Γράφει ο Μενέλαος Μαλτέζος, Οικονομολόγος, Μέλος Κεντρικής Διοίκησης. Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Εκπρόσωπος Προοδευτικών Οικονομολόγων Ελλάδας

Κατά την διάρκεια του 2020, υπήρξε θεαματική πτώση στα εισοδήματα 3,5 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων η οποία σημειώθηκε εξαιτίας των απαγορεύσεων και των περιορισμών που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή πλήθους επιχειρηματικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων για την προστασία της δημόσιας υγείας απέναντι στην εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι που είτε τέθηκαν σε αναστολή εργασίας είτε οι επιχειρήσεις τους παρέμειναν για μήνες εκτός λειτουργίας και  είδαν τα εισοδήματά τους από την εργασία τους να εξανεμίζονται, πρόκειται να βρεθούν αντιμέτωποι και με την υποχρέωση υπέρμετρης πληρωμής φόρων τους για τα τεκμαρτά εισοδήματα του 2020 εξ αιτίας του εναλλακτικού τρόπου προσδιορισμού της ελάχιστης φορολογίας τους βάσει  των τεκμηρίων.

Τα πραγματικά εισοδήματα που θα δηλωθούν, όπως είναι αναμενόμενο θα είναι αισθητά χαμηλότερα από όσα δήλωναν τα προηγούμενα χρόνια, στη βάση των οποίων δικαιολογείτο και η δυνατότητα να καλύπτουν τα λεγόμενα τεκμήρια διαβίωσης ή τις ονομαζόμενες από τον φορολογικό νόμο αντικειμενικές δαπάνες.

Η πορεία όμως των εισοδημάτων το 2020, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να κινηθεί και κάτω από τα τεκμήρια διαβίωσης όπως αυτά διαμορφώνονται από τη συνολική περιουσιακή κατάσταση των φορολογούμενων.

Η ιστορία των τεκμηρίων έχει, όμως, παρελθόν και εντοπίζεται αρκετές δεκαετίες πίσω. Εμφανίστηκαν το 1977 (εφαρμόστηκαν το 1978), εξαιτίας της μόνιμης αδυναμίας του κράτους να δημιουργήσει φορολογική συνείδηση να ελέγχει και να περιορίζει ταυτόχρονα τη φοροδιαφυγή. 

Η Εφορία πλέον όμως  μπορεί μέσω των ηλεκτρονικών ελέγχων, με την ηλεκτρονική διασταύρωση εισοδημάτων και καταθέσεων από τις τράπεζες, αλλά και από τον έλεγχο της κατανάλωσης μέσω καρτών από τους φορολογουμένους, να προσδιορίσει  το πραγματικό εισόδημα, εφόσον αυτό είναι το ζητούμενο, και ως εκ τούτου δύναται να προχωρήσει χωρίς απώλεια εσόδων στην προσαρμογή η την κατάργηση των τεκμηρίων.

Στην Ελλάδα πάνω από 1,9 εκατομμύρια φορολογούμενοι εκλήθησαν να πληρώσουν το 2019 σημαντικά υψηλότερους φόρους από αυτούς που αναλογούν στα πραγματικά τους εισοδήματα αριθμός που αντιστοιχεί στο 29,44% του συνόλου αυτών που υπέβαλαν δήλωση φορολογίας εισοδήματος (6.469.044).

Η κυβέρνηση εδώ και μήνες έχει προαναγγείλει ότι ενδεχόμενη κατάργηση ή αναστολή της φορολόγησης στη βάση των τεκμηρίων, θα εξαρτηθεί από την γενικότερη πορεία των εσόδων του κράτους και την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Πρακτικά μέχρι σήμερα, για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι, κωλυσιεργεί στη ρύθμιση ενός ζητήματος, που ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους όπου χιλιάδες φορολογούμενοι θα επωμιστούν φόρους για εισοδήματα που δεν απέκτησαν, λόγω διατήρησης περιουσιακών στοιχείων που απέκτησαν στο παρελθόν και πολλά απ αυτά από κληρονομία.

Περαιτέρω  άδικη φορολογική μεταχείριση αναμένεται να έχουν και όλοι όσοι δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν μέσα στο 2020 ηλεκτρονικές αποδείξεις στο ύψος του 30% του εισοδήματός τους και θα υποχρεωθούν να αποπληρώσουν φορολογικές ποινές ύψους 22% επί του ποσού που υπολείπεται. Αν και η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής αυξήθηκε εντυπωσιακά λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της πανδημίας και  τα διαρκή lockdown, ο φόβος της κοινωνίας για το τι θα ακολουθήσει, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, έχει επηρεάσει αρνητικά και τη συνολική κατανάλωση. Το ύψος 30% -που θέσπισε η κυβέρνηση της Ν.Δ (12/2019)-  επί των συνολικών εισοδημάτων των πολιτών ήταν ούτως ή άλλως υπερβολικά υψηλό και πριν την πανδημία. 

Γιατί η κυβέρνηση καθυστερεί υπερβολικά να ξεκαθαρίσει το τι θα γίνει με τα τεκμήρια και τις ηλεκτρονικές αποδείξεις;

Σε αυτές τις συνθήκες είναι αδιανόητο να φορολογηθούν πολίτες για εισοδήματα που δεν απέκτησαν λόγω τεκμηρίων.

Σε συνθήκες πανδημίας με διαδοχικά lockdown δεν μπορούν να κληθούν οι πολίτες να πληρώνουν φορολογικές ποινές για δαπάνες που δεν έκαναν ή που δεν πλήρωσαν ηλεκτρονικά. Στο κάτω κάτω γιατί να τιμωρηθούν φορολογούμενοι πληρώνοντας φόρους  για εισοδήματα που  ποτέ δεν  απόκτησαν. 

Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι η ελληνική κοινωνία είναι ήδη ψυχολογικά επιβαρυμένη και οι επιπλέον παράγοντες άγχους που προκαλεί με την κωλυσιεργία της η κυβέρνηση πρέπει να εξαλειφθούν.

Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση  να συναρτάται η διατήρηση ή η κατάργηση ή η αναστολή των τεκμηρίων και των φορολογικών ποινών για το ύψος των ηλεκτρονικών αποδείξεων από τη γενικότερη πορεία των εσόδων και της ελληνικής οικονομίας διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτοί που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση να κληθούν να πληρώσουν και περισσότερα. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η περαιτέρω αύξηση του ήδη διογκωμένου ιδιωτικού χρέους.

Είναι φανερό λοιπόν ότι βρισκόμαστε προ μιας νέας φορολογικής παράνοιας.

Δεν ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση  προ της πανδημίας διαφήμιζε εμφατικά ότι  σκόπευε να τερματίσει το αναχρονιστικό καθεστώς των τεκμηρίων.

Μιας και η ώρα των φορολογικών δηλώσεων πλησιάζει ένα ερώτημα πλανάται πάνω απ την Ελληνική Κοινωνία πότε περιμένει το Υπουργείο Οικονομικών να ξεκαθαρίσει τα ισχύοντα για το 2020 σε ότι αφορά τις ηλεκτρονικές αποδείξεις και τα τεκμήρια διαβίωσης;.

Δυστυχώς όμως  απ΄ ότι φαίνεται στην Ελλάδα, η φτωχοποίηση, τιμωρείται αυστηρά.

Προηγούμενο άρθροΆνοιγμα της εξωτερικής εστίασης τον Απρίλιο «έδειξε» ο Σκέρτσος
Επόμενο άρθροΕυχές Ερντογάν σε Σακελλαροπούλου για την 25η Μαρτίου