Με αφορμή την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού

Ο διεθνούς φήμης δημοσιογράφος και συγγραφέας Πάτρικ Κόκμπερν («Η επιστροφή των τζιχαντιστών»), ένας από τους καλύτερους πολεμικούς ανταποκριτές στη Μ. Ανατολή και από τους πιο βαθείς γνώστες του Ισλαμικού Κράτους, σε εκτενές άρθρο του στο περιοδικό London Review of Books πριν μήνες, σκιαγραφούσε μια πιο σύνθετη εικόνα των πραγμάτων στην επίμαχη περιοχή του συριακού εμφυλίου: «Σε πείσμα των διαβεβαιώσεων του PYD και των καλών προθέσεων των ηγετών του, έγραφε, η σύγκρουση στη βορειοανατολική Συρία εμφανίζει πολλά χαρακτηριστικά εθνοτικού πολέμου». Η Τουρκία έχει κατηγορήσει επανειλημμένα τις πολιτοφυλακές του PYD, του μεγαλύτερου κουρδικού κόμματος της Συρίας ότι επιδιώκουν τη δημογραφική αλλοίωση των εδαφών που κατακτούν στη Βόρεια Συρία, εκδιώκοντας τις μειονότητες των Αράβων και των Τουρκμενίων, που αποτελούν τουρκικό φύλο, κατηγορίες που έχει υιοθετήσει και η Διεθνής Αμνηστία. Η εθνοκάθαρση που επιχειρούν οι πολιτοφυλακές του PYD στοχεύει στην ενοποίηση των τριών κουρδικών καντονίων στο βόρειο τμήμα της Συρίας που αποκαλείται «Ροτζάβα», δηλαδή Δυτικό Κουρδιστάν. Πρόκειται για πραγματικό εφιάλτη για την Άγκυρα αφού μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε μια δεύτερη ντε φάκτο κουρδική οντότητα, πλάι στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Δηλαδή η εκδίωξη της μειονότητας των Τουρκμενίων από την περιοχή, έχει ως διακύβευμα τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας. Γιαυτό η Άγκυρα επανειλημμένα είχε διακηρύξει ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί την εκδίωξή από τα εδάφη τους, είχε μάλιστα κατηγορήσει τη Ρωσία ότι στηρίζει το κουρδικό PYD για το σκοπό αυτό.
Παρ’ όλα αυτά εντυπωσιάζει το ρίσκο που ανέλαβε η Άγκυρα για να υπερασπισθεί τη μειονότητα των Τουρκμενίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ερντογάν μιλώντας σε διάσκεψη του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, δήλωσε ότι η Τουρκία ανέλαβε δράση για να υπερασπιστεί τα σύνορά της «και τους αδελφούς της» στη Συρία. Μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι αξιοποιεί τη μειονότητα των Τουρκμενίων για τα συμφέροντά της. Μα όλες οι ιστορικές μειονότητες ενός έθνους είναι συνυφασμένες με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της «μητέρας» πατρίδας. Όλες οι μειονότητες συνδέουν το ιστορικό παρελθόν με το παρόν και η ύπαρξή τους διασφαλίζει την πρόσβαση του έθνους κράτους στα τεκταινόμενα στη συγκεκριμένη περιοχή. Γιαυτό υπερασπίζονται τις μειονότητες, γιαυτό πασχίζουν να διατηρήσουν την εθνική και πολιτισμική τους ταυτότητα και αποτελούν αιτία συρράξεων όταν διώκονται. Αυτό εξ άλλου δεν έκανε η Τουρκία και με τον «Αττίλα» στην Κύπρο στο όνομα της προστασίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας; Καταπάτησε το Διεθνές Δίκαιο, αγνόησε τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, και κατέχει μέχρι σήμερα το βόρειο τμήμα της νήσου. Έχασε η Τουρκία από την εισβολή και την κατοχή του ενός τρίτου της Κύπρου; Υπεράσπισε τη μειονότητά της, τη διεύρυνε πληθυσμιακά επαυξάνοντας τις αξιώσεις της και αποτελεί σήμερα τον ρυθμιστή της επίλυσης του Κυπριακού. Το μήνυμα δηλαδή που απέστειλε η Τουρκία στις απανταχού μειονότητές της και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι η «μητέρα» πατρίδα είναι κοντά τους. Γιαυτό από την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού ας κρατήσει η Αθήνα και όλοι εμείς ως συμπέρασμα την προσπάθεια υπεράσπισης της μειονότητας των Τουρκμενίων από την Άγκυρα και ας μην αποπροσανατολιζόμαστε με τις προφητείες του Παισίου και τα φιλορωσικά αισθήματα που μας καλλιέργησαν τα εγχειρίδια ιστορίας του Δημοτικού.
Έγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο «Επίμετρο» για τις παραμέτρους ενός ελληνοτουρκικού πολέμου: «Το γεωπολιτικό δυναμικό της Ελλάδας, αποτυπωνόταν κατά τον 19ο αιώνα και ίσαμε το σημαδιακό 1922 πολύ περισσότερο στο έθνος παρά στο κράτος… Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση που διαρκεί μέχρι σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε αλλά διότι το έθνος ακρωτηριάστηκε και συρρικνώθηκε γιατί αφανίστηκε ή εκτοπίστηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μ. Ανατολής (ιδίως μετά το 1945) ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου.». Και κατέληγε: «Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμιά φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωσή του ή τον αφανισμό του».
Σήμερα η παθητική στάση της χώρας μας απέναντι στη συρρίκνωση του ελληνισμού αποκορυφώνεται στη Βόρεια Ήπειρο όπου η ελληνική μειονότητα υφίσταται τις συνέπειες των πολιτικών και θρησκευτικών διακρίσεων των Τιράνων σε βάρος της με αποκορύφωμα την κατεδάφιση Ναού στους Δρυμάδες Χειμάρρας παρά τα έντονα διαβήματα της ελληνικής κυβέρνησης. Μάλιστα, όπως παρατηρούν διπλωματικές πηγές, η καταπιεστική πολιτική των Τιράνων άρχισε να γίνεται πιο έντονη μετά τη χορήγηση του καθεστώτος της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ε.Ε. με την ελληνική συναίνεση, χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες διασφαλίσεις για τη μειονότητα. Η ανθελληνική πολιτική των Τιράνων επεκτείνεται σε πολλούς τομείς (ΑΟΖ, ενεργειακές έρευνες στο Ιόνιο κ.ο.κ.) όμως κυρίαρχο θέμα αποτελεί η επιβίωση της ελληνικής μειονότητας στις πατρογονικές της εστίες. Δεν μπορώ να διανοηθώ μια επιθετική ενέργεια αλλά δεν πρέπει να διαμηνύσουμε ότι δεν θα ανεχθούμε την αλαζονική συμπεριφορά του Έντυ Ράμα, πρωθυπουργού της ανύπαρκτης στρατιωτικά Αλβανίας, και τον αφανισμό της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο;

Μακροδημόπουλος Δημήτρης

Προηγούμενο άρθρο3η Δεκέμβρη 2015 Εθνική Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία
Επόμενο άρθροΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΡΟΕΣ … ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΕΙ ΠΟΙΟΝ