικιοκρατία και τους πολέμους, μετά τη δικτατορία και τον λιμό, ο νους του Νοτιοκορεάτη, απελευθερωμένος από το φορτίο του φυσικού σώματος, μπήκε εύκολα στην ψηφιακή σφαίρα έχοντας επίπεδο πολιτισμικής αντίστασης χαμηλότερο από εκείνο όλων σχεδόν των πληθυσμών στον κόσμο. Κατά τη γνώμη μου, συνεχίζει o Berardi, αυτός είναι ο λόγος για την απίστευτη οικονομική αποδοτικότητα που επέδειξε αυτή η χώρα τα χρόνια της ηλεκτρονικής επανάστασης. Στην κενή πολιτισμική σφαίρα ο ατομικισμός σε ακραίο βαθμό χαρακτηρίζει την κορεάτικη εμπειρία, η οποία οδηγεί ταυτοχρόνως στην τελική καλωδίωση του συλλογικού νου. Αυτές οι μοναχικές μονάδες περπατούν στο χώρο της πόλης σε συνεχή τρυφερή αλληλεπίδραση με τις εικόνες, τα tweets, τα παιχνίδια στη μικρή οθόνη τους, εντελώς απομονωμένες μεταξύ τους και πλήρως καλωδιωμένες στην ομαλή διασύνδεση της ροής.
Η Νότια Κορέα έχει το υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών στον κόσμο. Η αυτοκτονία είναι η συνηθέστερη αιτία θανάτου για άτομα κάτω των 40 ετών. Είναι ενδιαφέρον ότι την τελευταία δεκαετία στη Νότια Κορέα οι αυτοκτονίες διπλασιάστηκαν…Στη διάρκεια δύο γενεών η κατάσταση βελτιώθηκε αναμφισβήτητα από την άποψη των εισοδημάτων, της διατροφής… αλλά το τίμημα αυτής της βελτίωσης ήταν η ερημοποίηση της καθημερινής ζωής και η επισφαλής απασχόληση, που σημαίνει επίσης αχαλίνωτο ανταγωνισμό…
Όμως η σημερινή αποξένωση είναι μια κόλαση άλλου είδους. Η εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας, η ερήμωση του τοπίου και η εικονική συναισθηματική ζωή συνδυάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν τόση μεγάλη μοναξιά και απόγνωση που είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να αρνηθούν αυτή την κατάσταση και να αντιταχθούν…Η απομόνωση, ο ανταγωνισμός, η απουσία νοήματος, οι καταναγκαστικές εμμονές και η αποτυχία οδηγούν κάθε χρόνο 28 άτομα ανά 100.000 (14.000 στο σύνολο του πληθυσμού) να καταφέρνουν να αποδράσουν επιτυχώς από αυτή την κατάσταση και πολύ περισσότερα άτομα να το επιχειρούν ανεπιτυχώς…».
Τί μπορεί να σημαίνει η εισβολή και η ενθουσιώδης υποδοχή και αποδοχή της νοτιοκορεάτικης κουλτούρας στη Δύση, είτε αφορά τη μουσική, είτε τη μεγάλη οθόνη με τους κορεάτες κινηματογραφιστές να εμφανίζονται εδώ και χρόνια και να κερδίζουν βραβεία και να καθιερώνονται και τώρα την τηλεόραση με “το παιχνίδι του καλαμαριού” που όπως ομολογεί η Netflix είναι η πιο πετυχημένη σειρά στην ιστορία της; Σημαίνει ότι η Δύση μετά το 1989, στις συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού, συναντά και ενσωματώνει βαθμιαία τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Κορέας. Διότι στις συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού, η βεβαιότητα των συλλογικοτήτων και η αλληλεγγύη έχουν χαθεί και ο εργαζόμενος, με την αβεβαιότητα στην εργασία προκειμένου να διασφαλίσει την οικονομική του επιβίωση στα πλαίσια του ανταγωνισμού, αναδεικνύει τα πλέον αρνητικά χαρακτηριστικά του. Ο Κεν Λόουτς στον διάλογό του με τον Εντουάρ Λουί τονίζει «πως όταν συμμετέχει κανείς σε μια συλλογικότητα, σε μια κοινότητα, σε οποιαδήποτε οργάνωση μετέχουν πολλοί άνθρωποι, έρχεται στην επιφάνεια ο καλύτερος εαυτός του». Όμως όλα αυτά έχουν πλέον χαθεί, με την τηλεργασία η απομόνωση εντείνεται και ο καθένας πλέον θα είναι εντελώς μόνος να αντιπαλέψει όλους τους άλλους, αδύναμος να αναστρέψει την κατάσταση. Γιαυτό σε αυτές τις συνθήκες επιβίωσης προβάλλονται τα πλέον πρωτόγονα ένστικτά μας. Όπως σημειώνει ο Ένζο Τραβέρσο, «Αυτό οφείλεται στο ανθρωπολογικό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, που διαπλάθει τους τρόπους της σκέψης μας και τις συμπεριφορές μας, επιβάλλοντας την ιδεολογία της αγοράς ως πολιτική θρησκεία του καιρού μας. Αυτή η νέα πολιτική θρησκεία βάζει το άτομο στο κέντρο των πάντων και του επιβάλλει να οργανώσει τη ζωή του σαν επιχειρηματική δραστηριότητα, φέρνοντάς το σε ανταγωνισμό με όλους τους άλλους. Αυτή η πολιτική θρησκεία αξιώνει μια απόλυτη “ελευθερία” του ατόμου, που στην πραγματικότητα είναι μια μορφή υποταγής και αλλοτρίωσης», ένας άκρατος ανταγωνισμός, και όντας πλέον ο καθένας ανυπεράσπιστος από συλλογική προστασία πρέπει μόνος να συγκρουστεί μέχρις εσχάτων για να επιβιώσει.
Η νέα πολιτική θρησκεία είναι ένας αλλοτριωτικός καταναλωτισμός, ξένος προς την ικανοποίηση ανθρωπίνων ελλείψεων και αναγκών. Στη νοτιοκορεάτικη ταινία του Κιμ Κι Ντουκ “Το δίχτυ”, η βάρκα ενός Βορειοκορεάτη ψαρά παρασύρεται στα νερά της Νότιας Κορέας και ο ίδιος συλλαμβάνεται ως πιθανός κατάσκοπος. Αφήνεται ελεύθερος στη Σεούλ προκειμένου να διαπιστωθούν τυχόν διασυνδέσεις του και περιφερόμενος, χαμένος μέσα στην πόλη, γνωρίζει μια νέα γυναίκα που του εξομολογείται ότι κάνει το αρχαιότερο επάγγελμα για να επιβιώσει το παιδί της και η ίδια. Σαστισμένος από τον όγκο των αγαθών που είναι πεταμένα ως άχρηστα στα σκουπίδια εκρήγνυται: «Με τόσα αγαθά που περισσεύουν πεταμένα στα σκουπίδια, γιατί πρέπει να πουλάς το κορμί σου για να ζήσεις;”