Όσοι πιστεύουν ότι οι πολυπληθείς μάζες που ανταποκρίθηκαν στην έκκληση του Ερντογάν και κατέκλυσαν τις πλατείες και τα αεροδρόμια αψηφώντας τα άρματα μάχης το έπραξαν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, παραβλέπουν το πολιτικό παρελθόν της Τουρκίας το οποίο ποτέ δεν ανταποκρίνονταν στην ευρωπαϊκή έννοια περί δημοκρατίας. Αντίθετα μάλιστα, από το 1923 και εντεύθεν ο Κεμαλισμός που αυτοπροσδιορίστηκε ως η σύγχρονη και δημοκρατική εκδοχή της Τουρκίας, επέβαλε μέχρι το 1950 τον μονοκομματισμό και αργότερα σειρά περιοριστικών μέτρων. Ακολούθησαν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα για την αντιμετώπιση των ταξικών αντιδράσεων (1960,1971,1980) και ένα «μεταμοντέρνο» το 1997 για να ανακοπεί η άνοδος των ισλαμιστών.   Μάλιστα ενώ ο κεμαλισμός εμφανίζονταν ως φορέας του εκδυτικισμού της Τουρκίας, όταν τη θέση της  «αφηρημένης Δύσης», που προπαγάνδιζε ως πρότυπο, πήρε ένας συγκεκριμένος θεσμός με συγκεκριμένες αξίες, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, που απαιτούσε τον εκδημοκρατισμό της χώρας, το κεμαλικό κατεστημένο ανέδειξε για άλλη μια φορά τη συντηρητικότητα του.

Γιαυτό, όπως γράφει ο Hamit Bozarslan για τον κεμαλισμό, «η Τουρκία θεμελιώθηκε πάνω σε μια ακραία άρνηση του άμεσου –οθωμανικού- παρελθόντος της και κατά συνέπεια των ίδιων των αληθειών του», προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα έθνος αποκομμένο από την κουλτούρα, τις παραδόσεις και τα ήθη των κατοίκων της. Έτσι αφόρισε το οθωμανικό της παρελθόν και αποσυνδέθηκε από τα Βαλκάνια, τον Καύκασο και τη Μ. Ανατολή αδιαφορώντας για την οθωμανική πολιτιστική κληρονομιά που συνέχιζε να τη συνδέει με τις περιοχές αυτές. Μάλιστα, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εντάχθηκε στις συστημικές δομές της Δύσης (ΝΑΤΟ, CENTO, κ.α.). Μετατράπηκε σε χωροφύλακα της Δύσης στη Μ. Ανατολή ταυτίζοντας την πολιτική της με τον ρόλο του Ισραήλ, αποξενώθηκε από την περιοχή και έγινε αντιπαθής στον αραβικό κόσμο. Γιαυτό η Τουρκία του Κεμαλισμού ήταν και παραμένει συμπαθής στη Δύση. Γιαυτό όμως, λόγω του ρόλου της κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, αδυνατούσε να αξιοποιήσει τις ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, δηλαδή την κοινή καταγωγή με τους λαούς των Δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας που ανεξαρτητοποιήθηκαν, το κοινό οθωμανικό παρελθόν και την κοινή θρησκεία με τους λαούς της Εγγύς και Μ. Ανατολής, του Καυκάσου και των Βαλκανίων. Αυτός ήταν ο λόγος που η εξουσία μεταβιβάστηκε από τους στρατηγούς στους ισλαμιστές. Πώς; Με την επιβολή του ορίου 10% για την είσοδο ενός κόμματος στο κοινοβούλιο στις εκλογές του 2002, όρος που προδιέγραφε με βεβαιότητα την άνοδο των ισλαμιστών στην εξουσία  με ισχυρότατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με το ένα τρίτο μόλις των ψήφων του εκλογικού σώματος. Προφανώς οι στρατηγοί ήλπιζαν ότι θα διατηρούσαν τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης, όμως οι μεταρρυθμίσεις που σηματοδότησε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στην ΕΕ το 2004, αναίρεσαν την δυνατότητα άσκησης ελέγχου στις πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, με το ΑΚΡ στην εξουσία, αξιοποίησε τις κοινές εθνοτικές ρίζες με τα νεότευκτα κράτη της Κεντρικής Ασίας, επανασυνδέθηκε με τον μουσουλμανικό κόσμο της Μ. Ανατολής και αξιοποίησε το οθωμανικό της παρελθόν με αποτέλεσμα να ανακάμψει οικονομικά αναβαθμίζοντας το βιοτικό επίπεδο του τουρκικού λαού.

Ποιο ήταν όμως το στοιχείο που όπλισε με θάρρος τις πολυπληθείς μάζες των ισλαμιστών απέναντι στα άρματα και τους ένοπλους στρατιώτες; Γιατί δεν αντέδρασε ο λαός στα πραξικοπήματα του 1960, του 1971 και του 1981 και αντέδρασε σήμερα; Γράφει η Ellen Kay Trimberg: «Ένα από τα αποτελέσματα του κεμαλικού προγράμματος, γράφει, ήταν η δημιουργία των δύο “εθνών”: το ένα αγροτικό, παραδοσιακό και υπανάπτυκτο και το άλλο αστικό, μοντέρνο και αναπτυγμένο». Η πολιτική ζωή της Τουρκίας διαμορφώθηκε στα όρια αυτών των δύο διαχωριστικών γραμμών μέχρι και σήμερα: Η μία διαχώριζε τα δυτικά από τα παραδοσιακά πρότυπα και η άλλη τον αστικό από τον αγροτικό πληθυσμό επικαλύπτοντας τις ταξικές διαφοροποιήσεις και  τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Το πρώτο “έθνος”, που ήταν πολυπληθέστερο και βαθιά θρησκευόμενο,  κατόρθωσε να το συνενώσει ο Ερντογάν μέσω της θρησκείας. Διότι μόνον η θρησκεία μπορεί να συνενώνει πλατιές μάζες επικαλύπτοντας τις ταξικές διαφορές ανάμεσα στις κοινων9ικές ομάδες και στις τάξεις, υπερβαίνοντας και τις εθνοτικές διαφορές. Γιατί; Η θρησκεία ως θεσμός προηγήθηκε όχι μόνον του έθνους – κράτους αλλά και όλων των κοσμοθεωριών. Γιαυτό, η θρησκεία – κατά τον Μαρξ – εντάσσεται διαχρονικά στο “εποικοδόμημα” κάθε πολιτικού συστήματος, όπου μαζί με τη δικαιοσύνη, τους νόμους, τη διανόηση, νομιμοποιεί τη “βάση” του συστήματος, δηλαδή τις παραγωγικές σχέσεις ή αλλιώς την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, με απλά λόγια τις κοινωνικές ανισότητες. Μόνον η θρησκεία μπορεί να αφοπλίσει το φόβο και να οδηγήσει τις μάζες στην υπέρβαση. Το βλέπουμε κάθε τόσο, όταν η θρησκεία υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, στους τζιχαντιστές της ISIS, της Αλ Κάιντα, το είδαμε να επαναλαμβάνεται μαζικά για πρώτη φορά στη διάρκεια του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία. Έτσι, με όχημα τη θρησκεία, φθάσαμε σήμερα στο σημείο η πολιτική σύγκρουση στην Τουρκία να μην διεξάγεται μεταξύ Δεξιάς – Αριστεράς ή μεταξύ Καπιταλισμού – Σοσιαλισμού, αλλά εντός της θρησκείας, μεταξύ Ερντογάν και Γκιουλέν. Το πρόβλημα στην Τουρκία θα προκύψει μελλοντικά όταν οι ταξικές αντιθέσεις ενταθούν μέσα από τις ανισότητες και θα διαρρήξουν το θρησκευτικό περίβλημα του ΑΚΡ και των θρησκευτικών αντιπάλων του.

Μακροδημόπουλος Δημήτρης

Προηγούμενο άρθροΟι Γενναίοι της Σαμοθράκης (του Ν.Παπανικολόπουλου)
Επόμενο άρθροΘράκη: Οδοιπορικό του Newsbomb.gr στην ξεχασμένη γωνιά της Ελλάδας