Δημιουργήθηκε μια εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ διατροφικών και ενεργειακών προϊόντων, αφού ακόμη και τα υφιστάμενα και θεωρούμενα ακριβά μισθώματα για κηπευτική γη (50-100 ευρώ/στρέμμα) δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα προσφερόμενα μισθώματα για φωτοβολταϊκά (250 ευρώ/στρέμμα)

του Βασίλη Τσολακίδη*

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση για τα φωτοβολταϊκά εγκατεστημένης ισχύος μικρότερης του 1 MW σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας, με μέγιστο όριο το 1% της συνολικής καλλιεργουμένης επιφάνειας των 32.000.000 στρεμμάτων, δηλαδή συνολικά 320.000 στρέμματα για περίπου 20.000 MWp φωτοβολταϊκά σε όλη τη χώρα (κατανεμημένα αναλογικά στις 74 περιφερειακές ενότητες).

Δηλαδή τελικά διατίθεται για φωτοβολταϊκά μια έκταση 320.000 στρεμμάτων, που αντιστοιχεί όχι σε 1% αλλά στο 2,7% της γης υψηλής παραγωγικότητας ή στο υπερβολικό 52% της συνολικής κηπευτικής γης (συνολική αρδευόμενη γη 12.000.000 στρέμματα, συνολική κηπευτική 630.000 στρέμματα, ΕΛ.ΣΤΑΤ. 2018).

Το ποσοστό εμφανίζεται ως ελάχιστο και προβάλλεται ως λύση που εξυπηρετεί την επίτευξη ενεργειακών κλιματικών στόχων της χώρας, αφού αυξάνει τις διαθέσιμες επιφάνειες για φωτοβολταϊκά και ταυτόχρονα περιορίζει το κόστος μίσθωσης ή αγοράς αγροτικής γης. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η αγροτική γη για γεωργικές καλλιέργειες έχει ιδιαίτερα χαμηλές αξίες, συγκεκριμένα μισθώματα 10-25 ευρώ ανά στρέμμα η γη χαμηλής παραγωγικότητας (κατά κανόνα μη αρδευόμενη γη), ενώ η γη υψηλής παραγωγικότητας 20-40 ευρώ ανά στρέμμα (κατά κανόνα αρδευόμενη γη) και η κηπευτική 50-100 ευρώ / στρέμμα.

Τα τελευταία χρόνια, η ισχυρή ζήτηση γης για φωτοβολταϊκά (αποκλειστικά γη χαμηλής παραγωγικότητας) πίεσε αυξητικά τα προσφερόμενα μισθώματα, που ξεπέρασαν σταδιακά ακόμα και τα 250 ευρώ / στρέμμα, αφού η γη υψηλής παραγωγικότητας ήταν ώς τώρα πλήρως απαγορευμένη για φωτοβολταϊκά. Ήδη όμως από την ανακοίνωση, πριν από λίγους μήνες, της κυβερνητικής πρόθεσης να διαθέσει 320.000 στρέμματα της γης υψηλής παραγωγικότητας για φωτοβολταϊκά, εμφανίστηκαν έντονες πληθωριστικές πιέσεις στα αντίστοιχα μισθώματα, που αναμένεται να επηρεάσουν με βεβαιότητα και το κόστος των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων.

Δημιουργήθηκε δηλαδή μια εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ διατροφικών και ενεργειακών προϊόντων, αφού ακόμη και τα υφιστάμενα και θεωρούμενα ακριβά μισθώματα για κηπευτική γη (50-100 ευρώ / στρέμμα) δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα προσφερόμενα μισθώματα για φωτοβολταϊκά (250 ευρώ / στρέμμα).

Η προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος αποτελεί καθήκον για την κοινωνία στο σύνολό της και απαιτεί συνεργατικές και πρακτικές προσπάθειες για την εξεύρεση υποδειγματικών λύσεων. Όμως τα φωτοβολταϊκά συστήματα σε εύφορα εδάφη συνιστούν ένα κακό παράδειγμα και όχι μόνο δεν υπηρετούν τον σκοπό των ανανεώσιμων πηγών αλλά, πολύ περισσότερο, αντιπαλεύουν την αναγκαία μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομία. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι υπάρχουν ανεξάντλητες ακαλλιέργητες μη εύφορες εκτάσεις κατάλληλες για φωτοβολταϊκά.

Πριν από όλα όμως, οφείλουμε κατά προτεραιότητα, ακόμη και με κίνητρα, να εξαντλήσουμε για φωτοβολταϊκά τις εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα πάσης φύσεως δομημένης και στεγασμένες επιφάνειας.

Βασίλης Τσολακίδης είναι βιοαρχιτέκτονας, πρώην πρόεδρος ΚΑΠΕ.

Προηγούμενο άρθροΟ χάρτης του κορωνοϊού στην Ελλάδα: 18 νέα κρούσματα στην Αλεξανδρούπολη
Επόμενο άρθροΜαζικά τεστ για κορονοϊό ζητάει το Σωματείο Ιδιωτικών Υπαλλήλων Αλεξανδρούπολης