Με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επαναλήφθηκαν όπως κάθε χρόνο οι τίτλοι αποδοκιμασίας του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας από τον ημερήσιο Τύπο: «Εισακτέος σε ΤΕΙ με βαθμολογία…1,5», «Εισάγονται με κάτω από 10 στο 25% των ΑΕΙ, ΤΕΙ» κ.α.π.. Αντίθετα, δεν προβλήθηκε όσο θάπρεπε το γεγονός ότι για να εισαχθεί ένας υποψήφιος στις Ιατρικές, στις στρατιωτικές, στις Πολυτεχνικές αλλά και τόσες άλλες σχολές, έπρεπε να συγκεντρώσει, σε κάποια επιστημονικά πεδία, ένα πολύ μεγάλο αριθμό μονάδων που σε πολλές περιπτώσεις άγγιζαν και ξεπερνούσαν τις 19000 μονάδες καθώς και το υψηλό επίπεδο μεγάλου ποσοστού των υποψηφίων, αποτέλεσμα πολυετούς προσπάθειας προκειμένου να επιτύχουν την εισαγωγή τους. Ούτε επισημάνθηκε ότι οι άριστοι παραμένουν και σπουδάζουν στη χώρα, ενώ στο εξωτερικό μεταβαίνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι αποτυχόντες οι οποίοι επιστρέφουν με τίτλους ισότιμους των αρίστων!. Αποσιωπήθηκε ότι στη χώρα μας οι άριστοι ισοπεδώνονται επαγγελματικά με τους αποφοίτους των κολεγίων, πάντα βέβαια στο όνομα των επιταγών της …Ευρωπαϊκής Ένωσης! Προς τι λοιπόν η αριστεία;

Ενώ λοιπόν το σύνολο σχεδόν του ημερήσιου Τύπου εστιάζεται στον βαθμό του τελευταίου εισαχθέντος υποψηφίου, παραβλέποντας ότι η ρύθμιση της βάσης αποτελεί θέμα απλής νομοθετικής πράξης που θα ορίζει π.χ. ως βάση το 8 ή το 10 ή το 15, δεν αναφέρεται στους πραγματικούς κινδύνους που είναι υπαρκτοί και αναιρούν στην πράξη τη σημασία των πανελλαδικών εξετάσεων και την προσπάθεια των υποψηφίων και των οικογενειών τους.  Στην πιθανότητα δηλαδή, ή μάλλον στη βεβαιότητα, όπως αποδεικνύει η μακρόχρονη εμπειρία, οι υποψήφιοι που αξιολογήθηκαν κάτω της μονάδας ή με μερικές μονάδες ή απέτυχαν με διαφορά να εισαχθούν σε σχολή της προτίμησής τους να μεταβούν σε χώρα της Ε.Ε. (κατά προτίμηση βαλκανική ή της Ανατολικής Ευρώπης ακόμη και της Δυτικής) και παρακάμπτοντας τον θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων να επιστρέφουν, είτε με μεταγραφή είτε ως απόφοιτοι, ισότιμοι πλέον των επιτυχόντων και των αρίστων. Αλήθεια, όμως, με αυτή τη λογική και με επιχείρημα πάντα τις επιταγές της Ε.Ε., όταν τα Δυτικά Βαλκάνια ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη που προωθείται μετά βεβαιότητος στα πλαίσια του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, θα θεωρούνται αυτόματα «ευρωπαϊκά» και τα πτυχία της Πρίστινα και των Τιράνων, όπως συμβαίνει σήμερα με τα πτυχία άλλων χωρών; Γιατί λοιπόν διεξάγονται οι πανελλαδικές εξετάσεις; Γιατί εμπαίζεται η νεολαία; Έχει φθάσει σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξης η χώρα μας ώστε δεν της επαρκούν οι απόφοιτοι των ελληνικών ΑΕΙ και ΤΕΙ; Διότι, όπως λειτουργεί σήμερα ο θεσμός, με τις άπειρες «κερκόπορτες» έξωθεν, οδηγεί την κοινωνία σε πρότυπα περασμένων αιώνων και τροχοπεδεί την εξέλιξή της αναπαράγοντας τις συντεχνίες και τις κάστες, αφού το παιδί του γιατρού θα γίνει οπωσδήποτε γιατρός, του δικηγόρου δικηγόρος, του φαρμακοποιού φαρμακοποιός, κ.ο.κ.. Και μάλιστα θα υπερτερεί επαγγελματικά έναντι των εισαχθέντων στα ελληνικά πανεπιστήμια αφού θα «κληρονομήσει» την πελατεία του γονέα του.

Η αλήθεια είναι ότι μια ευνομούμενη κοινωνία έχει την υποχρέωση να επιβάλει κριτήρια αξιολόγησης ώστε να προστατεύει τα μέλη της. Αποτελεί έσχατο λαϊκισμό να υποστηρίζεται ότι αποτελεί δικαίωμα του καθενός να σπουδάζει ό,τι επιθυμεί προκειμένου να ανελιχθεί κοινωνικά, αν αποδεδειγμένα δεν διαθέτει ανάλογες ικανότητες. Γιαυτό, η ισοπέδωση των κριτηρίων αξιολόγησης από την πολιτεία η οποία η ίδια τα θεσπίζει έχει ευρύτατες συνέπειες. Οδηγεί στην ισοπέδωση των αξιών, στην αναξιοκρατία, υποβαθμίζει στο έσχατο επίπεδο την προσφορά των υπηρεσιών και στερεί τη νεολαία από τις αξίες που γαλούχησαν τις προηγούμενες γενιές και συνεχίζουν ν’ αποτελούν κριτήρια στις αναπτυγμένες χώρες, δηλαδή την επιβράβευση της προσπάθειας που φέρνει την κοινωνική καταξίωση και όχι την ισοπέδωσή της. Όλα αυτά στη χώρα μας των πελατειακών σχέσεων και της οικογενειοκρατίας προσλαμβάνουν στη λειτουργία του κράτους οξύτατες μορφές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δ. Τριχόπουλος, καθηγητής του Harvard και ακαδημαϊκός εν ζωή, σε άρθρο του το 2010 ισχυρίζονταν: «Το επίπεδο των φοιτητών στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι υψηλό, κατά τη γνώμη μου υψηλότερο εκείνου των καλών αμερικανικών πανεπιστημίων. Αυτό δεν οφείλεται μόνον στην παιδειοκεντρική φιλοσοφία της ελληνικής οικογένειας αλλά και στο γεγονός ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμιά μας είναι αδιάβλητες, δίκαιες και αξιοκρατικές. Αν δεν υπήρχαν τα “παράθυρα” μετά τις εισαγωγικές, η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει παγκόσμια πρωτοπορία όσον αφορά την ποιοτική στάθμη του προπτυχιακού φοιτητικού σώματος στα πανεπιστήμια». Θα πρέπει λοιπόν να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού την αξιοκρατία του θεσμού των Πανελλαδικών εξετάσεων που αποτελεί κατάκτηση δεκαετιών. Για να είναι όμως αποτελεσματικός ο θεσμός των εισαγωγικών εξετάσεων και ουσιαστικός για την αναβάθμιση της κοινωνίας θα πρέπει αφενός να κλείσουν τα «παράθυρα» έξωθεν και αφετέρου μέσα από αυτόν τον θεσμό να οριοθετούνται οι ανάγκες της χώρας ανά κλάδο. Πόσους γιατρούς χρειάζεται η χώρα, πόσους μηχανικούς, νομικούς, εκπαιδευτικούς κ.ο.κ. Διαφορετικά, η συνέχιση των πανελλαδικών εξετάσεων στις σημερινές συνθήκες έχει χάσει τη σημασία της.

 

 

Μακροδημόπουλος  Δημήτρης

Προηγούμενο άρθροΑνακοίνωσε Τσιακμάκη ο Έβρος Σουφλίου, 29 Αυγούστου η έναρξη προετοιμασίας
Επόμενο άρθροΟ ΕΝΦΙΑ δημεύει την περιουσία των Ελλήνων