Με αφορμή τις διερευνητικές επαφές

Ελλάδα – Τουρκία: “Αιχμάλωτες” της γεωγραφίας

  1. Τα σύνορα και οι πόλεμοι

Έγραφε ο Μαρξ για τα σύνορα: «Αν πρόκειται τα στρατιωτικά συμφέροντα να θέσουν τα όρια, τότε οι διεκδικήσεις δεν θα έχουν τελειωμό, γιατί τα στρατιωτικά σύνορα είναι κατ’ ανάγκη λανθασμένα σύνορα και δεν βελτιώνονται παρά με προσάρτηση καινούργιων εδαφών και επί πλέον δεν είναι δυνατόν να χαραχτούν οριστικά και δίκαια, διότι τα επιβάλλει ο κατακτητής στον κατακτημένο και φέρουν, επομένως, μέσα τους το σπέρμα καινούργιων πολέμων». Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει όλα αυτά είναι η πρόσφατη σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας που άλλαξε για άλλη μια φορά το χάρτη του Νοτίου Καυκάσου. Στον προηγούμενο πόλεμο, το 1992 – 1994, η Αρμενία είχε κατορθώσει να αποσπάσει όχι μόνο τον έλεγχο του Ναγκόρνο Καραμπάχ που αποτελεί διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφος του Αζερμπαϊτζάν, αλλά και επτά γειτονικών αζερικών επαρχιών, μέσω των οποίων εξασφάλιζε την εδαφική συνέχεια με το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Με τη τελευταία σύρραξη οι επτά επαρχίες επέστρεψαν στο Αζερμπαϊτζάν, το οποίο κατέλαβε και ένα τμήμα του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Και ασφαλώς έπεται συνέχεια μελλοντικά. Τί είναι αυτό που μετέβαλε για άλλη μια φορά τα σύνορα των δύο κρατών; Ασφαλώς ο συσχετισμός δυνάμεων των δύο εμπόλεμων που διαφοροποιήθηκε έναντι του πολέμου το 1992 1994. Διότι οι ξένες δυνάμεις που θέλουν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, σε κάθε περιοχή, αξιοποιούν τις τοπικές διαφορές ως φορέα διείσδυσης των συμφερόντων τους. Γιαυτό οι χώρες που γειτονεύουν είναι καταδικασμένες να βρουν τρόπο να ζήσουν ειρηνικά. Επομένως, Ελλάδα και Τουρκία, ως “αιχμάλωτες της γεωγραφίας”,  δεν έχουν άλλη επιλογή.

Αντί λοιπόν ξένα συμφέροντα να καθορίζουν τις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει οι ηγεσίες των δύο χωρών να επιλύσουν τις εκκρεμότητες στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου χωρίς διαμεσολαβήσεις. Πρόσφατα παραδείγματα που αναδεικνύουν την αναγκαιότητα αυτή; Πέρυσι τον Αύγουστο  η κυβέρνηση πανηγύριζε τη σύναψη ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την ΑΟΖ δυτικά του 28ου μεσημβρινού, με τη λογική ότι έτσι αντιμετωπίζαμε το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Προσδοκούσε μάλιστα ότι με τη μελλοντική επέκταση της συμφωνίας ανατολικά του 28ου μεσημβρινού θα αναγνωρίζονταν η επήρεια του Καστελόριζου. Πρόσφατα όμως η αιγυπτιακή κυβέρνηση προκηρύσσοντας την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στη Μεσόγειο, στο  οικόπεδο 18, το οποίο επεκτείνεται ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, ακολούθησε τα νότια όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, όπως αυτά κοινοποιήθηκαν  στον ΟΗΕ από την Άγκυρα με ρηματική διακοίνωση στις 13 Νοεμβρίου 2019, λίγες ημέρες πριν από την υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου. Έτσι, το Κάιρο έλαβε αποστάσεις από τις απόψεις της Αθήνας περί της επήρειας του Καστελόριζου και της συνάντησης των ΑΟΖ  Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας. Άσχετα αν μετά το αγωνιώδες “τρέξιμο” της Αθήνας στο Κάιρο που ακολούθησε, το επίμαχο οικόπεδο σταματά στον 28ο μεσημβρινό χωρίς να επεκτείνεται ανατολικότερα, το μήνυμα του Καίρου προς την Άγκυρα έχει σταλεί. Δεύτερο παράδειγμα; Ενώ οι εξελίξεις στη Λιβύη με την συγκρότηση ενιαίας μεταβατικής κυβέρνησης για τη χώρα δημιούργησαν ελπίδες αποδυνάμωσης του τουρκολιβυκού συμφώνου, ο μεταβατικός πρωθυπουργός Αμπντούλ Ντμπειμπα δήλωσε πως “το τουρκολιβυκό μνημόνιο καθορισμού θαλάσσιων συνόρων είναι μια πολύ σημαντική συμφωνία και θα συνεχίσει να ισχύει κανονικά χωρίς κανένα πρόβλημα”. Σε τί προσδοκούμε με αυτή την πολιτική;

  1. Οι σχέσεις Δύσης – Τουρκίας και η Ελλάδα

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε συνέντευξή του σε αθηναϊκή εφημερίδα τον περασμένο Σεπτέμβρη είχε προειδοποιήσει: “Η Ελλάδα δεν μπορεί να επωμιστεί το βαρύ πρόβλημα των αβέβαιων σχέσεων Δύσης – Τουρκίας”. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό Βάθος», από το 2001, συμμερίζονταν την ίδια άποψη: «Η αμοιβαία αδυναμία της Τουρκίας και της Ελλάδας, που συνεχώς παρακολουθούν η μία την άλλη, στα πλαίσια του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έγραφε, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης σε σοβαρό βαθμό από τις άλλες χώρες τη στιγμή που χρειάστηκε. Αυτή η εκμετάλλευση μετέτρεψε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πρωτίστως σε σημαντική μεταβλητή των τουρκοδυτικών σχέσεων. Η Τουρκία, η οποία αφέθηκε να αγωνιστεί με μία κοντινή απειλή που την ενοχλεί, βρέθηκε ανίκανη να ανοίξει τους ορίζοντές της σε δυναμικού και δραστήριου χαρακτήρα, μεγάλης κλίμακας και παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές». Και συνέχιζε: «Η Τουρκία δεν μπορεί να παραμελήσει ποτέ την Κύπρο.  Ωστόσο δεν μπορεί να δεσμεύσει έναν ολόκληρο άξονα εξωτερικής πολιτικής σε ένα γεγονός που κατά τακτά χρονικά διαστήματα εμφανίζεται στην επικαιρότητα με καθοδηγούμενες και τεχνητές κορυφώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα δοθεί η ευκαιρία στις μεγάλες δυνάμεις, που γνωρίζουν την αδυναμία της Τουρκίας στα θέματα της Ελλάδας και της Κύπρου, να χρησιμοποιούν την αδυναμία της αυτή, έτσι ώστε να προκαλείται ανησυχία στην Τουρκία κάθε φορά και σε κάθε συγκυρία κατά την οποία οι υπολογισμοί της εξωτερικής πολιτικής [των εν λόγω χωρών] συγκρούονται με αυτήν». Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα.. Με αποτέλεσμα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να αποτελούν μόνιμη παράμετρο των τουρκοδυτικών σχέσεων ως  μέσον ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής σε πεδία δυτικού ενδιαφέροντος με τελευταία περίπτωση αυτή της γεωστρατηγικής σύγκρουσης της Γαλλίας με την Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που τρίτες δυνάμεις διαμεσολαβούν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται. Διότι επιδιώκουν και καλλιεργούν την όξυνση αφού αυτή τους δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στην περιοχή. Βέβαια στην εξωτερική πολιτική αποτελεί κανόνα να αξιοποιείται τυχόν σύμπλευση των εθνικών συμφερόντων με τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών στην περιοχή με την προσδοκία της εκπλήρωσής τους. Όμως επειδή οι σχέσεις αυτές είναι ετεροβαρείς (όπως π.χ. Ελλάδας – ΗΠΑ, Ελλάδας – Γαλλίας ή Γερμανίας, κοκ) οι εξελίξεις δεν οριοθετούνται εκεί όπου εκπληρώνονται τα εθνικά συμφέροντα αλλά των ισχυρών γιαυτό συνήθως είναι καταστροφικές. Και για έναν πρόσθετο λόγο. Διότι από ένα σημείο και πέρα τα συμφέροντα των ισχυρών είναι ανταγωνιστικά και ως αδύναμη χώρα εμπλέκεσαι στη δίνη τους. Αυτό συνέβη στη Μικρασιατική Καταστροφή, αυτό συμβαίνει και σήμερα, όπως π.χ. με τη Γαλλία που ανταγωνίζεται την Τουρκία σε περιοχές εκτός ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η Εγγύς και Μέση Ανατολή, ή κράτη της υποσαχάριας ζώνης του Σαχέλ, αλλά αξιοποιεί τις ελληνοτουρκικές διαφορές για την επίτευξη των στόχων της.

  1. Η υποκρισία εταίρων και συμμάχων

Η υποκρισία των εταίρων και των συμμάχων μας, αναδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ δηλώνουν πως αγωνιούν για την ειρήνη στην περιοχή ανταγωνίζονται σε προσφορές για την πώληση όπλων στη χώρα μας. Διότι δεν είναι μόνον τα 2,5 δις ευρώ για τα μαχητικά Ραφάλ και τα 5 δις για τις φρεγάτες αλλά πρόκειται για μια ατέρμονη διαδικασία που θα εξαντλεί στο διηνεκές την οικονομία της χώρας. Η πολεμική τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς και απαιτεί τον συνεχή εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου μιας χώρας. Με άλλα λόγια τα κράτη που μας επέβαλαν τα μνημόνια, διαγκωνίζονται σήμερα ποιό θα βυθίσει ακόμη περισσότερο τη χώρα μας πριν ανακάμψει καν από την οικονομική κρίση που παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις εν μέσω πανδημίας. Μάλιστα η Γαλλία πέρα απο τις πωλήσεις σε πολεμικό υλικό έχει πείσει την Αθήνα να αποστείλει έλληνες στρατιώτες στην αποικία της στο Μάλι όπου η “τρομοκρατία” απειλεί την κυριαρχία της. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε τη στρατολόγηση χιλιάδων ΕΠΟΠ, συνοριοφυλάκων που εδώ και χρόνια μέχρι και σήμερα συνεχίζεται αδιάκοπα με την προσθήκη άλλων 15 χιλιάδων ΕΠΟΠ, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, που έχουν απογυμνώσει την ύπαιθρο από τη νεολαία και έχουν στερήσει τη χώρα από τον κύριο μοχλό ανάπτυξής της.

  1. Το παράδειγμα των σχέσεων Γαλλίας και Γερμανίας

Ο Γιώργος Πρεβελάκης, ομότιμος καθηγητής της Σορβόννης, σε άρθρο του με τίτλο “Τα δεινά των υδρογονανθράκων” παραλληλίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τις γαλλογερμανικές σημειώνοντας: «Εβδομήντα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η οικονομική σύγκλιση και η ευρύτερη συνεργασία ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία φαίνονται απολύτως φυσικές…. Εντούτοις, την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η εξέλιξη αυτή δεν έμοιαζε καθόλου πιθανή. Η αλληλοεξόντωση Γάλλων και Γερμανών, κυρίως κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η γερμανική κατοχή και τα ναζιστικά εγκλήματα λειτουργούσαν καταλυτικά, απαγορευτικά σε κάθε προσέγγιση». Μπορούν, άραγε, η Ελλάδα και η Τουρκία να ακολουθήσουν τη γαλλογερμανική εμπειρία; Αν σκεφθούμε ότι η Γερμανία και η Γαλλία συγκρούσθηκαν επανειλημμένα και προ των δύο παγκοσμίων πολέμων για συμφέροντα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, όμως κατόρθωσαν σήμερα στα πλαίσια της ΕΕ να συμπορεύονται μέσω του γαλλογερμανικού άξονα, γιατί αυτό είναι αδύνατο για Ελλάδα και Τουρκία;

  1. Τι πρέπει να γίνει;

            Η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου με πρωτοβουλία των δύο χωρών επιβάλλεται άμεσα λόγω των ραγδαίων εξελίξεων που αναδιαμορφώνουν την ευρύτερη περιοχή . Μόνον έτσι θα διασφαλιστούν τα εθνικά μας συμφέροντα πριν οι περιφερειακές εξελίξεις μας συμπαρασύρουν στη δίνη τους με απρόβλεπτες συνέπειες. Διότι μέχρι το 1989 στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, της “ισορροπίας του τρόμου”, που αποδείχτηκε ευλογία, και της “Τελικής Πράξης του Ελσίνκι” που εγγυάτο το απαραβίαστο των συνόρων των κρατών, τα πάντα ήσαν οριοθετημένα. Μετά το 1989 οι ανταγωνισμοί έχουν απελευθερωθεί και το status quo της ευρύτερης περιοχής του Ανατολικού Ζητήματος έχει κυριολεκτικά ρευστοποιηθεί: Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Συρία, Λιβύη, Αραβική Άνοιξη, Ανατολική Μεσόγειος. Μέσα σε αυτό το ρευστό  περιβάλλον και τις αναδιατάξεις που σηματοδοτεί, ο μοναδικός τρόπος για να διασφαλίσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα είναι να τα κατοχυρώσουμε στα πλαίσια του Διεθνούς δικαίου με διμερείς συνομιλίες ή με προσφυγή στη Χάγη.. Ώστε και την οικονομία της χώρας να ανατάξουμε, και το ανθρώπινο δυναμικό να αξιοποιήσουμε και από τη μέγγενη των υποβολέων μας να απαλλαγούμε.

Προηγούμενο άρθροΗ Τ.Ε. Έβρου του ΚΚΕ για τις εξελίξεις στη μεταναστευτική πολιτική και την επέκταση του ΠΡΟΚΕΚΑ στο Φυλάκιο Ορεστιάδας
Επόμενο άρθροΔιαδικτυακή Έκθεση ζωγραφικής του Θεόδωρου Φυλλαρίδη