Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), καταγόταν από την Αδριανούπολη (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου) και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το έτος 1803 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810.

Στις 4 Μαρτίου του 1813, εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο.

Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο καθώς αποκαλύφθηκε η δράση του στη Φιλική Εταιρεία. Αναχώρησε για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αδριανούπολη.

Εκεί στις 18 Απριλίου 1821 (Κυριακή του Θωμά) υπέστη διά αγχόνης μαρτυρικό θάνατο μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες, ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.

Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν, ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως».

Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό Έβρο για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον Χρήστο Αργυρίου στο χωριό Πύθιο Διδυμοτείχου.

Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815, αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη.

Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων«Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ.

Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.

Πηγή: www.saint.gr

Προηγούμενο άρθροΙΕΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΑ ΠΡΙΓΚΗΠΟΥ (Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς)
Επόμενο άρθροΜε καβαλάρηδες στα άλογα, η περιφορά της εικόνας του Αγίου Γεωργίου στον Άβαντα