Τον Μάιο του 1941, εκατοντάδες στρατιώτες από την Θράκη πολέμησαν στην Μάχη της Κρήτης. Μετά την μάχη και την επικράτηση των Γερμανών, όσοι δεν είχαν σκοτωθεί, συνελήφθησαν και για ένα διάστημα κρατήθηκαν αιχμάλωτοι στο νησί.

Αργότερα οι Γερμανοί τους μετέφεραν πίσω στην Θράκη όπου εκεί αφέθησαν ελεύθεροι προκειμένου να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Μετά από μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Θράκη, εντοπίστηκαν επιζώντες βετεράνοι και απόγονοι άλλων τους οποίους δεν προλάβαμε εν ζωή.

“Sponsored links”

Στον Έβρο, όσοι γνωρίζουν αυτό το περιστατικό, κάνουν λόγο για τους “300 του Έβρου στη Μάχη της Κρήτης”.

Μέχρι πρότινος οι ιστορικές αναφορές ήταν φτωχές και το γεγονός αυτό σιγά σιγά ξεχνιόταν.

Το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης έχει κυκλοφορήσει την έκδοση με τα απομνημονεύματα του Χρήστου Ρουσσόπουλου, ενός Εβρίτη στρατιώτη που πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης.

Ο Χρήστος Ρουσσόπουλος από το Τρίγωνο του Έβρου, μαζί με άλλους τρακόσιους Εβρίτες, κλήθηκε να υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό στις 3 Απριλίου 1941. Στην τετραήμερη κάθοδό του προς το κέντρο νεοσυλλέκτων στο Ναύπλιο γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του βομβαρδισμού του Πειραιά στις 6 Απριλίου και εν συνεχεία αποβιβάζεται μαζί με τμήματα του ελληνικού στρατού ανήμερα του Πάσχα στη Σούδα, απ’ όπου και προωθείται μαζί με τους συστρατιώτες του βάδην προς το Ηράκλειο.

Κατά τη Μάχη της Κρήτης πολεμά σε διάφορες περιοχές του Ηρακλείου, από το Κακόν Όρος έως τον Γιόφυρο, περνώντας από τον Μασταμπά. Μετά την παράδοση του ελληνικού στρατού στα Πεζά στις 2 Ιουνίου, μεταφέρεται αιχμάλωτος, με τους συστρατιώτες του πάντα, στα χωριά της Μεσαράς, απ’ όπου επιστρέφει πάλι στο Ηράκλειο για να εγκλειστεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων που λειτουργούσε τότε στο Καπετανάκειο, να πάρει μέρος στα καταναγκαστικά έργα, και, τέλος, να αφεθεί ελεύθερος και να επιστρέψει στο χωριό του στον Έβρο στα μέσα του Μαρτίου 1942.

ISTORIKO MOYSEIO (1)

Ο εικοσάχρονος φαντάρος ξεκίνησε από το χωριό του παίρνοντας μαζί του το βιολί του, μολύβι και χαρτί. Κράτησε λεπτομερές ημερολόγιο από τις μέρες του πολέμου και της αιχμαλωσίας, το οποίο ξαναδούλεψε περισσότερες από μια φορές σε μεγαλύτερη ηλικία. Την τελευταία μεταγραφή, του 1990, η κόρη του κυρία Ελένη Θεοδωρακοπούλου παραχώρησε προς έκδοση στην Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.

Ο αναγνώστης θα βρει σε επίμετρο και άλλες εννέα σύντομες μαρτυρίες από Θρακιώτες στρατιώτες που πήραν μέρος στη Μάχη, καταγραμμένες κατά τα τελευταία χρόνια, και οι οποίες συμπληρώνουν την αφήγηση του Χρήστου Ρουσσόπουλου, καθεμιά με το δικό της τρόπο.

Οι μαρτυρίες του Χρήστου Ρουσσόπουλου παραχωρήθηκαν στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης από την οικογένεια του, προκειμένου να εκδοθούν.

“Sponsored links”

Σε πολλά χωριά της Κρήτης ακόμα μιλούν για τους στρατιώτες από τον Έβρο, τους οποίους φιλοξενούσαν για ένα διάστημα, την περίοδο της αιχμαλωσίας τους. Επίσης σε σπίτια του ¨Έβρου διασώζονται στρατιωτικές φωτογραφίες που πάρθηκαν στην Κρήτη την περίοδο εκείνη».

To εξώφυλλο του βιβλίου.

Μαρτυρία του συγγραφέα

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του συγγραφέα, η οποία κατατίθεται και από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «…Και να, η ώρα δύο το μεσημέρι της 27ης του Μάη 1941 πάντα. Σε λίγο πλακώνουν αμέτρητα γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδιστικά. Κάνουν κύκλους γύρω από το Ηράκλειο. πολυβολούν όπου καταλαβαίνουν ότι υπάρχει ελληνικός στρατός ή υποψιάζονται ότι υπάρχει. Αυτό βαστάει περίπου μία ώρα. Και σε μεμονωμένο στρατιώτη, αν δουν, κάνουν βουτιά και πολυβολούν. Τα αγγλικά αντιαεροπορικά συνέχεια βάλλουν στα αεροπλάνα αυτά, τόσο από το αεροδρόμιο όσο και από το λιμάνι και τη δυτική παραλία. Πολλά πετούν χαμηλά και κάνουν επίτηδες φοβερό κρότο, μήπως από το φόβο οι Έλληνες υψώσουν άσπρες σημαίες […]

Ο κρότος που κάνουν τα αεροπλάνα πετώντας και ο κρότος των βομβών σου παίρνουν τα αυτιά. Νομίζεις ότι θα βουλιάξει το Ηράκλειο μαζί με τον κόσμο του. Καπνοί και σκόνες σύννεφο βγαίνουν από την πόλη, απλώνονται παντού. Ο άμαχος κόσμος του Ηρακλείου είναι μέσα στα αθάνατα τείχη, από τον πολύ κρότο τα τείχη σείονται και πέφτουν πετρίτσες και χώματα, όλα αυτά σκορπούν τον φόβο και τον τρόμο στον κοσμάκη. Φοβούνται να μην πέσουν τα τείχη. Παίρνουν την απόφαση να βγουν έξω και, αν μπορέσουν, να φύγουν από την πόλη.

Τα καταφύγια στα τείχη αυτά δεν έπεσαν. Μα ο κοσμάκης από τον φόβο του βγαίνει έξω και παίρνει δρόμο για να φύγει από την πόλη. Οι Γερμανοί είναι αιμοβόροι, είναι φασίστες, δεν λυπούνται κανέναν. Είναι πρόθυμοι να κάψουν πόλεις και χωριά, αρκεί να πετύχουν το σκοπό τους…».

Home

Προηγούμενο άρθρο28η Οκτωβρίου: Η Τιτανομαχία του Υψώματος 731
Επόμενο άρθροΡίζος Βασίλης: Δεν θα ζήσουμε το φαινόμενο της Ισπανίας στα στεγαστικά