Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΧΡΟΝΙΚΟΝ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΙΔΡΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΟΥΜΕΛΑ

Όταν ο μελετητής και ερευνητής ως εμφιλόσοφος εραστής της εκκλησιαστικής ιστορίας και ιδιαζόντως της ιστορίας των εκκλησιαστικών επαρχιών του Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου μελετά τα θαυμασίως  θαυμαστά πεπραγμένα του ευσεβούς Ρωμαίηκου Γένους αναστοχαζόμενος αναλογίζεται την από Θεού ευλογία και την από της ιστορικής νομοτέλειας τιμή να ζει κάποιος ευρισκόμενος υπό τις φιλοστόργους πτέρυγες της πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένης και Πρωτοκλήτου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.

Τοιουτοτρόπως ο του Φαναρίου πατριαρχικός βλαστός, περισπούδαστος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, ως εμφιλόσοφος εραστής της ιστορικής επιστήμης κατέγραψε στο περισπούδαστο ιστορικό πόνημά του, υπό τον τίτλο: «Η Εκκλησία Τραπεζούντος»,  το Χρονικόν της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Σουμελά, η οποία αποτελεί ως ακρομονάστηρο στο παναγιοσκέπαστο και θεοτοκοβάδιστο Όρος Μελά, το όντως Μέγα Παλλάδιο του Ποντιακού Ελληνισμού.

Ο πολύς Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος αναφερόμενος αρχικώς εις τα περί της περιπύστου και θαυματουργού εικόνος της Αθηνιώτισσας ή Σουμελιώτισσας Παναγίας και εις τα περί της ιδρύσεως της παλαιοφάτου Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά γράφει: «…ιδρύθη η Μονή κατά την παράδοσιν περί το έτος 386 υπό των Αθηναίων μοναχών Βαρνάβα και του ανεψιού αυτού Σωφρονίου. Εκαλούντο κατά κόσμον ο μεν Βαρνάβας Βασίλειος, ο δε Σωφρόνιος Σωτήριχος. Εγένοντο μοναχοί κατ’ αποκάλυψιν της Παναγίας εντειλαμένης αυτοίς ίνα γενόμενοι μοναχοί ιδρύσωσιν επί του όρους της επαρχίας Τραπεζούντος του καλουμένου Μελά Μονήν και εκεί εγκαταστήσωσι την εν Αθήναις φυλαττομένην ιεράν αυτής εικόνα. Είναι η εικών κατά την παράδοσιν μία των υπό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά ιστορηθεισών τριών εικόνων της Θεοτόκου, ων αι δύο άλλαι φυλάττονται η μεν εν τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου κειμένη παρά τα Καλάβρυτα της Πελοποννήσου, η δε ετέρα εν τη Μονή Κύκκου της Κύπρου.

Η ειρημένη εικών των Αθηνών και είτα Σουμελά μετά τον θάνατον του Ευαγγελιστού Λουκά γενόμενον εν Θήβαις μετεκομίσθη εκ Θηβών εις Αθήνας υπό του Ανανίου μαθητού του Ευαγγελιστού Λουκά. Κατά την αυτήν παράδοσιν η από του πρώτου χριστιανικού αιώνος τιμωμένη πολύτιμος αύτη εικών κατετέθη εις τον επί τούτω εν τη πόλει των Αθηνών ανεγερθέντα ναόν, τον χάριν της εικόνος κυρίως κληθέντα Μεγάλην Παναγίαν…

Είναι ούτος ο εν τω Κέντρω της εν Αθήναις Στοάς του Αδριανού ναός της Μεγάλης Παναγίας, κτίσμα του 4ου αιώνος, κρημνισθείς μετά την πυρκαϊάν του έτους 1885.

Εκ του ναού τούτου απέπτη κατά την παράδοσιν περί το έτος 386 η ιερά εικών της Παναγίας της Αθηναίας (Αθηνιώτισσας), βασταζόντων αυτήν δύο αγγέλων και ηρέμα μετεωροπορούσα προς ανατολάς έστη επί του Μελά όρους της Τραπεζούντος. Τη υποδείξει δε της Θεοτόκου ανεχώρησαν εξ Αθηνών οι Θεοφόροι Πατέρες Βαρνάβας και Σωφρόνιος και ποντοπορούντες έφθασαν εις Τραπεζούντα  και τον Πυξίτην ποταμόν αναβαίνοντες παρεπορεύοντο μέχρις αυτών των πηγών αυτού, ένθα αφικόμενοι βλέπουσιν εφ’ υψηλής τινός πέτρας την προρρηθείσαν εικόνα της Θεομήτορος. Εκεί εις το σπήλαιον της πέτρας ωρίσθη να ανεγείρωσι τη Θεοτόκω ναόν και μονήν. Και επειδή ο τόπος εκεί του σπηλαίου ήτο άνυδρος, μετά γενομένην των δύο θεοφόρων πατέρων προσευχήν προς τον Κύριον και την Θεοτόκον φωνή γίνεται εκ της σεβασμίας εικόνος «ιδιού, λέγουσα, αγαπητοί, δίδοται υμίν ύδωρ εξ ανίκμου πέτρας αέναον ου μόνον σωματικής δίψης, αλλά και πάθους παντός ακεσώδυνον τοις εν πίστει μεταλαμβάνουσιν».

Και άμα τη φωνή ραγείσα η υπεράνω του σπηλαίου υπό την αγίαν εικόνα πέτρα, σταγόνας ύδατος εστάλαζεν, «ως και μέχρι σήμερον φαίνεται μη παυόμενος ο θεόμβροτος ούτος σταλαγμός».

Μετά τούτο έκτισαν οι Θεοφόροι Πατέρες εν παραβύστω που του σπηλαίου κελλίον, όπερ εδείκνυτο μέχρι των ημερών ημών αριστερά τω κατερχομένω την εις την αυλήν του ναού άγουσαν κλίμακα της μονής…».

Ο περισπούδαστος Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος ουδόλως παραλειπεί, αλλά τουναντίον μετά πάσης λεπτομέρειας καταγράφει τα της ανοικοδομήσεως σταδιακώς όλων των επί μέρους κτισμάτων της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά ως εξής: «Ο πρώτος ευκτήριος οίκος, ον ωκοδήμησαν εν τω τόπω του σπηλαίου οι Θεοφόροι Πατέρες, ήτο ο του Αρχιαστρατήγου Μιχαήλ, όστις ανακαινισθείς κατά καιρούς εσώζετο μέχρι των ημερών ημών. Καθιερώσαντες δε τον ειρημένον ευκτήριον οίκον… ήρχισαν έκτοτε να οικοδομώσιν εν τω σπηλαίω τον θείον ναόν της υπερυμνήτου Θεοτόκου.  Μετά την του θείου ναού τελείωσιν ανέβη κατά την παράδοσιν εις την μονήν ο κυβερνών τότε την Τραπεζούντα Βασιλεύς Αυγουστάλιος Κορτίκιος και μετ’ αυτού ο Επίσκοπος Τραπεζούντος, όστις και καθιέρωσε τον ναόν της Θεοτόκου εν έτει 386…

Συγχρόνως και ναόν των εν Βασιλεύσιν Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης ανήγειρεν εκεί ο Θείος Βαρνάβας. Είναι το μέχρι των ημερών ημών σωζόμενον μετέχιον του αγίου Κωνσταντίνου μεταξύ του Δικαισίμου (Δζεβιζλίκ) και της μονής έναντι του χωρίου Σκαλίτσα, απέχον της μονής 3 περίπου ώρας.

Κατά μίμησιν τούτο κα ο Ιερός Σωφρόνιος ναόν έτερον επ’ ονόματι της Αγίας Βαρνάβας ωκοδόμησεν. Είναι το μέχρι των ημερών ημών σωζόμενον, μετόχιον της Αγίας Βαρβάρας…

Αύτη είναι η αρχή και σύστασις της Ιεράς Μονής Σουμελά, ήτις αμέσως ηύξησεν εις τιμήν και θαύματα και μεγαλείον και δόξαν και πλούτον και από των πρώτων χρόνων της ιδρύσεως αυτής μέχρι των ημερών ημών ήτο το μέγα προσκύνημα Χριστιανών και Μουσουλμάνων του Πόντου, Καππαδοκίας και όλης της Μ. Ασίας, της Ρωσίας και Μολδοβλαχίας…».

Ιδιαιτέρα μνεία ποιεί ο Τραπεζούντος Χρύσανθος στο ιστορικό πόνημα αυτού, όταν αναφερόμενος στην διά θαύματος σωτηρία της παλαιφάτου και περιπύστου εφεστίου εικόνος της Παναγίας Σουμελά γράφει τα κάτωθι: «Υπέστη η μονή κατά καιρούς επιδρομάς των βαρβάρων και ερημώσεις. Κατά την παράδοσιν, εις την πρώτην των επιδρομών οι τα πέριξ της μονής ληϊζόμενοι βάρβαροι ανελθόντες εις το όρος διήρπασαν τα εν τη μονή, των δε μοναχών όσους συνέλαβαν απέκτειναν, την δε αγίαν εικόνα ήγαγον επί του όρους, ίνα συντρίψαντες  αυτήν περιέλωσι τα κοσμήματα της εικόνος. Εφ’ ω θέσαντες την εικόνα πρηνή κατά γης επήνεγκαν την αξίνην εκ των όπισθεν και έκοψαν την εικόνα εις δύο. Έκτοτε η εικών είναι εις δύο τεμάχια. Αλλ’ άμα φλοξ εξελθούσα εκ της εικόνος κατέφλεξε τους δύο τολμητίας εκείνους, του τρίτου του αποστρέψαντος την πράξιν διασωθέντος, κατέφλεξε δε και το όρος τοσούτον, ώστε το ποτέ δασύ και κατάσκιον όρος εκείνο μηδέ χλωρόν χόρτον να έχη έκτοτε αμαυρωθέν ωρών τριών περίπου διάστημα.

Εντεύθεν ο τόπος εκείνος επωνομάσθη «Κεκαυμένα». Είναι ο μέχρι των ημερών ημών καλούμενος τόπος τα «Καμμένα» εις το υψηλότερον μέρος του Μελά όρους, απέχων της μονής δύο ώρας και έχων χρώμα μελανόν. Την επομένην εισελθόντες οι μοναχοί εις τον ναόν είδον την αγίαν εικόνα εν τω ιδίω ανεστηλωμένην τόπω μεθ’ ων είχε κοσμημάτων. Εκ θαύματος εσώθη και η εις τον ποταμόν Πυξίτην ριφθείσα υπό των βαρβάρων ιερά κάρα του θείου Βαρνάβα».

Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Σουμελά ως το ακρομονάστηρο και παλλάδιο του Ποντιακού Ελληνισμού και του Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Οικουμενικού Πατριαρχείου ευεργετήθηκε ποικιλοτρόπως υπό των θεοστέπτων βυζαντινών αυτοκρατόρων, τους οποίους μνημονεύει «ένεκα ιστορικής τιμής» ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος γράφοντας: «Οι κατά καιρόν ευσεβείς αυτοκράτορες Τραπεζούντος ιδιαιτέραν όλως ευλάβειαν είχον προς την μονήν και διά παντοίων δώρων και αφιερωμάτων κατεπλούτιζον αυτήν εκάστοτε. Οι αυτοκράτορες Ιωάννης Β΄ (1280-1285-1297) και ο τούτου υιός Αλέξιος Β΄ (1297-1330) και Βασίλειος ο έκγονος (1332-1340), οι Μεγάλοι Κομνηνοί, αλληλοδιαδόχως εδωρήσαντο εις την μονήν, τεσσαράκοντα μεν παροίκους προς φρουράν του κάστρου της μονής… ο δε αυτοκράτωρ  Αλέξιος Γ΄ (1349-1390) υπερέβη την των προγόνων αυτού φιλοτιμίαν εφ’ οις αυτόν η Θεομήτωρ εκ θαλασσίου κλύδωνος κατά τον εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Τραπεζούντα πλουν παρά τα Πλάτανα και των πολεμίων παρά προσδοκίαν ερρύσατο… και ο υιός και διάδοχος του αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Μανουήλ Γ΄ (1390-1417) επροίκισε την μονήν διά δωρεάν και εκ του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου εδώρησεν εις την ιεράν μονήν μέγα τεμάχιον του τιμίου ξύλου του ζωοποιού Σταυρού. Ο περιέχων το τίμιον ξύλον Σταυρός εσώζετο μέχρι των ημερών ημών εντός αργυράς θήκης φερούσης την εξής ιαμβικήν επιγραφήν «Ενθάδε κείται το τρισόλβιον Ξύλον,/εν ω Χριστός ηγίασε την κτίσιν…».

Με σεβασμό στην αδέκαστη ιστορική  κρίση και αλήθεια ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος καταγράφει τις υπό των οθωμανών σουλτάνων ευεργεσίες υπέρ της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Θεομητορικής Μονής της Παναγίας Σουμελά, αναφέροντας ότι: «και μετά την εν έτει 1461 άλωσιν της Τραπεζούντος υπό των Τούρκων πολλοί σουλτάνοι της Τουρκίας και ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας επροίκισαν την μονήν διά Φιρμανίων και Χρυσοβούλλων, οι δε κατά καιρούς Οικουμενικοί Πατριάρχαι διά πατριαρχικών σιγιλλίων, ων πάντων πλείστα εσώζοντο εν τη Μονή μέχρι των ημερών ημών δημοσιευθέντα υπό των Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου και Παρθενίου Μεταξόπουλου, πλείστα δε υπό του Επαμεινώνδα Κυριακίδου.

Ο υιός και διάδοχος του σουλτάνου Μπαγιαζήτ Β΄,  Σελίμ Α΄ ο επικαλούμενος Γιαβούζ (1467-1520) εδώρησε τη Μονή Σουμελά πέντε λαμπάδες εκ λόγου τοιούτου. Καθ’ ον χρόνον διάδοχος ων του θρόνου  εκυβέρνα την Τραπεζούντα ως τοπάρχης αυτής εκδραμών εις το όρος Μελά χάριν κυνηγίου διέταξε τους συνοδεύοντας αυτόν στρατιώτας να κατασκάψωσι την Μονήν. Αλλ’ αίφνης καταληφθείς υπό είδους παραλυσίας και αποδούς το πάθος εις τιμωρίαν της Παναγίας ανεκάλεσε την περί κατασκαφής διαταγήν, πιών δε εκ του αποστάζοντος από του βράχου της Μονής αγιάσματος εθεραπεύθη.

Γενόμενος εν έτει 1512 σουλτάνος ο Σελίμ Α΄ επεκύρωσε δι’ αυτοκρατορικού Χάτι Σερίφ τα υπό των αυτοκρατόρων Τραπεζούντος δοθέντα τη Μονή προνόμια, εσκέπασε την στέγην του ναού της Μονής διά χαλκού «και τας ες δεύρο εν τω τρούλλω της Εκκλησίας απηωρημένας πέντε παρασήμους της εκείνου σφραγίδι λαμπάδας έπεμψε». Των λαμπάδων τούτων αι τρεις διεσώζοντο μέχι των ημερών ημών».

Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, κατά τον Νοέμβριο του 1931, ανήγγειλε στο πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένο Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι, τη εισηγήσει του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως Ελευθέριος Βενιζέλος επέτυχε την υπό της τουρκικής κυβερνήσεως χορήγηση της σχετικής αδείας προκειμένου να μεταβεί στην Τραπεζούντα ο Ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης για να ανεύρει και μεταφέρει στην Αθήνα την σεπτή εικόνα της Παναγίας Σουμελά και μετά της εικόνος τον Σταυρό, τον οποίο ο αυτοκράτωρ της Τραπεζούντος Μανουήλ Κομνηνός είχε δωρήσει στην παλαίφατη Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Ιερά Μονή, καθώς και το Ιερό Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.

Σύμφωνα λοιπόν με τα γραφόμενα του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου: «Η Μονή διέσωζεν εν τη βιβλιοθήκη αυτής ικανά χειρόγραφα. Περιγραφικόν κατάλογον των χειρογράφων όσα διασωθέντα εκ των διαφόρων πυρκαϊών απελείποντο εν τη βιβλιοθήκη συνέταξεν ο Παπαδόπουλος Κεραμεύς εν έτει 1884, δημοσιευθέντα ως παράρτημα της υπό του εκ Τραπεζούντος λογίου Επαμεινώνδα Κυριακίδου συγγραφείσης ιστορίας της Ιεράς Μονής Σουμελά, ως και εν τω 19ω τόμω των Βυζαντινών Χρονικών Πετρουπόλεως.

Μετά την εν έτει 1923 εκ Πόντου έξοδον του ευσεβούς ημών λαού τα χειρόγραφα και τα λοιπά ιερά κειμήλια της Μονής διηρπάγησαν υπό των Τούρκων μη επιτραπέντος τοις μοναχοίς να παραλάβωσί τι μεθ’ εαυτών, η δε μονή ηρειπώθη. Οι Τούρκοι αφήρεσαν από της στέγης τας κεράμους και εν τη αναζητήσει κεκρυμμένων θησαυρών διέρρηξαν τους ορόφους και ανέσκαψαν τα δάπεδα, τα δε δωμάτια είναι εκτεθειμένα εις την δρυμύτητα του κρατούντος εκεί ψύχους.

Μόνον τον ναόν δεν ηδυνήθησαν να καταστρέψωσι καθ’ ολοκληρίαν οι Τούρκοι και τούτο διότι είναι λελαξευμένος εντός βράχου. Αλλά και διά των ερειπίων αυτής διαλαλεί η Μονή Σουμελά την βαθείαν ευσέβειαν, τον θρησκευτικόν ενθουσιασμόν και την μεγαλοπρέπειαν των κτητόρων αυτής.

Εκ των ιερών κειμηλίων περιεσώθησαν τρία τα σπουδαιότερα, ήτοι η υπό του Ευαγγελιστού Λουκά ιστορηθείσα εικών της Παναγίας, ο υπό του αυτοκράτορος Τραπεζούντος Μανουήλ Γ΄ δωρηθείς και το τίμιον ξύλον περιέχων σταυρός άνευ της θήκης και το Ευαγγέλιον του Οσίου Χριστοφόρου.

Τα ιερά ταύτα κειμήλια οι μοναχοί κατά την εκ της Μονής αναχώρησιν είχον θάψει κρυφίως εντός του ανωτέρω μνημονευθέντος μετοχίου της Αγίας Βαρβάρας. Μετά την εν έτει 1930 αποκατάστασιν αγαθών σχέσεωΝ Ελλάδος και Τουρκίας ο εν Λαγκαδά εγκατασταθείς αδελφός της Μονής Ιερομόναχος Ιερεμίας Σουμελιώτης δι’ εμπιστευτικής επιστολής προς τον Μητροπολίτην Τραπεζούντος περιέγραψε τον τόπον εν ω είχον θάψει οι μοναχοί τα ειρημένα τρία ιερά κειμήλια.

Η τότε Ελληνική Κυβέρνησις Βενιζέλου καταστάσα ενήμερος του πράγματος εζήτησε παρά του Πρωθυπουργού της Τουρκίας Ισμέτ Πασά την άδειαν, ίνα μεταβή εις Τραπεζούντα και αναβή εις την Μονήν Σουμελά ο εν Θεσσαλονίκη εγκατασταθείς αδελφός της Μονής Ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, όστις μερίμνη και δαπάναις του Ταμείου των ανταλλαξίμων κοινοτικών και κοινωφελών περιουσιών πλεύσας εις Τραπεζούντα και αναβάς εις το όρος Μελά ανέσκαψεν εν τω ωρισμένω τόπω του μετοχίου της Αγίας Βαρβάρας και ανεύρε τα τρία ιερά κειμήλια αβλαβή, πλην του Ευαγγελίου του Οσίου Χρισοφόρου, ούτινος τα φύλλα εκ της υγρασίας είχον μεταβληθή εις πολτόν, διασωθείσης μόνον της σταχώσεως αυτού εκ δύο ξυλίνων πινακίδων επενδεδυμένων διά βελούδου μετά των ωραίων αυτών διακοσμήσεων. Κομισθέντα ασφαλώς τα τρία ιερά κειμήλια υπό του ειρημένου Ιερομονάχου εις το Ταμείον των ανταλλαξίμων κοινοτικών και κοινωφελών περιουσιών, εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατετέθησαν προσωρινώς εν ιδιαιτέρω προσκυνηταρίω του εν Αθήναις Βυζαντινού Μουσείου».

Τα ιερά κειμήλια της παλαιφάτου Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Σουμελά κατά τον Οκτώβριο του έτους 1933, κατόπιν εγκρίσεως του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου, τη εισηγήσει του Μητροπολίτου  Τραπεζούντος Χρυσάνθου, κατετέθησαν και εφυλάχθησαν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Όταν δε κατά το έτος 1951 με πρωτοβουλία του τραπεζούντιου Ιατρού Φιλ. Κτενίδη και πολλών άλλων επιφανών Ελλήνων Ποντίων ανηγέρθη στην Καστανιά Βεροίας η νέα Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά, η παλαίφατη και θαυματουργή ιστορική εικόνα μετεφέρθη και εναπετέθη στο «νέο θρονί» της. Αργότερα μετεφέρθησαν και ετοποθετήσαν στη νέα Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά Βεροίας και τα ιερώτατα κειμήλια του Σταυρού του αυτοκράτορος Τραπεζούντος Μανουήλ Γ΄ και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.

Υ.Γ.: Το παρόν κείμενο αφιερούται πάνυ ευλαβώς στον μόνο Δεσπότη και Προστάτη των Ιερωτάτων Σεβασμάτων της πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένης Πρωτοκλήτου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και του ευσεβούς Ρωμαίηκου Γένους, Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου των Πανορθοδόξων Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ο οποίος «θεία παρεμβολή» και «θεομητορικαίς πρεσβείαις» ηξιώθη να αναστήσει λειτουργών εν έτει 2010 και εφεξής το από του έτους 1922 εν υπνώσει ευρισκόμενο Ακρομονάστηρο και Παλλάδιο του Ποντιακού Ελληνισμού, ήτοι την παλαίφατη  και περίπυστη Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας Σουμελά Τραπεζούντος… και «ουκ έστι τέλος…».

Προηγούμενο άρθροΗ Λαϊκή Συσπείρωση υπέβαλλε αίτημα προς τον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Αλεξανδρούπολης, για συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης , για το ζητήματα πυρασφάλειας και δασοπροστασίας
Επόμενο άρθροΠαύλος Α. Μιχαηλίδης: “Εκτεθειμένος ο κ. Λαμπάκης για το κτίριο του πρώην ΠΙΚΠΑ”