SIDIRAS-2014new
Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς                      Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος (1941-1952)

Ο κατά κόσμον Βασίλειος Κωνσταντίνου εγεννήθη το έτος 1885 στο χωριό Αυλωνάριον Καρυστίας από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, όπου επεράτωσε το Δημοτικό Σχολείο και εν συνεχεία μετέβη στην πόλη της Χαλκίδος όπου εφοίτησε στο εκεί Γυμνάσιο. Κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων εισήχθη στην  Θεολογική Σοχλή του Πανεπιστημίου Αθηνών εκ της οποίας απεφοίτησε αριστούχος κατά το έτος 1909 και για ένα περίπου έτος, όντας λαϊκός, προσελήφθη υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Χαλκίδος και Καρυστίας (τότε η Κάρυστος υπήγετο στη Μητρόπολη Χαλκίδος;) Χρυσάνθου Προβατά (1907- 1921) ως γραμματεύς της Μητροπόλεως ενώ παράλληλα εδραστηριοποιείτο ως Ιεροκήρυκας και λαϊκός κατηχητής νέων.

Κατά το έτος 1910 χειροτονείται στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Χαλκίδος ιεροδιάκονος υπό του προστάτου Μητροπολίτου αυτού Χρυσάνθου, ο οποίος το 1916 τον χειροτονεί πρεσβύτερο και από τον ίδιο αρχιερέα λαμβάνει και το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου.

Επί μια εικοσιπενταετία (1916-1941) υπηρέτησε στην Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος ως γραμματεύς, εφημέριος, ιερατικός προϊστάμενος και ιεροκήρυξ. Από δε του έτους 1922, όταν ιδρύθηκε στην πόλη της Χαλκίδος «Εκκλησιαστική προπαρασκευαστική Σχολή» υπό την άμεση διοίκηση της Μητροπόλεως Χαλκίδος, ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος διορίσθηκε πρώτος διευθυντής της Σχολής, όπου εδίδασκε τα μαθήματα της χριστιανικής Ορθοδόξου Κατηχήσεως και λειτουργικής. Μεταξύ των ετών 1924- 1941 ο Βασίλειος διετέλεσε και Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Χαλκίδος υπό το νέο Μητροπολίτη Γρηγόριο Πληαθό (1922-1968).

Η εκλογή του στην Μητρόπολη Μαρωνείας και Θάσου

Όταν το 1940 εκοιμήθη αιφνιδίως ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Σπυρίδων Αλιβιζάτος (1938-1940), λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου (21 Μαρτίου 1941), η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας σε επείγουσα και έκτακτη συνεδρία της εξέλεξε τον Αρχιμανδρίτη Βασίλειο ως νέο Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου. Την 23η Μαρτίου 1941 και στον Μητροπολιτικό ναό  Αθηνών έγινε η εις Αρχιερέα χειροτονία του Βασιλείου προεξάρχοντος του Κομοτηναίου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου Α΄ (Φιλιππίδη), ο οποίος προσφωνώντας τον ενοχειροτονηθέντα Μητροπολίτη Βασίλειο, έλεγε: «…συνερεγούσης της χάριτος του Θεού, θα αναδειχθείς αρχιερεύς άξιος των προσδοκιών της Εκκλησίας, γενναίος υπέρ πίστεως και πατρίδος αθλητής εν ώ αγωνιζόμεθα ιερώ περί πάντων αγώνι, και σοφός κυβερνήτης της εμπιστευθείσης σοι ιεράς ολκάδος, ην θα κυβερνήσης, ως πεποίθαμεν μετ’ επιστήμης και άγρυπνος ιστάμενος επί τον οιάκων ασφαλώς θα διαπλεύσης μετά του χριστεπωνύμου πληρώματος την μεγάλην και ευρύχωρον θάλασσαν των περιστάσεων, θάλασσαν θηρία έχουσαν και πειρατάς, θάλασσαν σκοπέλους έχουσαν και σπιλάδας, θάλασσαν από κυμάτων ταραττομένην πολλών και χειμώνων, και εις λιμένα εύδιον θα οδηγηθής και θα οδηγήσης…»

Στις 29 Μαρτίου 1941 έγινε η ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτου Βασιλείου στον ιστορικό και παλαίφατο Ιερό Μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της  Θεοτόκου Κομοτηνής, όπου ο φιλότιμος λαός της Θράκης εν μέσω απεριγράπτου ενθουσιασμού υπεδέχθη τον νέο πνευματικό Πατέρα και Ποιμένα του. Ο δε Μητροπολίτης Βασίλειος από του ιστορικού θρόνου της Μητροπόλεως Μαρωνείας, κατά τον ενθρονιστήριο ή επιβατήριο Λόγο του, συγκινημένος έλεγε προς τον λαό του: «…πλήρης πίστεως προς τον δοτήρα παντός αγαθού, έρχομαι εν μέσω υμών, ίνα ως πιστός του Κυρίου δούλος, εξυπηρετήσω τας θρησκευτικάς υμών ανάγκας… θείω ελέει εμψυχούμενος, απευθύνω προς πάντας υμάς την πρώτην εγκάρδιον πατρικήν μου ευλογίαν. Έρχομαι εν μέσω υμών ως αδελφός εν Κυρίω προς αδελφούς, ίνα προσφέρω τον εαυτόν μου θυσίαν υπέρ της ψυχικής υμών σωτηρίας. Πιστεύω απολύτως εις την χάριν Εκείνου, όστις τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί και στηριζόμενος εις το θείον του έλεος θα προσπαθήσω, βοηθούμενος και υπό της υμετέρας αγάπης, να φανώ αντάξιος της αγίας και ουρανίου κλήσεως και να προσφέρω προς πάντας υμάς εν πάση στιγμή και ευκαιρία την εν Κυρίω φωτιστικήν πατρικήν στοργήν και την πρόθυμον αδελφικήν μου ενίσχυσιν. Ήτο θέλημα Κυρίου να έλθω εν μέσω υμών, ως πνευματικός αρχηγός, εις ημέρας κατά τας οποίας το Έθνος ημών αγωνίζεται σκληρόν αλλά καλλίνικον αγώνα εναντίον βαρβάρων και ανοσίων επιδρομέων».

Όντως ήταν θέλημα Θεού να συνδέσει ο Μητροπολίτης Βασίλειος το όνομά του με μεγάλες στιγμές ελληνορθοδόξου και εθνικοπατριωτικού αγώνος υπέρ του ποιμνίου του, αφού λίγες ημέρες μετά την ενθρόνισή του, η Γερμανία εκήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα (6 Απριλίου 1941) και οι Βούλγαροι άρχισαν να εισέρχονται στην Κομοτηνή, η οποία εγνώριζε καλά τι θα πει «βουλγαρική κατοχή» από την πικρά περίοδο (1913-1919).

Στο σημείο τούτο αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι ο τέως υπουργός Ορέστης Παπαστρατής σε αξιόλογη μελέτη του προ δεκαετίας δημοσίευσε τμήματα από το προσωπικό αρχείο του μακαριστού Μητροπολίτου Βασιλείου, ο οποίος περιγράφει με κάθε ιστορική λεπτομέρεια τα όσα έλαβαν χώρα κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες και ημέρες της εισβολής των αντιπατριαρχικών εξαρχικών βουλγαροκομιτατζήδων στο Νομό Ροδόπης.

Ο Μητροπολίτης Βασίλειος στο προσωπικό του ημερολόγιο και με ημερομηνία 6 Απριλίου 1941 γράφει τα κάτωθι: «Κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας με εκάλεσεν εις το τηλέφωνον του Ι. Ναού ο κ. Υπουργός Γενικός Διοικητής παρακαλών να σπεύσω εις το Κυβερνείον προς συνάντησίν του, ένθα και μετέβην. Καθ’ οδόν πλήθος γυναικοπαίδων με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και με συγκινητικάς εκδηλώσεις με καθικετεύουν να μη αναχωρήσω εκ της πόλεως και τους αφήσω απροστάτευτους. Δια πατρικών λόγων τους ενθαρρύνω και τους διαβεβαιώ ότι δεν θα αναχωρήσω αλλά θα μείνω μαζί των. Η διαβεβαίωσις αύτη ενέπνευσε θάρρος και απερίγραπτον ανακούφησιν εις τον λαόν, ούτινος αι εκδηλώσεις προς το πρόσωπόν μου με συνεκίνησαν βαθύτατα και μέχρι δακρύων.

Εις το Κυβερνείον είναι συνηθροισμένοι όλοι σχεδόν οι ανώτεροι υπάλληλοι, περιστοιχίζοντες τον κ. Υπουργόν όστις μοι ανακοινοί ότι αυτός ως και πάντες οι Δημόσιοι υπάλληλοι μετ’ ολίγον θα αναχωρήσωσι δι’ Αθήνας και ότι είναι διατεθημένος να διευκολύνη την αναχώρησίν μου. Εις τον κ. Υπουργόν εδήλωσα ότι είμαι αποφασισμένος να παραμείνω εις την πόλιν, συμμεριζόμενος την τύχην του ποιμνίου μου.

Από τις αδιάψευστες μαρτυρίες πολλών παλαιών Κομοτηναίων, οι οποίοι ζουν ακόμη, πληροφορούμεθα ότι ο Μητροπολίτης Βασίλειος όλο αυτό το διάστημα επεδείκνυε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα συσσίτια υπέρ των απόρων, επισκεπτόταν τους τραυματίες στο νοσοκομείο και στις οικίες τους, και γενικότερα νυχθημερόν, όπως κατεγράψαμε την προφορική μαρτυρία παλαιού Κομοτηναίου, με το παϊτονάκι της μητροπόλεως διήρχετο τα καλντερίμια και τις οδούς της Κομοτηνής και των πέριξ χωρίων και ενθάρρυνε τους τρομοκρατημένους Κομοτηναίους, οι οποίοι στο άκουσμα και μόνο της επελάσεως των βουλγαροκομιτατζήδων κατέρρεαν ψυχικά.

Ο πονόψυχος Μητροπολίτης στο προσωπικό του ημερολόγιο, με ημερομηνία 7 Απριλίου 1941, γράφει: «Από της πρώτης ημέρας της κατοχής ανέλαβον υπό την προστασίαν μου το συσσίτιον. Την 12 π.μ. επισκέφθην τα διάφορα τμήματα συσσιτίου γενόμενος δεκτός με συγκινητικάς εκδηλώσεις του πενομένου πλήθους, δοξάζοντας τον θεόν και ευχαριστούντος ημάς δια την πατρικήν μέριμναν, κατόπιν της εγκαταλείψεώς του υπό των αρμοδίων αρχών. Εκδηλούμεν όλην την συμπάθειαν μας και διαβεβαιούμεν ότι θα εξακολουθήση λειτουργούν το συσσίτιον εφ’ όσον υπάρχουν άρτος και τρόφιμα. Την νύκτα κατέφθασαν και άλλα γερμανικά στρατεύματα, ως και μηχανοκίνητοι δυνάμεις…».

Ιδιαίτερα συγκηνητική είναι η καταγραφή και περιγραφή του Μητροπολίτου Βασιλείου στο προσωπικό του ημερολόγιο από ημερομηνία 20 Απριλίου 1941 αναφορικά με την έντονη φημολογία περί της καθοδικής εισβολής των Βουλγάρων. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Βασίλειος έγραφε: «Κυριακή του Πάσχα 20-4-1941.

Ελειτούργησα εν των Μητροπολιτικώ Ναώ καταμέστω ευσεβών χριστιανών μεταξύ των οποίων και πολλοί Γερμανοί στρατιώται. Μετά το ιερόν Ευαγγέλιον απηύθυνα προς το κατασυγκεκινημένον εκκλησίασμα πασχάλιον χαιρετισμόν ευχηθείς τα δέοντα. Την μεσημβρίαν συνοδευόμενος υπό του Κ. Λαναρά Δ/ντού του Κρατικού Νοσοκομείου επεσκέφθην τους Έλληνας  τραυματίας εν τοις Νοσοκομείοις απευθύνας παρηγόρους ευχάς και διανείμας πασχαληνά αυγά. Περί την 1 μ.μ. εις το Μητροπολιτικόν μέγαρον, με επεσκέφθη ο κ. Δήμαρχος μετά δύο μελών της δημοτικής επιτροπής και μοι ανήγγειλεν ότι οι Γερμανοί αναχωρούν εκ της πόλεώς μας και ότι έρχεται ν΄ αναλάβη την διοίκησιν ταύτης βουλγαρικός στρατός. Επί τη αναγγελία ταύτη εθορυβήθη το πλήθος και προσερχόμενον εις την Ι. Μητρόπολιν εζήτει πληροφορίας. Τους προσερχομένους καθησύχαζον διαβεβαιών ότι δεν πρέπει να ανησυχούν διότι οι Βούλγαροι είναι χριστιανοί Ορθόδοξοι και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να βιαιοπραγήσωσι κατ’ αδελφών χριστιανών. Την εσπέραν εισήλθεν εις την πόλιν Βουλγαρικός στρατός». Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Βασίλειος μετά την εισβολή των Βουλγάρων και μέχρι της βιαίας απελάσεώς του από την Κομοτηνή γράφει: «ασχολούμαι καθημερινώς με περίθαλψη και παρηγορίαν απόρων της πόλεως και διερχομένων Ελλήνων αιχμαλώτων».

Η απέλασή του από την Κομοτηνή

Σε κάποιο άλλο απόσπασμα του Ημερολογίου του, το οποίο δημοσιεύει ο Θρ. Παπαστρατής, ο Μητροπολίτης Βασίλειος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι βουλγαρικές εξαρχικές κατοχικές αρχές τον εκτόπισαν βιαίως από Κομοτηνή. Σε έρευνά μας εντοπίσαμε ότι το συγκεκριμένο περιστατικό καταγράφεται στην «Έκθεση Μακεδόνων και Θρακών. Διαμαρτυρίαι, Εκθέσεις και Υπομνήματα περί των Βουλγαροκρατούμενων Ελληνικών Επαρχιών» (Αθήνα, 1942), καθώς και από τον συγγραφέα Κωνσταντίνο Βοβολίνη.

Ο Μητροπολίτης Βασίλειος περιγράφει το γεγονός ως εξής: «Πέμπτη, 5-6-1941. Την 10η π.μ. προσήλθεν εις το γραφείον μου Νομαρχιακός υπάλληλος της βουλγαρικής Κυβερνήσεως, συνοδευόμενος υπό χωροφυλάκων, όστις παρουσία του γραμματέως της Ι. Μητροπόλεως κ.Αλ. Αποστολίδου και του δικηγόρου κ. Λυσιμάχου Παυλίδου, ανέγνωσεν Ελληνιστί την κάτωθι εντολήν του Βουλγάρου Νομάρχου Κομοτηνής. «Σεβασμιώτατε, επεφορτίσθην υπό του κ. Νομάρχου να σας ανακοινώσω την απόφασίν  του ήτις έχει ως εξής: ο κ. Νομάρχης έχει την γνώμην ότι η περαιτέρω παραμονή σας εν Κομοτηνή είναι τελείως άσκοπος και σας παρακαλεί να εγκαταλείψητε το ταχύτερον το έδαφος ταύτης, πράγμα όπερ έπραξαν άπαντες οι συνάδελφοί σας της Νέας Βουλγαρίας, εγκαταλείψαντες τας έδρας των από των πρώτων ημερών της στρατιωτικής κατοχής. Ο κ. Νομάρχης θα λυπηθή πολύ εάν αρνηθήτε την σύστασίν του ταύτην διότι θα έλθη εις την σκληράν ανάγκην να μεταχειρισθή βίαια μέσα δια την εντεύθεν απομάκρυνσίν σας. Ο κ. Νομάρχης διέταξε τας διευθύνσεις των υπηρεσιών να σας δεχθώσι δια να κανονήσωσι τα της αναχωρήσεώς σας». Συνεχίζων ο Βούλγαρος υπάλληλος της Νομαρχίας μου λέγει ότι: «Ο κ. Νομάρχης έχει την γνώμην ότι θα συμμορφωθήτε με την απόφασίν του ήτις είναι σύμφωνος με την δημιουργηθείσαν νέαν τάξιν και ότι δεν θα δημιουργηθώσιν επεισόδια κατά την αναχώρησίν σας».

Μετά την αναχώρησιν του κ. Νομαρχιακού Υπαλλήλου και των αστυνομικών, μετέβη εις το Νομαρχιακόν κατάστημα προς συνεννόησιν. Η πρώτη σύστασις του αρμοδίου υπαλλήλου ήτο ότι δέον να αναχωρήσω το ταχύτερον και ότι πάσα απόπειρα προς διασάλευσιν της τάξεως θα είναι εις βάρος μου.

Υποκύπτων εις την βίαν απήντησα ότι θα αναχωρήσω από την Μητρόπολίν μου εάν μου παρασχεθούν τα μέσα της αναχωρήσεώς μου από την Μητρόπολίν μου. Μου εδηλώθη ότι θα διαταχθή η εξεύρεσις αυτοκινήτων δια την αναχώρησίν μου ήτις πρέπει να πραγματοποιηθή αύριον την πρωίαν, και ότι δέον να αποφευθχή οιαδήποτε εκδήλωσις κατά ταύτην. Η απόφασις της Βουλγαρικής Νομαρχίας περί απελάσεώς μου διεδόθη αστραπιαίως εις την πόλιν, αθρόοι δε προσήρχοντο οι ευσεβείς Χριστιανοί μου εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον δια να ασπασθούν την δεξιάν μου και ζητήσωσι τας ευχάς μου, συνιστώντες αυτοί πλέόν υπομονήν και ότι δεν πρέπει να στενοχωρούμαι. Κατασυγκινημένος ηυχαρίστουν, παρακαλών να αποφύγωσι εκδηλώσεις κατά την αναχώρησίν μου».

Ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης, στο έργο του «Η  Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας» αναφερόμενος στο περιστατικό  της απελάσεως του Μητροπολίτου Βασιλείου, γράφει ότι «ένας από τους παρισταμένους Βουλγάρους χωροφύλακες προσέθεσε ελληνιστί, συμπληρώνοντας την «επίσημη ανακοίνωση», με την εξής πρωτοφανή φράση: «Καταλάβατε, θα σας σκοτώσουμε».

Απ΄ όλα τα ανωτέρω γίνεται ευκόλως αντιληπτό ότι ο Μητροπολίτης Βασίλειος με την φιλανθρωπική και εθνοπατριωτική και αντιεξαρχική δράση του είχε γίνει το «κόκκινο πανί» για τους βουλγαροκομιτατζήδες, οι οποίοι αφού είχαν εκδιώξει όλους τους άλλους αρχιερείς της Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς και τις λοιπές ελληνικές τοπικές αρχές, έπρεπε και το «αγκάθι» που λεγόταν Μαρωνείας Βασίλειος, να αφανισθεί τάχιστα. Όπερ και εγένετο.

Την τελευταία νύκτα της παραμονής του στην Κομοτηνή ο Βασίλειος την περιγράφει ως εξής: «Παρασκευή, 6-6-1941. Διήλθον την νύκτα χωρίς να κατακλιθώ, εν θλίψει και πικρία, αναλογιζόμενος τα μελλοντικά δεινά των αγαπητών μου Κομοτηναίων παρά των οποίων τόσον ηγαπήθην ανεξαιρέτως δια την προς αυτούς πατρικήν μου μέριμναν εις τόσον δεινάς του βίου των περιστάσεις. Από πρωίας, παρόλην την απαγόρευσιν, η οδός προ της Μητροπόλεως επληρώθη λαού. Περί ώραν 10ην π.μ. εστάθησαν προς της εισόδου του Μητροπολιτικού Μεγάρου δύο αυτοκίνητα προοριζόμενα δια την μεταφοράν μου εις Θεσσαλονίκην. Εις το εν ετοποθετήθησαν αι αποσκευαί μου καθώς και ο Γραμματεύς της Ι. Μητροπόλεως κ. Αλ. Αποστολίδης απελαθείς, εις το έτερον δε επέβην εγώ, ο αρχιερατικός μου επίτροπος Αιδεσιμ. π. Νικόλαος Βεζυρόπουλος, απελαθείς και αυτός, ως και ο υπάλληλος της Βουλγαρικής Ασφαλείας Κομοτηνής, ορισθείς υπό του Βουλγάρου Νομάρχου δια την ασφάλειαν του ταξειδίου μου.

Επέβημεν των αυτοκινήτων την 11ην π.μ. Είναι απερίγραπτοι αι συγκινητικαί σκηναί αίτινες έλαβον χώραν κατά την αναχώρησίν μου. Τα αυτοκίνητα είναι αδύνατον να προχωρήσουν προ του συσσωρευθέντος πλήθους ζητούνταος να ασπασθή την δεξιάν μου. Όλοι με δακρυσμένους οφθαλμούς εύχονται καλόν ταξείδι και  ταχείαν επάνοδον.

Στρατός επεμβάς διανοίγει δίοδον και  τα αυτοκίνητα απέρχονται. Κατασυγκεκινημένος ευλογώ τον ευσεβή εκείνον λαόν μετά του οποίου έζησα ημέρας αγωνίας, θλίψεων και πικριών…

Άμα τη αφίξει μου εις το βουλγαρικόν φυλάκιον Πραβίου (Ελευθερούπολις), ο επικεφαλής εζήτησε να ερευνήσει τας αποσκευάς μου, προς αποκάυψιν Βουλγαρικού νομίσματος ή χρυσού των οποίων απαγορεύεται η έξοδος εκ του βουλγαρικού εδάφους.  Εις διαμαρτυρίαν μου ότι αι αποσκευαί μου δεν περιέχουν τοιούτον τι αντικείμενον και ότι αύται εθεωρήθησαν και εσφραγίσθησαν υπό του Διευθυντού ασφαλείας Κομοτηνής, ουδεμίαν προσοχήν έδωσεν, αλλ’ ούτε και ο συνοδός μου υπάλληλος της ασφαλείας, καίτοι προσκληθείς υπ’ εμού επενέβη, αλ’ απλώς εθεάτο. Επηκολούθησαν η έρευνα όλων των αποσκευών μου από τας οποίας αφήρεσαν διάφορα εσώρουχα, έναν σταυρόν, και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα. Τέλος μου αφήρπασαν το χρηματόδεμά μου το οποίον μου επέστρεψαν αφού εκράτησαν δρχ. πεντήκοντα χιλιάδες.

Η ληστεία αύτη διενεργήθη υπό ανδρών ενόπλων τουφυλακείου και επί παρουσία  των προσώπων της ασφαλείας οίτινες ουδόλως επενέβησαν καίτοι προσεκλήθησαν υπ’ εμού, διαμαρτυρομένου δια την τοιαύτην διαγωγήν. Μετά την έρευναν και ληστείαν μοι διεμηνύθη ότι είμαι ελεύθερος να συνεχίσω το  ταξείδιόν μου…»

Ο Μαρωνείας Βασίλειος καθόλη την διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής (1941-1944) διέμενε πλησίον των συγγενών του στη Χαλκίδα, όπου πολλοί Κομοτηναίοι είχαν καταφύγει και ευεργετήθηκαν πολλαπλώς από τον εμεπρίστατο Μητροπολίτη τους.

Επιστροφή στην λατρεμένη Μητρόπολη

Με την αποχώρηση  των Βουλγάρων από την Κομοτηνή ο Μαρωνείας Βασίλειος αμέσως επανέκαμψε στην λατρεμένη ακριτική Μητρόπολή του γενόμενος δεκτός από όλους τους άρχοντες, τον κλήρο και χιλιάδες λαού του Ν. Ροδόπης με εκδηλώσεις απεριγράπτου λατρείας και ενθουσιασμού. Καθόλη την διάρκεια των σχεδόν οκτώ ετών ποιμαντορίας του μετά την επάνοδό του (1944-1952) ο Μαρωνείας Βασίλειος ανήγειρε εκκλησίες και παρεκκλήσια, ανεκαίνισε το παλαιό Επισκοπικό μέγαρο επί της οδού Νέστορος Τσανακλή, οργάνωσε την πρώτη εκκλησιαστική βιβλιοθήκη της Μητροπόλεως, όπου μέχρι και σήμερα σώζονται βιβλία του μ την υπογραφή του. Το φιλανθρωπικό, κοινωνικό και εν γένει ποιμαντικό έργο του με πολλαπλά συσσίτια, κατηχητικά, υποτροφίες για τους αρίστους μαθητές, υποτροφίες για άπορες κορασίδες, χρήματα νοσηλείας απόρων μέχρι και σήμερα παραμένουν ανεξίτηλα στη μνήμη των παλαιών Κομοτηναίων. Αλησμόνητες παραμένουν οι πράξεις γενναιότητος και αποφασιστικότητός του να προστατεύσει το ποίμνιό του και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Μαρωνείας Βασίλειος, πρώτος αυτός απεπειράθη και ανεκαίνισε  τον ιστορικό Μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής και αποπεράτωσε πλήρως τον τότε Καθεδρικό ναός της Κομοτηνής που ήταν ο ναός της Του Θεού Σοφίας, τον οποίο είχε θεμελιώσει μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο τότε Μαρωνείας Άνθιμος ο Δ΄(1922-1938) στις 6 Μαΐου 1930. Ανεκαίνισε την πρόσοψη του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου και ανήγειρε το έμπροσθεν επί του εξωνάρθηκος μικρό κωδωνοστάσιο. Μέχρι και σήμερα σώζονται στην βιβλιοθήκη του 1ου Γυμνασίου Κομοτηνής ορισμένα βιβλία του, τα οποία φέρουν την υπογραφή του και εδόθησαν υπό του ιδίου ως δωρεά.

Ο Μαρωνείας Βασίλειος συνδεόταν φιλικά με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα (μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη 1948-1972), ο οποίος στις 7 Ιουλίου 1948 σε επιστολή του έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής: «…αισθάνομαι χαράν βαθυτάτην οσάκις πληροφορούμαι ή αναγιγνώσκω εις τον τύπον περί Υμών, και ιδιαιτέρως κατά τους τελευταίους τούτους κρισίμους καιρούς κατά τους οποίους ανεπτύξατε ταύτην δράσιν, ώστε ομολογουμένως να είσθε η παρηγορία των Χριστιανών σας και δύναμις δια την διεξαγωγήν του μεγάλου αγώνος και τελειωτικού υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Και επειδή κάθε τοιαύτη είνε μια ολόκληρος ιστορία, πληρούσα από χαράν και υπερηφάνειαν όλους τους γνωστούς και φίλους, αισθάνομαι εσωτερικήν ψυχικήν ανάγκη, να εκφράσω Υμίν τα ολόθερμα συγχαρητήριά μου και να ευχηθώ, όπως ο Πανάγαθος Θεός των Πατέρων και η Μεγαλόχαρη Προστάτις της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας και του ευλογημένου ημών Έθνους, ενισχύσωσιν Υμάς ώστε όλοι ομού να φέρητε εις πέρας την νέαν ταύτην εποποιίαν…»

Μαρτυρίες για την αγάπη των Ροδοπιτών στο πρόσωπο του ποιμενάρχου του

Ο Μαρωνείας Βασίλειος εκοιμήθη την 24η Δεκεμβρίου 1952 σε ηλικία 67 ετών. Η εξόδιος ακολουθία εψάλη στον Μητροπολιτικό ναό της Κομοτηνής, όπου τον επικήδειο εκφώνησε ο τότε Τοποτηρητής της Μητροπόλεως Μαρωνείας Μητροπολίτης Φιλίππων Χρυσόστομος Χατζησταύρου (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών 1962-1967). Ύστερα από την απαίτηση των συγγενών του μακαριστού Βασιλείου καθώς και των αρχών της Χαλκίδος, η σορός μετεφέρθη και ετάφη στην Χαλκίδα.

Ο εκ Παραδημής αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος π. Ζαφείριος Καραγκιοζάκης καθώς και ο νυν πρωτοπρεσβύτερος π. Σταύρος Σπορίκης, κατά την προσωπική μας έρευνα, μας αφηγήθηκαν ένα συγκλονιστικό γεγονός που αποδεικνύει την μέχρι λατρείας αγάπη και τιμή που έτρεφαν οι χριστιανοί του Ν. Ροδόπης για τον Μητροπολίτη Βασίλειο. Ο δε  π. Σταύρος Σπορίκης, καταγόμενος εξ Ιάσμου, τότε έφηβος έζησε και ο ίδιος το γεγονός προσωπικώς. Όταν λοιπόν η σορός του μακαριστού Βασιλείου ετέθη επί της αμαξοστοιχίας προς Χαλκίδα και ενώ πλησίαζε την κωμόπολη του Ιάσμου – Ν. Ροδόπης, οι κάτοικοι παρεκάλεσαν τις τοπικές αρχές του Νομού να σταματήσει η αμαξοστοιχία και να εκτεθεί η σορός του Ποιμενάρχου τους σε λαϊκό προσκύνημα. Το αίτημα έγινε δεκτό και τότε όλοι οι Χριστιανοί του Ιάσμου και των πέριξ χωριών, από τον μικρότερο μέχρι και τον γεροντότερο και με δάκρυα στα μάτια γονάτισαν στο σταθμό τουΙάσμου κατά την ώρα που η σορός εξήρχετο της αμαξοστοιχίας και ένας- ένας με μετάνοια φιλούσε το χέρι και το μέτωπο του αγωνιστού πνευματικού τους πατέρα, που τόσο αγάπησαν. Ήταν ο  τελευταίος ασπασμός στον μεγάλο νεκρό. Όταν η σορός ετέθη και πάλι επί της αμαξοστοιχίας και σιγά – σιγά χανόταν στον ορίζοντα, όλοι, ακόμη και τα μικρά παιδάκια- ανάμεσά τους και ο π. Σταύρος Σπορίκης- με λυγμούς αποχαιρετούσαν τον γλυκύτατο και καλόψυχο Βασίλειο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι εν ζωή και σήμερα ευρίσκεται ο εφημέριος της ενορίας Μεσοχωρίου – Ν. Ροδόπη, πρωτοπρεσβύτερος π. Χρήστος Τερζούδης ο οποίος υπήρξε η τελευταία χειροτονία του μακαριστού Βασιλείου προ του θανάτου του.

Ο Μητροπολίτης Βασίλειος ετάφη στην Χαλκίδα, όπισθεν του ναΐσκου της Παναγίας Οδηγήτριας ή Παναγίτσας. Μέχρι και σήμερα είναι άγνωστο στους κατοίκους του Ν. Ροδόπης ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Χαλκίδας στο άγγελμα του θανάτου του Μητροπολίτου Βασιλείου κατέθεσε 1.000.000 δρχ στο Δήμο Κομοτηναίων για την ανέγερση της προτομής του, «τιμής ένεκεν» σε κεντρικό σημείο της Κομοτηνής, που όμως μέχρι και σήμερα δυστυχώς, δεν φρόντισε ουδείς για την προτομή αυτή…

Ο τελευταίος Αρχιερεύες που εποίμανε και τη νήσο Θάσο

Τέλος, ο Μαρωνείας Βασίλειος υπήρξε ο τελευταίος Αρχιερεύς ο οποίος εποίμανε και την νήσο Θάσο, η οποία μέχρι το 1954 υπήγετο στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Μαρωνείας. Την νήσο Θάσο, όταν κατά την διετία 1952-1954 τοποτηρητής της χηρεύουσας Μητροπόλεως Μαρωνείας και Θάσου ήταν ο Μητροπολίτης Φιλίππων Χρυσόστομος Χατζησταύρου, κατάφερε και με ενέργειές του προς την Ιερά Σύνοδο  της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήγαγε στην δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Φιλίππων. Διάδοχος του Μαρωνείας Βασιλείου υπήρξε ο μέγας εκείνος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής Τιμόθεος Ματθαιάκης (1954-1974), ο μετέπειτα Ν, Ιωνίας και Φιλαδελφείας (1974-1992).

Ήταν λάθος που οι τότε τοπικές αρχές του Ν. Ροδόπης επέτρεψαν να ενταφιασθεί η σορός του Μητροπολίτου Μαρωνείας Βασιλείου στη Χαλκίδα. Έπρεπε να ταφεί στην Κομοτηνή που τόσο αγάπησε και παντάξια εποίμανε σε δίσεκτους χρόνους. Είθε να βρεθούν άξιοι ηγήτορες του Νομού για να ζητήσουν την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του στην Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Ο Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος, Θ.Η.Ε., 3(1963)
  • Κων/νου Βοβολίνη, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας, Αθήναι 1952.
  • Μηνά Μηναϊδη, Ιστορία  της Θράκης, Θ.Ε., 5(1984)
  • Έκθεση Μακεδόνων και Θρακών, Διαμαρτυρίαι, Εκθέσεις και Υπομνήματα περί των Βουλγαροκρατούμενων Ελληνικών Επαρχιών, Αθήνα 1942
  • Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Θέμελη, Ευβοϊκαί Εκκλησιαστικαί προσωπικότητες, Αθήναι 1984
  • Ορέστη Θρ. Παπαστρατή, Ο Αυλωναρίτης Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειος Κωνσταντίνου, Περιοδικό «Το Ρόπτρο», τευχ. 6ο , Αυλωνάρι 2002
Προηγούμενο άρθροΜε μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις του Νομαρχιακού Συλλόγου Α.με.Α Έβρου με αφορμή την 3η Δεκέμβρη
Επόμενο άρθροΜε λαμπρότητα εορτάστηκε η Αγία Βαρβάρα, στην Αμφιτρίτη (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ)