SIDIRAS-2014new
Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς                      Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ

Η ΥΠΟ ΤΟΥ Π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

   Κατά τους εσχάτους καιρούς και χρόνους ο εκκλησιαστικός λόγος έχει καταντήσει μία αδιάλειπτη συνθηματολογία και ακατάσχετη φλυαρολογία που δεν έχει καμμία απολύτως σχέση με τον γνήσιο και ανόθευτο θεολογικό λόγο της Εκκλησίας, ο οποίος είναι οντολογική (υπαρξιακή) πρόταση ζωής για να «ζήσει ο άνθρωπος και ο κόσμος» και φυσικά ο «της Εκκλησίας λόγος» ουδόλως έχει σχέση ή εξαντλείται στις συνθηματολογικές αναρτήσεις ορισμένων δήθεν βαθυστόχαστων φράσεων ή προτάσεων ενίων στις λεγόμενες «εκκλησιαστικές ιστοσελίδες» για ευρεία κατανάλωση.

   Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα από τους ελαχίστους σκεπτόμενους ανθρώπους εάν και κατά πόσο ο σύγχρονος εκκλησιαστικός λόγος είναι ορθόδοξα θεολογικός, δηλαδή ουσιαστικά εκκλησιολογικός, ή μήπως έχει καταντήσει σε ένα ανακυκλούμενο σύστημα ευσεβισμού ή ψευδοηθικής (ηθικισμού) προτεσταντικής συλλήψεως χωρίς να προσφέρει υπαρξιακών διαστάσεων προτάσεις ή απαντήσεις στα βασικά οντολογικά ερωτήματα ή και διλήμματα ζωής και θανάτου που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος βιώνει αυτοπαγιδευμένος τα ανυπέρβλητα υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδά του, την ίδια εν τέλει την οντολογική ανυπαρξία του και τον «αυτομηδενισμό» του;

   Όταν πάλι από τον σύγχρονο αθεολόγητο εκκλησιαστικό λόγο που έχει κατακλείσει το διαδίκτυο και διεκδικεί την απολυτότητα της ορθοδοξότητος στο όνομα της σώζουσας αλήθειας, εισοδεύουμε στην εκκλησιαστική πράξη και βιοτή με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο συγχρόνου εκκλησιαστικής ζωής από την οποία όμως έχει εξοριστεί το μυστήριο της Εκκλησίας και κυριαρχεί το «τάδε έφη» του ενός ή του άλλου, κληρικού ή λαϊκού ή και αμφοτέρων, τότε η παθογένεια είναι εμφανέστατη και ουδείς δύναται να την αποκρύψει πίσω από τους «μπερντέδες» της θρησκευτικότητος και της «υπερβάλλουσας ευσέβειας», όπως δυστυχώς έχει εν πολλοίς μεταβληθεί η «εις Χριστόν πίστις» και η Εκκλησία, η εν γένει εκκλησιαστική ζωή. Η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού και δεν αποτελεί μία από τις πλείστες όσες «θρησκείες» ή ένα ευσεβιστικό σύστημα κανόνων, ποινών και συγχωροχαρτιών που μας εγείρουν μνήμες άλλων εποχών και ομολογιών του χριστιανικού κόσμου.

   Παντού ακούγονται λόγοι, λόγοι, λόγοι, αλλά όχι «Ο Λόγος» ως η μόνη «Αλήθεια» του ενσαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού, ο οποίος και μόνο λαλεί «ρήματα ζωής αιωνίου» ως Εκκλησία που βιώνει οντολογικά το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μέσα στην ευχαριστιακή σύναξη της εκκλησιαστικής κοινότητος.

   Ο αοίδιμος πανεπιστημιακός διδάσκαλος και μεγάλος Θεολόγος π. Αλέξανδρος Σμέμαν (1983) μας κατέλιπε το προσωπικό «Ημερολόγιό» του, στο οποίο κατέγραφε επί δέκα έτη (1973-1983) τις εσώτατες της ψυχής του αναλαμπές χωρίς επιτηδευμένο και κεκαλυμμένο ύφος και λόγο, αλλά με καθαρό θεολογικό και αληθινά Ορθόδοξο εκκλησιολογικό λόγο, που ηχεί τόσο ξένος στην σύγχρονη εποχή κατά την οποία οι λόγοι και τα λόγια καταπνίγουν και στραγκαλίζουν τον όντως γνήσιο εκκλησιολογικό ορθόδοξο λόγο, ο οποίος καταργεί τις υποκρισίες και τις σεμνοτυφείες.

   Με τα όσα γράφονται εν είδει «καταθέσεως ψυχής» στο Ημερολόγιο αυτό του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν πέφτουν τα καλοβολεμένα προσωπεία και οι «μπερντέδες» για να μας αποκαλύψουν την παθογένεια της συγχρόνου εκκλησιαστικής ζωής όταν αυτονομείται εκτός του μυστηρίου της εν Χριστώ πίστεως και της Εκκλησίας ωσάν να είναι εγωϊστική ατομική υπόθεση και όχι βίωμα οντολογικό, εσχατολογικό και άρα σωτηριολογικό εντός της ευχαριστιακής κοινότητος. Η ανατομία που επιχειρεί, χωρίς να το επιδιώκει, ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στην εκκλησιαστική ζωή, είναι λίαν  διδακτική, θα λέγαμε αποκαλυπτική. Είναι ωσάν το αλάτι στις πληγές του εκκλησιαστικού σώματος που θέλει να πονέσει και να αφυπνίσει, να εγείρει συνειδήσεις για να σώσει ψυχές σε έναν κόσμο που ακόμη δεν βιώνει ή βιώνει στρεβλά την χαρά που κρύπτεται στις φράσεις: «Χριστός γεννάται…» και «θανάτω θάνατον πατήσας».

   Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν θέτει τον δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων» για όλα τα ζητήματα και τις πολυδαίδαλες πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής. Πρωτίστως πιστεύει ότι η Εκκλησία είναι η πραγματικότητα και όχι κάτι εκτός πραγματικότητας, γράφοντας και διακρίνοντας τα ουσιώδη από τα επουσιώδη: «Τί υπάρχει λοιπόν που να χρειάζεται «εξήγηση»; Ο πρωτοφανής συνδυασμός μέσα μου μιάς βαθιάς και συνεχώς αυξανόμενης αποστροφής προς τις ατέλειωτες συζητήσεις και τις διαμάχες σχετικά με τη θρησκεία, προς τις επιπόλαιες βεβαιότητες, τον ευσεβή συναισθηματισμό και βεβαίως προς τα ψευδο-εκκλησιαστικά συμφέροντα, τα μηδαμινά και τιποτένια, και ταυτόχρονα μιάς συνεχώς αυξανόμενης αίσθησης της πραγματικότητας. Μόλις χθες, αισθάνθηκα αυτήν την πραγματικότητα την ώρα που πήγαινα στην Εκκλησία για τη Λειτουργία, νωρίς το πρωΐ, μέσα από τα χειμωνιάτικα δένδρα. Κατόπιν αυτή η πολύτιμη ώρα στην άδεια εκκλησία, πριν από τη Λειτουργία. Πάντα η ίδια αίσθηση του χρόνου, γεμάτου από αιωνιότητα, με πλήρη και ιερή χαρά. Έχω την αίσθηση πως η Εκκλησία χρειάζεται για να υπάρχει ακριβώς αυτή η εμπειρία της πραγματικότητας. Εκεί όπου η Εκκλησία παύει να αποτελεί ένα σύμβολο, ένα μυστήριο, γίνεται η ίδια μιά τρομακτική καρικατούρα του εαυτού της».

   Ο ίδιος αρνείται ότι η Εκκλησία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, να κατανοείται ή μάλλον να βιούται ως θρησκεία μέσα από την «άρρωστη αυτάρκεια» του υποκριτικού ευσεβισμού και την «εύθραυστη ασφάλεια» του προσωπείου, επισημαίνοντας: «Η «θρησκεία» είναι ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο κατέχει ο άνθρωπος. Όχι μόνο ό,τι καλύτερο, αλλά και ό,τι χειρότερο: Το ψεύδος της θρησκευτικότητας, η μικρότητα κάποιων «πιστών», η σκυθρωπή, ατάλαντη σοβαρότητά τους. Είναι αυτό όντως δυνατό αν κάποιος πιστεύει στο Θεό; Στο αιώνιο και στο ουσιώδες;… αλίμονο όμως, οι άνθρωποι απολαμβάνουν τη φτήνια, όσο αυτή καλύπτεται κάτω από γένια, σταυρούς και άνετα λόγια…» Και αλλού γράφει: «χθες βράδυ, αν και κουρασμένος, διάβασα αρκετά κεφάλαια από το βιβλίο του Άλαν Γουάτς… ένας από τους φίλους του έχει δώσει μία καλή απάντηση στον συγκρητισμό του: «Υπάρχουν πολλές θρησκείες, αλλά μόνο ένα Ευαγγέλιο». Ο Γουάτς είναι ένα καλό παράδειγμα για το πως ο χριστιανισμός, διαλυόμενος μέσα στη «θρησκεία» και στον «μυστικισμό», χάνει την μοναδικότητά του, το νόημα και τη δύναμή του ως κριτής της θρησκείας».

   Με μοναδικό τρόπο προσεγγίζει το περί Θεού βίωμα όχι ως μία επιδερμική, επίπλαστη και εξωτερική ευσεβιστική κατ’ επίφασιν θρησκευτικότητα, αλλά ως γνήσιο και ουσιαστικό βίωμα διαπροσωπικής «ενυποστάτου» σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό, αναφέροντας σχετικά: «όπου δεν υπάρχει μιά μελαγχολία για τον Θεό, όπου δεν υπάρχει ειρήνη, μνήμη του μυστηριώδους φωτός, μυστηριώδης «γεύση» για χαρά, δεν υπάρχει και Θεός. Ίσως να υπάρχει ευσέβεια, αλλά όχι Θεός. Από πού άραγε να προέρχεται αυτή η φοβερή νευρικότητα που κυριαρχεί στους ανθρώπους;» Διερωτάται δε εύγλωττα και ανατρεπτικά: «Μήπως ο Χριστός συζητούσε με τους δώδεκα μαθητές Του όταν περπατούσαν μαζί στους δρόμους της Γαλιλαίας; Μήπως έλυνε τα προβλήματα και τις δυσκολίες τους; Ο χριστιανισμός είναι η συνέχεια αυτής της επικοινωνίας, η πραγματικότητά της, η χαρά και η πραγματοποίησή της. «Καλόν εστί ώδε είναι».

   Στηλιτεύει την εντός του νοσηρού θρησκευτικού φαινομένου και δυστυχέστατα ακόμη και εντός της Εκκλησίας γέννηση και συντήρηση ποικίλων κίβδηλων ειδώλων. Δεν διστάζει μάλιστα να θέσει άφοβα τον δάκτυλον «επί τον τύπον των ήλων» αναφερόμενος στις ευθύνες, τις πνευματικές ευθύνες, των εκκλησιαστικών ανδρών, ανεξαρτήτως ιεραρχίας, εξομολογούμενος και γράφων: «Σήμερα σκεφτόμουν όλα αυτά: το χαμηλό επίπεδο της εκκλησιαστικής ζωής, τον φανατισμό, την έλλειψη ανεκτικότητας, την υποδούλωση τόσων ανθρώπων. Ένας «Νέος Μεσαίωνας» μας εγκλωβίζει στην αίσθηση μιάς  νεοβαρβαρικής εποχής. Πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες προτιμούν και το ακόμη χειρότερο, αγαπούν τον θεράποντα (αναφέρεται στον πνευματικό αντίπαλο του γέροντος Ζωσιμά, στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμαζώφ»). Είναι εύκολο ν’ αγαπά επειδή γι’ αυτόν όλα είναι σαφή… θα έπρεπε να είχαμε καταλάβει εδώ και πολύ καιρό πως υπάρχει, σ’ αυτόν τον κόσμο, θρησκεία δίχως θεό, θρησκεία ως κέντρο όλων των ειδώλων που κατέχουν τον πεπτωκότα άνθρωπο, θρησκεία που αποτελεί τη δικαίωση αυτών των ειδώλων… Όταν κάποιος παραμένει στο σύστημα, τότε το αποδέχεται, μολονότι ακούσια, μαζί με τις μεθόδους του. Αν κάποιος το εγκαταλείψει – έχοντας τον ρόλο του προφήτη ή του κατήγορου – τότε γλιστρά στην αλαζονεία και στην υπερηφάνεια…».

   Για τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν η αρχαιοπληξία και η παρελθοντοπληξία μαζί με την παρελθοντολογία αποτελούν μία ιδιότυπη μορφή ειδωλολατρίας μέσα στην Εκκλησία, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Κάποιες φορές βλέπω την Ορθοδοξία μέσα σε μιά λόχμη από είδωλα. Η προσκόλληση στο παρελθόν οδηγεί πάντα στην ειδωλολατρία, και βλέπω πολλούς ανθρώπους να ζουν με το παρελθόν, ή μάλλον με πολλά παρελθόντα. Μέσα σε κάθε Ορθόδοξο βρίσκεται βαθιά θαμμένος κι ένας Παλαιόπιστος (παλαιοημερολογίτης)».

   Ο ίδιος αναπαύεται όταν γεννά σχέσεις με τους ταπεινούς ανθρώπους επειδή, όπως αναφέρει: «Μου αρέσει να επικοινωνώ με τους ταπεινούς ανθρώπους, με την απλότητα, την ησυχία και την ταπεινότητά τους. Μόνο σ’ αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να υπάρξει η αποκάλυψη του Θεού». Ακόμη και για τους διστακτικούς, τους επιφυλακτικούς και «μακράν ισταμένους» προς την Εκκλησία ή την «θρησκεία» ανθρώπους έχει να καταθέσει λόγο όχι επικριτικό, καταδικαστικό, απορριπτικό. Αφαιρεί τα προσωπεία και αποκαλύπτει χωρίς φόβο και πάθος πικρές αλήθειες που τόσο πολύ και στη σύγχρονη εποχή  ορισμένοι επιθυμούν και το κάνουν, να τις θάπτουν από εσωτερική ανασφάλεια και φόβο, μήπως και επέλθει κάποιο κόστος όχι για την Εκκλησία, αλλά για τους ίδιους. Γράφει λοιπόν με ανατόμο λόγο: «τί μπορείς να πεις σε τέτοιους ανθρώπους , ή μάλλον πώς μπορείς να υπερασπιστείς ένα χριστιανισμό στον οποίο η εικόνα του Χριστού συσκοτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, από μιά συσσώρευση ακατανόητων εμποδίων και ταμπού; Αυτοί οι άνθρωποι που διαθέτουν το δώρο της ζωής, μία θρησκευτική αίσθηση της ζωής, συχνά δεν χρειάζονται μία «θρησκεία» που να καλύπτει κάποιο κενό, που να απομακρύνει τον φόβο. Αυτό το είδος της άχαρης, άψυχης θρησκείας απωθεί τους ανθρώπους , κυρίως λόγω του ότι η άποψή της για τη ζωή είναι συχνά ευτελής, επικριτική και αποδοκιμαστική. «Χαίρετε εν παντί… Εν παντί ευχαριστείτε…». Ακούγεται αυτό αρκετά στον χριστιανισμό μας, τον κουρασμένο και βασανισμένο από την ίδια του την ιστορία;».

   Αν και ο ίδιος υπήρξε ακαδημαϊκός διδάσκαλος και μάλιστα με «περγαμηνές», δεν διστάζει ποσώς να καταρρίψει ένα ακόμη είδωλο που είναι η «αυτοθεοποιημένη διανόηση» ακόμη ή κυρίως της λεγομένης «ακαδημαϊκής θεολογίας», που και αυτή φέρει στους ώμους της μεγάλη ευθύνη για την νοσηρή και αλλοτριωμένη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή, υπογραμμίζοντας με αρκετή αυτοκριτική και χωρίς διπλωματικές περιστροφές ή αμβλύνσεις των γωνιών, τα εξής: «Χθες πέρασα όλο το πρωϊνό, μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, στο σπίτι, γράφοντας ένα άρθρο για ένα σεμινάριο λειτουργικής. Για άλλη μιά φορά, είμαι πεπεισμένος για την πλαστότητα της ακαδημαϊκής θεολογίας. Η φωνή μου όμως είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Κάθε καθαρά λογική σκέψη είναι τρομακτική· δεν έχει ζωή, είναι άκαρπη. Ο ορθολογικός και λογικός άνθρωπος δύσκολα μπορεί να μετανοήσει… με απωθούν όλες οι «ιδεολογίες». Οι επονομαζόμενες ανθρώπινες «πεποιθήσεις» είναι απελπιστικά στενές. Αυτό που είναι ακόμη πιο απελπιστικό είναι το γεγονός πως η «πίστη» ταυτίζεται συχνά με τις «πεποιθήσεις». Αυτή είναι μιά επιζήμια τάση στη θεολογία, το να μειώνεται δηλαδή η πίστη σε νέες ιδέες και πεποιθήσεις που βασίζονται στην επιστημονική σκέψη». Γίνεται δε περισσότερο καυστικός και συνάμα διδακτικός και παιδαγωγικός όταν αναφέρεται στην εν Χριστώ εμπειρία, την οποία αντιδιαστέλλει προς την ακαδημαϊκή ή όποιας άλλης μορφής διανόηση: «Ο Χριστός δεν έγραψε τίποτε. Και όλα όσα έχουν γραφτεί – Βίβλος κ.λ.π – είναι η καταγραφή μιάς εμπειρίας, αλλά μιάς υπερατομικής, κοσμολογικής, εκκλησιαστικής και εσχατολογικής εμπειρίας. Είναι κοινό λάθος να σκεφτόμαστε πως η παιδεία πρέπει να βρίσκεται στο επίπεδο των ιδεών. Όχι! Η παιδεία ανέκαθεν αποτελεί την μετάδοση μιάς εμπειρίας. Πόση μελαγχολία, κενότητα και κοινοτοπία δεν υπάρχει στο ακαδημαϊκό παιγνίδι των υποσημειώσεων. Οι άνθρωποι δεν πείθονται με τη σκέψη: είτε πιάνουν τη φωτιά είτε όχι… τον χριστιανισμό δεν τον καταστρέφει ούτε η μπουρζουαζία, ούτε ο καπιταλισμός, ούτε ο στρατός, αλλά η χαλασμένη διανόηση, που βασίζεται σε μια σταθερή εμπιστοσύνη στη σπουδαιότητά μας…».

   Έτσι, με πολύ απλό και περιεκτικό τρόπο ο ίδιος ως ακαδημαϊκός διδάσκαλος δίνει τον πιο ανατρεπτικό ορισμό της θεολογίας, γράφοντας ότι : «θεολογία είναι η μελέτη του Θεού, όπως η επιστήμη αποτελεί τη μελέτη της φύσεως – δίχως το μυστήριο», και συνάμα απογυμνώνει τους θεολόγους με την αυτάρεσκη ματαιοδοξία τους, επισημαίνοντας: «οι θεολόγοι έχουν συνδέσει τη μοίρα τους με την πολυμάθεια, με τη μόρφωση, αν και θα τα πήγαιναν καλύτερα αν ακολουθούσαν την ποίηση, τους ποιητές και την τέχνη. Είναι δύσκολο πράγμα να αποκτηθεί η γνήσια ποίηση, ενώ η πολυμάθεια είναι πολύ πιο εύκολο».

   Στο κομβικής σημασίας και υπαρξιακών διαστάσεων ερώτημα: τί είναι η πίστη; Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν διερωτάται: «ποιός εφεύρε την ιδέα ότι η πίστη αποτελεί λύση προβλημάτων; Η πίστη είναι πάντοτε η μεταφορά σε μιά άλλη διάσταση, σε ένα άλλο επίπεδο, και γι’ αυτό είναι ο εκμηδενισμός των προβλημάτων, όχι η λύση τους. Τα προβλήματα προέρχονται επίσης από τον Διάβολο, που γέμισε την πίστη με βαβούρα και χυδαιότητα – έτσι η πίστη έγινε ένα πρόβλημα στον σύγχρονο κόσμο. Όλα αυτά τα λόγια δεν έχουν τίποτε κοινό με την ουσία της ζωής… με την πραγματικότητα της καρδιάς και της  ψυχής». Τελικά η αληθής αγαπητική πίστη στο Θεό αποτελεί το «επέκεινα των προβλημάτων», επειδή κατά τον π. Αλέξανδρο: «Η ισχυρή πίστη μετριάζει την ένταση των προβλημάτων. Σ’ αυτές τις σπάνιες στιγμές που κάποιος μέσα από την πίστη καταφέρνει να φτάσει στον Θεό, δεν υπάρχουν προβλήματα επειδή ο Θεός δεν αποτελεί τμήμα αυτού του κόσμου. Αυτές τις στιγμές, ο ίδιος ο κόσμος γίνεται ζωή εν Αυτώ, συνάντηση μαζί Του, επαφή μαζί Του. Ο κόσμος δεν γίνεται Θεός, αλλά ζωή με τον Θεό, χαρμόσυνη και πλήρης. Αυτή τη σωτηρία προσφέρει στον κόσμο ο Θεός. Εκπληρώνεται κάθε φορά που πιστεύουμε. Η Εκκλησία δεν είναι ένα θρησκευτικό ίδρυμα, αλλά η παρουσία μέσα στον κόσμο ενός κόσμου που δεν έχει σωθεί».

   Όταν πάλι η πίστη γίνεται υπόθεση κάποιου «στυλ» και αντιμετωπίζεται χρηστικά ή χρησιμοθηρικά, τότε ο π. Αλέξανδρος διαπιστώνει πικραμένος: «όλο αυτό το τρέξιμο είτε στο Βυζάντιο, είτε στη Φιλοκαλία, είτε στην Πάτμο, είτε στις εικόνες, κάνει την Ορθοδοξία να φαίνεται σαν σούπερ μάρκετ. Ο καθένας διαλέγει αυτό που θέλει: την εποχή, το στυλ και την αναγνώριση. Αδύνατο να είναι ο εαυτός του. Πρέπει να ανήκει σε κάποιο «στυλ». Έχω ένα κάπως θλιβερό αίσθημα πως ό,τι είναι ουσιώδες στην Ορθοδοξία, το «εν ου εστί χρεία», το σημαντικό και το πολύτιμο, αφήνεται, κατά τη  γνώμη μου, στην άκρη του δρόμου – δεν διαθέτει το στυλ». Καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι: «όσο πιο πολύ ζώ, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν κάτι άλλο και αναμένουν κάτι άλλο από τη θρησκεία και στη θρησκεία. Για μένα αυτό είναι ειδωλολατρία, και συχνά κάνει την επαφή με τους ανθρώπους τόσο δύσκολη».

   Η ανατροπή της ιδεολογικοποίησης της πίστεως και της νοσηρής θρησκευτικότητος σύμφωνα με τον π. Αλέξανδρο επιτυγχάνεται όταν η Εκκλησία αρνηθεί τον συσχηματισμό της  με τον κόσμο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Μου φαίνεται πως πρώτιστο καθήκον της Εκκλησίας είναι ν’ αρνηθεί να λάβει μέρος στη λογική και στους κώδικες αυτού του κόσμου. Κανείς δεν μπορεί να φωτίσει τον κόσμο, αν πρώτα δεν τον απορρίψει ολοκληρωτικά. Αυτό που χρειάζεται στον σύγχρονο χριστιανισμό είναι θάρρος και πνευματική ελευθερία: ποτέ μην ενδώσετε στην «κατανόηση», στην «ανάμειξη», στην «επιβίωση του τρόμου». Την θέση του αυτή θεμελιώνει επισημαίνοντας ότι: «Δεν υπάρχει καμία αξία να μεταστρέφεις ανθρώπους στον Χριστό αν αυτοί δεν μεταστρέφουν την εικόνα που έχουν για τον κόσμο και τη ζωή, επειδή τότε ο Χριστός γίνεται απλώς ένα σύμβολο των όσων αγαπούμε και θέλουμε ήδη – χωρίς Αυτόν. Αυτού του είδους ο χριστιανισμός είναι πιο τρομακτικός απ’ ό,τι ο αγνωστικισμός ή ο ηδονισμός». Συνεκδοχικά συμπεραίνει ότι: «στον κόσμο μας κάθε θρησκεία χωρίς τον Χριστό (ακόμη και ο ίδιος ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία) είναι ένα αρνητικό φαινόμενο, θα έλεγα και τρομακτικό. Κάθε επαφή με μία τέτοια θρησκεία είναι επικίνδυνη. Μπορεί κάποιος να τη μελετήσει για να καταλάβει τον χριστιανισμό ή το Χριστό. Αλλά αυτή καθαυτή δεν μπορεί να αποτελεί σωτηρία, όπως και αν αντιλαμβανόμαστε αυτή τη λέξη».

   Στις σελίδες του προσωπικού Ημερολογίου του ο αοίδιμος π. Αλέξανδρος έρχεται και επανέρχεται στο φλέγον για τον ίδιο ζήτημα της κυριαρχίας των αντιεκκλησιολογικών ειδώλων στην εκκλησιαστική ζωή ή εν άλλαις λέξεσι της ειδωλοποιημένης εκκλησιαστικής ζωής και εύστοχα επισημαίνει πικρές αλήθειες τις οποίες οι «φωτισμένοι εκκλησιαστικοί ταγοί» αρνούνται να αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπον. Γράφει σχετικά: «Η Ορθόδοξη συνείδηση  δεν έχει προσέξει… την ιστορία. Αυτή η άρνηση της σημασίας που έχει η ιστορική διαδικασία δεν υπηρετεί την υπόθεση της Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία, αντί να κατανοήσει την αλλαγή, ώστε να ασχοληθεί μαζί της, βρέθηκε να έχει συντριβεί απ’ αυτήν… το να δραπετεύεις ή να αρνείσαι, αποδείχνεται ισχυρότερο από το να αποδέχεσαι… αυτή η πάλη με την ιστορία, που αναπόφευκτα ακολουθεί την πορεία της, προέρχεται από την ανικανότητα να αντιληφθούμε τη βασική χριστιανική αντινομία: «εν τω κόσμω τούτω αλλ’ ουκ εκ του κόσμου τούτου» και να κατανοήσουμε πως ο Ορθόδοξος κόσμος προέρχεται από αυτόν τον κόσμο. Το να διακηρύσσουμε πως αυτός ο Ορθόδοξος κόσμος αποτελεί μιάν απόλυτη, έσχατη πραγματικότητα αποτελεί προδοσία του. Πληρώνουμε το κόστος για την κρίση της Ορθοδοξίας επειδή δημιουργήσαμε τόσα πολλά είδωλα, εκατοντάδες ειδώλων. Ποτέ δεν εντάξαμε τον Ορθόδοξο κόσμο μας στη φράση «παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου». Τώρα που διαλύεται αυτός ο Ορθόδοξος κόσμος, προσπαθούμε να τον αναβιώσουμε. Ενδιαφερόμαστε πραγματικά για την τύχη πολλών Πατριαρχείων, για την επιβίωση του Αγίου Όρους. Ασχολούμαστε με το Βυζάντιο και τα βυζαντινά κείμενα, τα τόσο σημαντικά για τους θεολόγους… προσπαθούμε να κατακτήσουμε τη Δύση με ο,τιδήποτε είναι αδύναμο και αμφίβολο από την κληρονομιά μας. Αυτή η αλαζονεία, η αυτοϊκανοποίηση και η πομπώδης θριαμβολογία είναι τρομακτική. Ίσως πιο τρομακτικό είναι το γεγονός πως οι άνθρωποι που τα διατυπώνουν, τα βλέπουν, τα αισθάνονται, τα γνωρίζουν όλα αυτά είναι λίγοι… καταδικάζουμε τις αιρέσεις, τις παραβιάσεις των κανόνων, τις αμαρτίες των άλλων, και όλα αυτά τη στιγμή που η ουσία της Ορθοδοξίας, η Αλήθειά της θα μπορούσε, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία, ν’ ακουστεί ως σωτηρία».

   Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν με μία ανατρεπτική προσέγγιση γράφει ότι τα «είδωλα» στην εκκλησιαστική ζωή αντιμετωπίζονται μόνο με το γέλιο ως έσχατη αντίδραση στην μιζέρια της σοβαροφανούς πνευματικότητας, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Στενοχωριέμαι όταν συναντώ ανθρώπους χωρίς χιούμορ, συχνά νευρικούς, που προσβάλλονται εύκολα. Αν πρέπει να είμαστε «ώσπερ τα παιδία», είναι αδύνατο να το κάνουμε δίχως γέλιο. Όμως, και το γέλιο έχει εκπέσει και μπορεί να γίνει δαιμονικό. Στην αντιμετώπιση όμως των «ειδώλων», το γέλιο είναι λυτρωτικό, αφού μας επιτρέπει να το βλέπουμε μέσα από κάποια προοπτική».

   Η αρχαιοπληξία και η «καθαρότητα» της Ορθοδοξίας βασανίζει τον π. Αλέξανδρο, ο οποίος αρνείται να συμβιβαστεί με τα προσωπεία, την εκκλησιαστική τυποποίηση, τα φοβικά σύνδρομα, την εσωστρέφεια και την αυτάρεσκη αυτοϊκανοποίηση μιάς δήθεν ατόφιας πνευματικότητας, που ίσως να είναι – και όντως είναι – το μέγιστο είδωλο της συγχρόνου νοσηράς εκκλησιαστικής ζωής.

   Για την περί «καθαρότητος» της Ορθοδοξίας αντίληψη ορισμένων γράφει με λόγο αναιρετικό: «Η καθαρότητα της Ορθοδοξίας γι’ αυτούς συνίσταται σ’ έναν «Ορθόδοξο τρόπο ζωής» – δίχως σκέψη, δίχως προβλήματα. Αντίθετα, στην ουσία τα απωθούν και έτσι τα αρνούνται. Πιστεύουν πως είναι σωστό να αρνούνται τα προβλήματα, επειδή κάθε σκέψη, κάθε πρόβλημα αποτελεί απειλή αυτού του «Ορθόδοξου τρόπου ζωής», ενώ η κρίση του χριστιανισμού συνίσταται ακριβώς στην κατάρρευση αυτού του Ορθοδόξου τρόπου ζωής, στον οποίο βρέθηκε ο χριστιανισμός να έχει προσδεθεί και να έχει παραδοθεί… για να συντηρούν αυτό τον τρόπο ζωής, στέκονται μακριά από τον πολιτισμό και τη θεολογία, πράγματα δηλαδή, που μπορούν να τους γεννήσουν προβλήματα, ερωτήματα, ψαξίματα και αγώνες, πράγματα που διαρκώς απειλούν τον στατικό χαρακτήρα του τρόπου ζωής τους… Αυτοί οι άνθρωποι, πνιγμένοι στους περιορισμούς που επέλεξαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, είναι αρκετά ανίκανοι να αποδεχθούν ή να προσπαθήσουν να κατανοήσουν οποιαδήποτε δημιουργικότητα…».

   Γιατί άραγε έλκει τόσο πολύ το «αρχαιοπρεπές» της εκκλησιαστικής ζωής, όπως την αντιλαμβάνονται οι ιδιότυποι αυτοί αρχαιόπληκτοι; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν με «αφοβικό» και αρκετά επικριτικά καυστικό λόγο: «Ο χριστιανισμός και η Ορθοδοξία είναι γι’ αυτούς καλά και αποδεκτά επειδή είναι αρχαιοπρεπή, επειδή ανήκουν στο παρελθόν, επειδή είναι η ουσία και η επικύρωση του «Ορθόδοξου τρόπου ζωής». Γι’ αυτό, απλώς δεν δέχονται καμιά λέξη, κανένα δημιουργικό έργο, ακόμη κι αν είναι γνήσιο και αληθινό, αν δεν διαθέτει μια οικεία γι’ αυτούς «ιερή μορφή». Νιώθουν να απειλούνται, πως βρίσκονται σε κίνδυνο, αισθάνονται πως κάποια ουσιώδη θεμέλια έχουν μετακινηθεί. Καρποί αυτού του είδους νοοτροπίας είναι ο φόβος, η στενοκεφαλιά, μιά ολική ανικανότητα διάκρισης των πνευμάτων».

   Αυτή η νοσηρή πνευματικότητα με τον εγωϊστικό ατομοκεντρικό χαρακτήρα νεκρώνει την «κοινωνία των προσώπων» και γεννά την μικροψυχία στις ψυχές των ανθρώπων και του κόσμου. Αυτή η εωσφορική μικροψυχία απασχολεί έντονα τον π. Αλέξανδρο, ο οποίος αποπειράται ευθέως να προκαλέσει γράφοντας σχετικά: «ο πεπτωκώς κόσμος είναι ένας μικρόψυχος κόσμος, ένας κόσμος στον οποίο δεν μπορείς να διακρίνεις κανένα υψηλό όραμα, δεν ακούγεται καμία υψηλή έννοια. Σ’ ένα μικρόψυχο κόσμο, ακόμη και η θρησκεία γίνεται μικρόψυχη. Η διαστροφή του χριστιανισμού δεν προέρχεται από τις αιρέσεις, αλλά από την πτώση. Μια πτώση προς τα κάτω, και η μικροψυχία περιμένει εκεί κάτω».

   Διερωτάται ο π. Αλέξανδρος πού άραγε μπορεί να βρεθεί η αληθινή πνευματικότητα ή γιατί δεν βρίσκεται ακόμη, δυστυχώς, και μέσα στην Εκκλησία; Παλεύει ο ίδιος να δώσει την απάντηση και ρίχνει το αλάτι επί της πληγής γράφοντας με διάθεση αφυπνιστική τα εξής: «Πολύ συχνά όμως η Εκκλησία εμπλέκεται σε προβλήματα που όχι μόνο είναι ανύπαρκτα αλλά και βλαβερά. «Πνευματικότητα» «εκκλησιαστικότητα» – επικίνδυνες και αμφίβολες έννοιες. Πολύ συχνά, οι άνθρωποι που γνωρίζω πως αναζητούν την πνευματικότητα, είναι στενόμυαλοι, αδιάλλακτοι, ανιαροί, άχαροι, και αρκετά συχνά κατηγορούν άλλους πως δεν είναι αρκετά πνευματικοί. Οι ίδιοι αποτελούν συχνά κέντρο της συνείδησής τους, και όχι ο Χριστός, το Ευαγγέλιο ή ο Θεός. Κανείς δεν ανθίζει κοντά τους· ακριβώς το αντίθετο, μαραζώνει. Υπερηφάνεια, εγωκεντρισμός, αυτοϊκανοποίηση και στενομυαλιά.

   Αλλά τότε, τί χρειάζεται η πνευματικότητα; Θα μπορούσε κάποιος να μου πει πως αυτή δεν είναι η γνήσια πνευματικότητα, αλλά μιά ψευδοπνευματικότητα.

   Πού θα βρεθεί όμως η αληθινή πνευματικότητα; – Ίσως στην έρημο ή σε απομονωμένα μοναστικά κελλιά. Όμως η πνευματικότητα, που ανευρίσκεται στην Εκκλησία με τρομάζει κάπως. Δεν υπάρχει τίποτε το χειρότερο από μιά επαγγελματική θρησκευτικότητα. Όλο αυτό το «ξεκούκισμα» του κομποσχοινιού στη διάρκεια ενός εκκλησιαστικού κοτσομπολιού, το όλο στυλ των στεναγμών και των χαμηλωμένων ματιών, μου φαίνονται πολύ συχνά κάτι το φοβερά επίπλαστο».

   Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν όντας ο ίδιος εξομολόγος επιχειρεί την πνευματική ανατομία του θεσμού των Γερόντων στην εκκλησιαστική ζωή, η οποία στην σύγχρονη εποχή πλήττεται από έναν «ιδιότυπο γεροντισμό». Γράφει σχετικά: «Βλέπω να γίνεται μεγάλο κακό, από την ενθάρρυνση του εγωκεντρισμού και της πνευματικής υπερηφάνειας (και από τις δύο πλευρές), μέχρι του σημείου να υποβιβάζεται η πίστη στον εαυτούλη μας και στα προβλήματά μας. Ο χριστιανισμός υπήρξε ανέκαθεν ένα κήρυγμα, μιά αποκάλυψη αυτού του άλλου, ανώτερου επιπέδου, της ίδιας της πραγματικότητας, και όχι μιά «ερμηνεία» της. Τότε τί σημαίνει η ύπαρξη των γερόντων (στάρετς); Το να είναι κάποιος γέροντας αποτελεί μιά ειδική κλήση. Αν πάρουμε στα σοβαρά όσα γνωρίζουμε για τον θεσμό των γερόντων, βλέπουμε πως οι γέροντες δεν παραδίνονται ούτε στην καθοδήγηση που δημιουργεί στενές σχέσεις, ούτε στη λύση προβλημάτων αλλά στην αποκάλυψη της πραγματικότητας του Κυρίου. Γι’ αυτό κι ένας ψευδογέροντας είναι τόσο επικίνδυνος – υπάρχουν τόσοι πολλοί σήμερα και είναι συνήθως γεμάτοι από δίψα για εξουσία».

   Όταν πάλι ο λόγος έρχεται στην αξία του θείου κηρύγματος, ο π. Αλέξανδρος προβαίνει στην οριοθέτηση της έννοιας χωρίς συναισθηματισμούς και ακραίες ευσεβιστικές εξάρσεις, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Είμαι αρκετά πεπεισμένος πως το γνήσιο κήρυγμα αποτελεί πάντα μία απάντηση σε αμφιβολίες και πειρασμούς, καθώς και στη θεραπεία τους. Το κήρυγμα για τον Χριστό, και μόνο για τον Χριστό – η γνωριμία και η συνάντηση μαζί του, η υπακοή σ’ Αυτόν, η αγάπη γι’ Αυτόν – είναι αυτό που μπορεί να εξαλείψει αμφιβολίες και προβλήματα. Αυτό που καθιστά έναν κήρυκα ικανό είναι όταν απευθύνει το μήνυμά του στον ίδιο τον εαυτό του, στη δική του απελπισία και έλλειψη πίστης, στη δική του χλιαρή καρδιά. Τί μπορούν να προσθέσουν σ’ αυτό οι «συζητήσεις»;».

   Εάν ανακεφαλαιώναμε τα όσα παραπάνω εν είδει ανατομίας της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής μας επισημαίνει και καταθέτει στο «Προσωπικό Ημερολόγιό» του ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, θα επιλέγαμε ένα αξιοσημείωτο απόσπασμα στο οποίο ο ίδιος διδάσκει με νουθετήριο λόγο τα εξής: «Η παρουσία μας στην Εκκλησία πρέπει να είναι απελευθερωτική. Αλλά με τον σύγχρονο ρυθμό της Εκκλησίας, η εκκλησιαστική ζωή δεν απελευθερώνει, αλλά περιορίζει, υποδουλώνει, και αδυνατίζει τον άνθρωπο. Αρχίζουμε να ενδιαφερόμαστε για το Παλαιό και Νέο Ημερολόγιο, για το τί κάνουν οι Επίσκοποι, προσλαμβάνουμε ένα είδος γλοιώδους γλυκύτητας. Μεγάλο μέρος από την επονομαζόμενη πνευματική γραμματεία έχει μιά αμφίβολη ποιότητα. Αντί να διδάσκουμε τους ανθρώπους να κοιτάζουν τον κόσμο μέσα από την όραση της Εκκλησίας, αντί να μεταμορφώνουμε την εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τη ζωή του, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι – για να είμαστε «πνευματικοί» – να ντυθούμε μ’ έναν απρόσωπο, λερωμένο «χιτώνα ευσεβείας».

   Ο άνθρωπος, αντί να γνωρίζει τουλάχιστον πως υπάρχει χαρά, φως, νόημα, αιωνιότητα, εκνευρίζεται, γίνεται στενόμυαλος, αδιάλλακτος και συχνά απλώς μικρόψυχος. Ούτε καν μετανοεί γι’ αυτό, επειδή όλα προέρχονται από την «εκκλησιαστικότητα», ενώ το νόημα της πίστης συνίσταται μόνο στην πλήρωση της ζωής με φως, στην αναφορά της στον Θεό, στη μεταμόρφωση της ζωής σε σχέση με τον Θεό».

Υ.Γ. Το παρόν κείμενο εγράφη εξ αφορμής δύο εμπνευσμένων κειμένων, τα οποία συνέγραψε και ανήρτησε στην «Ιδιωτική Οδό» ο συνάδελφος Θεολόγος και φίλος κ. Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος, Υπεύθυνος της ιστοσελίδας «Φως Φαναρίου», ήτοι τα: α) Όσα δεν έκανε ο Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος και β) Η λειτουργική ζωή σε ρυθμούς… λιτανειοσέλφι και… αντιγράφων εικόνων ελέω Εφραίμ.           

Προηγούμενο άρθροΑκούστε το το καινούριο τραγούδι “Αχ Αγαπη μου Παλια” (Σταύρος Χαλιαμπάλιας-Ευριπίδης Νικολίδης-Πασχάλης Μπούρας)
Επόμενο άρθροΣυγκέντρωση του ΠΑΜΕ στην Αλεξανδρούπολη