Ο Αμερικανός μεγαλοεπενδυτής Τζον Πόλσον, ο οποίος έχει επενδύσει στην Τράπεζα Πειραιώς (9,3%), στην Alpha Bank (7,3%) και στην ΕΥΔΑΠ (9,9%), σε πρόσφατη συνέντευξη του σε αθηναϊκή εφημερίδα υποστήριξε ότι η αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων θα επιτευχθεί με «τη μείωση φόρων και τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα». Συμπληρώνοντας ότι «αν η Ελλάδα ακολουθούσε αυτή τη συνταγή, τότε θα σημειώνονταν και σε αυτή τη χώρα μια έκρηξη επενδυτικής δραστηριότητας και οικονομικής ανάπτυξης». Βέβαια δεν εξήγησε ότι δημόσιος τομέας δεν είναι μόνον οι υπάλληλοι που τον υπηρετούν αλλά και η κοινωνική προστασία με τα προνοιακά επιδόματα, τα επιδόματα ανεργίας, η υγεία με το ΕΣΥ, η παιδεία, κ.ο.κ. Πόσο θα πρέπει να υποβαθμιστούν περαιτέρω όλα αυτά για να έλθουν οι επενδυτές; Αλλά και αν έλθουν με αυτές τις προϋποθέσεις η οικονομική ανάπτυξη για ποιους θα είναι; Για τους Έλληνες ή για τους επενδυτές; Βέβαια, ο κύριος Πόλσον δεν αναφέρθηκε στον αφελληνισμό των ελληνικών τραπεζών κατά την ανακεφαλαιοποίησή τους το Νοέμβρη του 2015, η οποία ενώ πραγματοποιήθηκε με σημαντική επιβάρυνση του δημόσιου χρέους, δηλαδή των Ελλήνων φορολογούμενων, διοικούνται πλέον από διοικητικά συμβούλια που ορίζει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), στο οποίο πλειοψηφούν οι ξένοι έναντι των Ελλήνων μελών του. Προφανώς κάπως έτσι φαντάζεται την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας γιαυτό επιμένει με το 9,3% που κατέχει στην Τράπεζα Πειραιώς να επιβάλλει τη διοίκησή του.

Όπως έγραφε ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ αναλύοντας τη διαφορά ανάμεσα στη φιλελεύθερη και στη νεοφιλελεύθερη πρακτική δανεισμού, βάσει της πρώτης οι δανειστές αναλάμβαναν τις απώλειες που προέκυπταν από κακές επενδυτικές αποφάσεις ενώ βάσει της δεύτερης οι δανειζόμενοι εξαναγκάζονται από κρατικές και διεθνείς δυνάμεις, όπως το ΔΝΤ, να αναλαμβάνουν όλο το κόστος της αποπληρωμής του χρέους, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στη ζωή και στην ευημερία του τοπικού πληθυσμού. Αν αυτό απαιτεί την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων σε ξένες εταιρείες σε εξευτελιστικές τιμές, αυτό γίνεται χωρίς ενδοιασμούς. Μπορούν να μας εξηγήσουν οι τραπεζίτες, γιατί, αντίθετα με την παραπάνω νεοφιλελεύθερη πρακτική, ενώ κάθε ιδιωτική επιχείρηση που αστοχεί χρεοκοπεί, κάθε ιδιωτική τράπεζα υπερχρεώνει την κοινωνία; Γιατί διαμαρτύρονται για τα κόκκινα δάνεια όταν εντελώς απερίσκεπτα ενίσχυαν τον οργασμό της ανοικοδόμησης τη δεκαετία του 2000; Πού οδήγησε η ανεξέλεγκτη λειτουργία των ιδιωτικών τραπεζών “ερήμην” του κράτους, σε παγκόσμια και ευρωπαϊκή κλίμακα; Η παγκόσμια κρίση του 2008 αποδίδεται στις τράπεζες και όχι στο χρέος των κρατών. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Κύπρος, δεν είχαν υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η διάσωση των τραπεζών τις βύθισε στο χρέος.

Φταίει λοιπόν ο δημόσιος τομέας; Ο Ντάνι Ρόντρικ στο βιβλίο του «Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης» διερωτάται γιατί η παγκόσμια οικονομία δεν κατακρημνίστηκε κατά τη σημερινή κρίση στα βράχια του προστατευτισμού, όπως συνέβη με τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. «Η απάντηση είναι, σημειώνει, ότι στις δεκαετίες που μεσολάβησαν οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες δημιούργησαν ένα εκτεταμένο πλέγμα θεσμών κοινωνικής προστασίας – επιδόματα ανεργίας, προγράμματα μετεκπαίδευσης και άλλες παρεμβάσεις στις αγορές εργασίας, ασφάλεια υγείας, οικογενειακή υποστήριξη – που αμβλύνουν την απαίτηση για πιο χονδροειδείς μορφές προστατευτισμού, όπως η οχύρωση της οικονομίας πίσω από υψηλά δασμολογικά τείχη». Πώς επιτεύχθηκε αυτό; «Οι πολίτες, συνεχίζει, απαιτούν να αντισταθμίζονται οι κίνδυνοι όταν οι οικονομίες τους είναι πιο εκτεθειμένες στις δυνάμεις της διεθνούς οικονομίας και οι κυβερνήσεις ανταποκρίνονται σε αυτή την απαίτηση, οικοδομώντας διευρυμένα δίκτυα ασφαλείας είτε μέσω κοινωνικών προγραμμάτων είτε μέσω της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα… Το κράτος πρόνοιας, καταλήγει, είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της ανοιχτής οικονομίας… Αν θέλεις να αναπτύξεις τις αγορές, πρέπει να κάνεις το ίδιο με τον δημόσιο τομέα»! Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2014, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες δαπάνες για την κοινωνική προστασία με αποτέλεσμα να διαθέτει μόλις το 8,6% των συνολικών δαπανών της για την Υγεία έναντι 14,8% του μέσου όρου στην Ε.Ε. και 7,6% για την παιδεία έναντι 10,3% στην Ε.Ε.. Αλλά και για τους τομείς όπως “ασθένεια και αναπηρία” διατίθεται το 2,5% των δαπανών έναντι 5,8% στην Ε.Ε., “οικογένεια και παιδιά” μόλις 1,1% έναντι 3,5% στην Ε.Ε., αλλά και για “ανεργία” μόλις 1,5% της συνολικής δαπάνης έναντι 3,2% στην Ε.Ε. και 3,8% στη Ευρωζώνη. Πόσο λοιπόν μπορεί να μειωθεί ακόμη ο δημόσιος τομέας για να ικανοποιήσει τους τραπεζίτες και τους δανειστές; Αλλά δεν είναι μόνον ο Ντέιβιντ Ρόντρικ και άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο Ντέιβιντ Κάμερον. Και ο Πωλ Κρούγκμαν σε άρθρο του στους New York Times με τίτλο «Γιατί η κρίση του 2008 δεν οδήγησε στο 1930» αποδίδει την αντοχή της αμερικανικής οικονομίας στο μέγεθος του αμερικανικού δημόσιου τομέα που ήταν πολλαπλάσιος έναντι του 1930 και ιδιαίτερα στις κοινωνικές δαπάνες που ήσαν πολύ μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Ο δημόσιος τομέας λοιπόν στηρίζει την οικονομία μιας χώρας και δεν την τροχοπεδεί. Ούτε βέβαια νοείται ευνομούμενο κράτος χωρίς κοινωνικές υπηρεσίες, με νοσοκομεία και σχολεία να υπολειτουργούν και ανεπαρκείς υπηρεσίες πρόνοιας. Όμως, όταν αναφερόμαστε στον δημόσιο τομέα, αναφερόμαστε σε έναν υγιή μηχανισμό που λειτουργεί υπηρετώντας τις ανάγκες του κράτους και της κοινωνίας. Το πολιτικό θράσος στη χώρα μας έγκειται στην διαπίστωση ότι καταφέρονται κατά του δημόσιου τομέα αυτοί που τον οικοδόμησαν έτσι ώστε να υπηρετεί τις ανάγκες του δικομματισμού: Με κριτήριο τις πελατειακές σχέσεις, τη ρουσφετολογία, την αναξιοκρατία και γνώμονα την εξυπηρέτηση των κομματικών και προσωπικών επιδιώξεων.

Μακροδημόπουλος Δημήτρης

Προηγούμενο άρθροΕπέστρεψε η αποστολή του ΟΕΓΑ γεμάτη διακρίσεις και μετάλλια
Επόμενο άρθροΗ αιτιολόγηση της “ΑΝΑ.Σ.Α.” για την αρνητική της ψήφο, στην αύξηση των δημοτικών τελών.