Βασίλης Νέδος – www.kathimerini.gr

Οι συζητήσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και το Κογκρέσο για την πιθανότητα προώθησης κάποιων ακόμα βλημάτων αέρος-αέρος, ραντάρ και συστημάτων υποστήριξης των υφιστάμενων μαχητικών F-16 της τουρκικής αεροπορίας, όπως αποκαλύφθηκαν χθες από τη Wall Street Journal, φέρνουν ξανά στην επιφάνεια το μπρα ντε φερ που υφίσταται στις ΗΠΑ ανάμεσα στη διοίκηση και τα νομοθετικά σώματα, σχετικά με το αν η Τουρκία πρέπει να ενισχυθεί με αμερικανικά όπλα, ενώ τελεί υπό καθεστώς κυρώσεων διότι προμηθεύτηκε ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η κυβέρνηση Μπάιντεν βολιδοσκοπεί το Κογκρέσο για την πώληση πυραύλων αέρος-αέρος Amraam και Sidewinder, αλλά και ραντάρ αξίας 400 εκατ. δολαρίων, δηλαδή στοιχείων τα οποία είναι απαραίτητα για την υποστήριξη υφισταμένων F-16 της τουρκικής αεροπορίας. Η συζήτηση αυτή έρχεται περίπου δύο μήνες μετά την επιστολή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο (17 Μαρτίου), η οποία υποστήριζε το τουρκικό αίτημα για την πώληση νέων και την αναβάθμιση παλαιών F-16, ως εναρμονισμένο με τα αμερικανικά συμφέροντα εθνικής ασφαλείας και την ανάγκη για ενότητα του ΝΑΤΟ, απαντώντας κατ’ αυτό τον τρόπο σε προηγούμενη διακομματική δήλωση γερουσιαστών κατά του ενδεχομένου ενεργοποίησης ενός τέτοιου συμβολαίου. Το επίσημο αίτημα της Αγκυρας είχε κατατεθεί τον Οκτώβριο και περιλαμβάνει την αγορά 40 νέων F-16 Block 70 (δηλαδή στη διαμόρφωση Viper, στην οποία αναβαθμίζονται και 83 ελληνικά) και την αναβάθμιση στην ίδια έκδοση 80 υφιστάμενων της τουρκικής αεροπορίας. Το κόστος αυτής της διαδικασίας υπολογίζεται σε περίπου 6 δισ. δολάρια και υπερκαλύπτει την οικονομική ζημία που η Αγκυρα υποστηρίζει ότι έχει υποστεί λόγω της έξωσης από το πρόγραμμα ανάπτυξης των αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35 της εταιρείας «Λόκχιντ Μαρτίν», συνεπεία της προμήθειας ρωσικών S-400 το 2017. Η ζημία αυτή υπολογίζεται στα περίπου 1,4 δισ. δολάρια και αποτελεί ένα από τα σταθερά επιχειρήματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην προσπάθειά του να προωθήσει την προμήθεια των F-16.

Σε γενικές γραμμές, στο Κογκρέσο είναι σεβαστή η σκληρή γραμμή του ισχυρού άνδρα και προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ, κατά της Τουρκίας, ως χώρας η οποία υπό την ηγεσία του κ. Ερντογάν παραβιάζει αρχές και λειτουργεί ως περιφερειακή απειλή. Η παρουσία του κ. Μενέντεζ στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων αποτελεί ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για την προώθηση του αιτήματος πώλησης F-16 στην Τουρκία, ωστόσο από δημόσιες δηλώσεις άλλων γερουσιαστών προκύπτει ότι η πίεση αυξάνεται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ανάγκη για καλύτερο συντονισμό και ενότητα στο ΝΑΤΟ έχει βελτιώσει τη θέση της Αγκυρας στην Ουάσιγκτον, τουλάχιστον με βάση όλα όσα προκύπτουν από την κινητοποίηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκειμένου να βελτιώσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, με αιτιολογίες τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας και τις πρόσφατες προσπάθειες να γεφυρώσει τις διαφορές με χώρες όπως το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Στην Αθήνα η συγκεκριμένη εξέλιξη προκαλεί κάποια νευρικότητα, μάλιστα σε μια καμπή στην οποία καταγγέλλει την έκρηξη των τουρκικών υπερπτήσεων. Θα φανεί αν το Σάββατο, στο περιθώριο της άτυπης συνόδου υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στο Βερολίνο, γίνει δυνατή κάποια συνομιλία των Νίκου Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος, μάλιστα, αναμένεται να βρεθεί στην Ουάσιγκτον λίγο μετά την επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ.

Το δημοσίευμα της Wall Street Journal σχολίασε ο ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωση Τύπου, στην οποία κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι λίγο πριν από την αναχώρησή του για την Ουάσιγκτον «ασκεί –εις βάρος των συμφερόντων του ελληνικού λαού– την πιο επικίνδυνη εξωτερική πολιτική της μεταπολίτευσης, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας».

Προηγούμενο άρθροΑΝΤΑΡΣΙΑ στην ΑΜΘ: Αντιπυρική περίοδος – (Αν)ετοιμότητα; που δεν συγχωρείται
Επόμενο άρθροDAMCO ENERGY: Εντός Ιουνίου – Ιουλίου η επενδυτική απόφαση για τον CCGT Αλεξανδρούπολης 840 MW – Αναθεωρήθηκε λόγω κρίσης το business plan