Αν μας ενδιαφέρει η ειρήνη τότε θα πρέπει να δούμε τα εθνικά μας θέματα και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν τις σχέσεις μας με την Τουρκία χωρίς εθνικούς συναισθηματισμούς αλλά αξιολογώντας αντικειμενικά τα εκάστοτε δεδομένα. Μπορεί η ένταση στα Ίμια να αποκλιμακώθηκε μετά τον εμβολισμό του ελληνικού σκάφους του Λιμενικού από τουρκική ακταιωρό, η ένταση όμως στην κυπριακή ΑΟΖ δεν πρόκειται να εκτονωθεί διότι έχει ως επίκεντρο συμφέροντα που τώρα διακυβεύονται και θα πυροδοτούν συνεχώς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ίσως μάλιστα το συμβάν στα Ίμια να αποτελούσε αντιπερισπασμό της Άγκυρας για την κυπριακή ΑΟΖ.

Γιαυτό, στις σημερινές συνθήκες αποτελεί υποκρισία να συζητάς για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων παραβλέποντας το ενεργειακό πρόβλημα στην κυπριακή ΑΟΖ. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρος Αναστασιάδης σε συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα είχε δηλώσει: «Ουδέποτε αποτέλεσε (το ενεργειακό) αντικείμενο συζήτησης…». Και συμπλήρωσε: «Αυτή τη στιγμή η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τη δική της ΑΟΖ μέσα στην οποία αδειοδοτούνται θαλάσσιες περιοχές και θα έχει την αποκλειστική ευθύνη διαχείρισης, εκμετάλλευσης, κ.λ.π. Με τη λύση οι αρμοδιότητες μεταβιβάζονται στην κεντρική κυβέρνηση που θα έχει την απόλυτη διαχείρισης» (Καθημερινή 25/12/2016). Και αν δεν υπάρξει λύση; Το σύνολο των ενεργειακών πηγών θα διαχειρίζεται μόνον η ελληνοκυπριακή κοινότητα συμπαρασύροντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε αδιέξοδο; Με άλλα λόγια, μήπως βολεύει στην ελίτ της Λευκωσίας το επαναλαμβανόμενο ναυάγιο των συνομιλιών για το κυπριακό αφού σύμφωνα με την άποψη του προέδρου Αναστασιάδη αυτό παρέχει στην ελληνοκυπριακή πλευρά το δικαίωμα να διαχειρίζεται μονομερώς τον υποθαλάσσιο ενεργειακό πλούτο της κυπριακής ΑΟΖ; Ποιος όμως επωμίζεται σήμερα το βάρος αυτής της λογικής; Έχει η Κυπριακή Δημοκρατία την ισχύ να την υπερασπιστεί ή προσβλέπει στην Ελλάδα;

Γιατί έπρεπε το ενεργειακό να προταχθεί μαζί με τα θέματα εγγυήσεων, επεμβατικών στρατευμάτων και στρατευμάτων κατοχής στις συνομιλίες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος; Διότι το θέμα των ενεργειακών πηγών έχει μια ιδιαιτερότητα έναντι των άλλων πτυχών που υφίστανται από το 1974. Ενώ οι άλλες πτυχές του κυπριακού προβλήματος, όπως π.χ. του εδαφικού, του περιουσιακού, της διακυβέρνησης, ακόμη και των εγγυήσεων, υφίστανται από τη δημιουργία του προβλήματος μέχρι σήμερα αναλλοίωτες, το πρόβλημα της αξιοποίησης του ενεργειακού πλούτου είναι πρόσφατο και εξελίσσεται ραγδαία: Συμφωνίες για τις έρευνες υπογράφονται, ναυτικές δυνάμεις συγκεντρώνονται στην Ανατολική Μεσόγειο και ισχυρές δυνάμεις έχουν εγκατασταθεί στην Εγγύς Ανατολή με αφορμή τον ΙSIS πανέτοιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους στην Αν. Μεσόγειο, ενώ εύλογα θα πρέπει να αναμένουμε στο άμεσο μέλλον συμφωνίες για την αξιοποίησή του φυσικού αερίου. Γιαυτό κι αν ακόμη το Κυπριακό πρόβλημα δεν επιλυθεί ποτέ, είναι αυτονόητο ότι η ειρήνη στην Αν. Μεσόγειο απαιτεί απαντήσεις στο ενεργειακό πρόβλημα και μάλιστα άμεσες. Και για έναν σοβαρό πρόσθετο λόγο: Διότι, πλέον των ενδοκυπριακών διαφορών, εμπλέκονται και ξένες δυνάμεις οι οποίες λειτουργούν ως υποβολείς των ανταγωνιστικών συμφερόντων τους προς τις δύο κοινότητες, στρέφοντας τη μια εναντίον της άλλης κάθε φορά που θεωρούν ότι οι συμφωνίες “αδικούν” τα συμφέροντά τους. Γιαυτό η επίλυση του ενεργειακού υπερβαίνει την επίλυση του Κυπριακού.

Δεν έγινε κατανοητό επί σαράντα και πλέον χρόνια συζητήσεων για το Κυπριακό ότι τα προβλήματα διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου κάθε φορά που αλλάζουν οι συνθήκες, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται η λύση τους; Το 1974 δεν είχε καμία αξία το θέμα της ΑΟΖ, λόγω της αδυναμίας –τότε- της τεχνολογίας να αξιοποιήσει τον υποθαλάσσιο πλούτο, σήμερα όμως η ΑΟΖ έχει προσλάβει μεγάλη οικονομική αξία. Επομένως το δόγμα Αναστασιάδη «πρώτα η λύση (του Κυπριακού), και μετά η συζήτηση για το αέριο», που ασπάζεται και η Αθήνα, οδηγεί τις συνομιλίες σε αδιέξοδο και δημιουργεί εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή που ίσως η σύγκρουση συμφερόντων τις καταστήσει ανεξέλεγκτες. Γιαυτό το δόγμα “Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει και συμπαρίσταται” είναι απαράδεκτο. Δεν μπορεί να αποφασίζει η Λευκωσία για τον Ελληνισμό, εμπλέκοντας και την Ελλάδα, αλλά μόνον το εθνικό κέντρο, η Αθήνα.

Ο Νίκος Ρολάνδης τ. υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ανοικτή επιστολή του προς τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη τον περασμένο Μάιο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου σημειώνοντας: «Σήμερα, αγαπητέ μου πρόεδρε, έχουμε μπροστά μας το μεγάλο θέμα της αξιοποίησης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Από τότε που πρωτοξεκίνησα το θέμα το 1998, η Τουρκία απειλούσε και ο πρόεδρος Κληρίδης εκρατείτο ενήμερος για τις αντιδράσεις αυτές. Πιστεύαμε πως χρειαζόταν πολλή προσοχή και σύνεση στους χειρισμούς, γιατί οι ενδείξεις ήταν θετικές για μεγάλο υποθαλάσσιο πλούτο. Και όσο πιο μεγάλος είναι ο πλούτος τόσο πιο μεγάλος είναι ο κίνδυνος. Γνωρίζαμε καλά πως πολλές συγκρούσεις και πόλεμοι ανά τον κόσμο οφείλονταν στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο….. . Εν όψει των ανωτέρω έκανα από το 2006 μια πρόταση για ένα δίκαιο διαμοιρασμό του πλούτου αυτού μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (είχα υπόψη μου 75-80% οι Ελληνοκύπριοι, 20-25% οι Τουρκοκύπριοι). Την πρόταση την επανέλαβα πολλές φορές αλλά και σε άρθρο μου στις 29 Μαρτίου 2017. Ο Τουρκοκύπριος «πρόεδρος» (το 2006) Ahmet Ali Talat επέδειξε ενδιαφέρον να συζητήσει την πρόταση. Μάλιστα είχε πει πως ήταν διατεθειμένος να προωθήσει το θέμα προς την Άγκυρα. Η δική μας πλευρά όμως δεν αντέδρασε. Τη δίκαιη κατανομή του υποθαλάσσιου πλούτου υποστήριξαν με δηλώσεις τους κατά καιρούς πολλές χώρες. Μεταξύ αυτών τον Μάιο του 2012 ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Herman Van Rompuy. Πολλές φορές οι Αμερικανοί, με τελευταίες δηλώσεις της πρέσβεως των ΗΠΑ Kathleen Doherty (8/5/17) η οποία αναφέρθηκε στο αέριο που μπορεί να “βοηθήσει τους Κυπρίους συνολικά”, όπως και του State Department (10/5/2017) πως το “αέριο πρέπει να διαμοιραστεί δίκαια μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας συνολικής διευθέτησης”. Επίσης ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Sergey Lavrov, ο οποίος στις 17/4/2013 δήλωσε: “Οποιαδήποτε εκμετάλλευση φυσικών πόρων πρέπει να στηρίζεται σε συναίνεση, ώστε όλοι οι Κύπριοι, χωρίς καμιά εξαίρεση να επωφεληθούν από τους πόρους αυτούς”….. Πρόσεξε λοιπόν, φίλε πρόεδρε τους χειρισμούς σου. Μελέτησε την πρότασή μου, αν δεν είναι πολύ αργά. Δεν θα μας σώσουν ούτε οι πετρελαϊκές πολυεθνικές, ούτε οι “φίλοι” μας» (Καθημερινή 28/5/2017).

Μακροδημόπουλος Δημήτρης

Προηγούμενο άρθροΣυγκεντρωτικά αποτελέσματα της ενεργειακής αναβάθμισης συμβατικών φωτιστικών σωμάτων/λαμπτήρων στο δίκτυο φωτισμού του Δήμου Αλεξανδρούπολης
Επόμενο άρθροΣυνεργασία της Φιλαρμονικής του Δήμου Αλεξανδρούπολης με τους φοιτητές του ΔΠΘ