Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Ο Πρεσβύτερος της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής π. Δημήτριος Αρχοντίδης (1909-1976)

Γραφή μνημοσύνης για έναν σεβάσμιο κληρικό μιάς άλλης εποχής

Οι επιγενόμενες γενεές εάν θέλουν να τιμήσουν  με τον πρέποντα τρόπο τους προγόνους μιάς άλλης εποχής, την οποία πολλές φορές νοσταλγούμε, δεν έχουν παρά να γράψουν πέντε – δέκα αράδες μνήμης και ενθύμησης για τον τετιμημένο βίο και τα έργα τους. Η μνήμη και η ιστορική ενθύμηση είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε τα πεφιλημένα πρόσωπα που έχουν φύγει από κοντά μας.

Έτσι, η ιστορική γραφίδα σήμερα αναφέρεται στον αείμνηστο και σεβάσμιο Πρεσβύτερο – Οικονόμο της Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής π. Δημήτριος Αρχοντίδης. Ο συγκεκριμένος κληρικός, υιός του Ιωάννου και της Αθηνάς, εγεννήθη το έτος 1909 στο χωριό Γιαντζικλάρ (Αρειμανή) της Ανατολικής Θράκης. Ο π. Δημήτριος είχε άλλα δύο αδέλφια και οι γονείς του, οι οποίοι ήταν βιοπαλαιστές αγρότες της καθημερινότητος, παρά τα δύσκολα εκείνα χρόνια, μεγάλωσαν και ανέθρεψαν τα παιδιά τους με πολύ μόχθο και στερήσεις, αλλά και με τις αρχές της ελληνοχριστιανικής παραδόσεως, με «παιδεία και  νουθεσία Κυρίου».

Ο π. Δημήτριος περάτωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του και απεφοίτησε από το Δημοτικό σχολείο της ιδιαιτέρας πατρίδος του. Από την παιδική του ηλικία, επειδή και ο πατέρας του Ιωάννης ήταν άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής και καλλίφωνος ιεροψάλτης στην εκκλησία του χωριού τους, αγάπησε και ο ίδιος την βυζαντινή μουσική της Εκκλησίας μας. Πλησίον του ιεροψάλτου πατέρα του εδιδάχθη την τέχνη της εκκλησιαστικής μουσικής και τον βοηθούσε από πολύ μικρή ηλικία στο αναλόγιο της Εκκλησίας τους. Παράλληλα ως υιός αγρότη βοηθούσε τον πατέρα του και στις σκληρές αγροτικές εργασίες τους, παρά το άωρον της ηλικίας του, προκειμένου να συμβάλλει και ο ίδιος στην εξασφάλιση του επιούσιου άρτου, ο οποίος κατ’ εκείνα τα έτη ήταν πρώτιστη προϋπόθεση επιβιώσεως και για πολλούς είδος πολυτελείας!

Όταν το 1922 συνετελέσθη η Μικρασιατική Καταστροφή και επεβλήθη η αναγκαστική Ανταλλαγή των πληθυσμών, η οικογένεια του π. Δημητρίου αναγκάσθηκε, όπως και όλοι οι άλλοι Θρακιώτες, να εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες της και να εγκατασταθεί στην Μητέρα Ελλάδα προκειμένου να σωθεί από τον βέβαιο θάνατο του οποίου έσπερναν στο πέρασμά τους από τα ελληνοχριστιανικά χωριά της Ανατολικής Θράκης οι εθνικιστές κεμαλιστές του νέου καθεστώτος στην Τουρκία. Όταν συνέβησαν όλες εκείνες οι καταστροφικές αλλαγές και ανακατατάξεις, ο μικρός Δημήτριος ήταν μόλις 13 ετών και βίωνε αυτόν τον πικρό ξεριζωμό από την πατρίδα του που συγκλόνισε τότε την άδολη και ευαίσθητη παιδική ψυχή του.

Αρχικά η οικογένεια του π. Δημητρίου εγκαταστάθηκε στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη, όπου η οικογένεια έζησε για μικρό χρονικό διάστημα επειδή οι συνθήκες επιβιώσεως ήταν δυσκολότερες στην πόλη σε σχέση με την ύπαιθρο χώρα και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η ανεύρεση εργασίας για έναν αγρότη, ο οποίος ήξερε να καλλιεργεί την γη ήταν κάτι  το ακατόρθωτο. Έτσι, η οικογένεια του νεαρού Δημητρίου αναγκάσθηκε να πάρει και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς και αφού περιπλανήθηκε, απεφάσισε τελικά να εγκατασταθεί στην κωμόπολη της Ξυλαγανής του Ν. Ροδόπης.

Στα πρώτα βήματα της νέας βιοτής εν Ελλάδι η οικογένεια Αρχοντίδη ενισχύθηκε, όπως εξάλλου όλοι οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, από το ελληνικό κράτος αφού έλαβε τον λεγόμενο αγροτικό κλήρο και ένα οικόπεδο στο οποίο με χίλια μύρια βάσανα και στερήσεις ο πατέρας του π. Δημητρίου έχτισε ένα μικρό σπίτι για να στεγάσει την ταλαιπωρημένη οικογένειά του. Για την επιβίωση όμως της οικογένειας χρειάσθηκε να εργασθούν σκληρά στις αγροτικές εργασίες του χωριού τόσο ο π. Δημήτριος, όσο και ο άλλος αδελφός του, οι οποίοι εργάζονταν ως αγροτικοί εργάτες για το καθημερινό μεροκάματο τόσο στα κτήματα της οικογένειας όσο και σ’ εκείνα των ευπορότερων οικογενειών της Ξυλαγανής.

Είναι πάντως αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι παρόλο που ο έφηβος τότε Δημήτριος εργαζόταν τόσο σκληρά σε καθημερινή βάση, εντούτοις δεν έλειπε καμμία Κυριακή από την Θεία Λειτουργία, αφού συνέχιζε μαζί με τον πατέρα του να ψάλλει στο αναλόγιο της Εκκλησίας του χωριού και με τον τρόπο αυτό να εξασκείται στη βυζαντινή μουσική την οποία κυριολεκτικά ελάτρευε.

Το 1930/1931 ο π. Δημήτριος σε ηλικία 21 ετών υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό με την ειδικότητα του οδηγού σε μία στρατιωτική μονάδα της Καβάλας. Όταν στη συνέχεια απολύθηκε από τον στρατό, επέστρεψε και πάλι στην Ξυλαγανή και συνέχισε να εργάζεται ως αγρότης μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά τους.

Ο π. Δημήτριος σε ηλικία 27  ετών εγνώρισε την σύζυγό του και μετέπειτα Πρεσβυτέρα του Κορίνα, η οποία κατήγετο από την Ανατολική Θράκη και ζούσε με τους γονείς της κατά την περίοδο εκείνη στην Κομοτηνή. Το 1936 νυμφεύθηκε την αγαπημένη του Κορίνα και το 1937 απέκτησε τον πρωτότοκο υιό του, ο οποίος υπήρξε ο επί πολλά έτη προϊστάμενος του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας Κομοτηνής αοίδιμος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Δ. Αρχοντίδης (1937-2008). Τα επόμενα έτη απέκτησε και τις τρεις θυγατέρες του, ήτοι την Αθηνά, την Μελαχροινή και την Μαργαρίτα, συνεχίζοντας να ζει στην Ξυλαγανή και να εργάζεται ακόμη σκληρότερα ως αγρότης για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του.

Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν την περίοδο 1941-1944 οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες είχαν καταλάβει την Δυτική Θράκη και είχαν εγκατασταθεί ως κατακτητές, ο π. Δημήτριος συνέχιζε να ζει με την οικογένειά του στην Ξυλαγανή και μαζί με άλλους συντοπίτες του, ήταν ενεργό μέλος μιάς από τις πολλές αντιστασιακές τοπικές οργανώσεις εναντίον των Βουλγάρων εξαρχικών, οι οποίοι καταδυνάστευαν τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό.

Σύμφωνα μάλιστα με την αφήγηση του Πρωτοπρεσβύτερου π. Ιωάννη Αρχοντίδη, ο οποίος προ πολλών ετών ενθυμούμενος ακόμη την εξιστόρηση των γεγονότων από τον πατέρα του π. Δημήτριο διηγήθηκε στον γράφοντα τα εξής: «Την άνοιξη του 1944 οι Βούλγαροι στρατιώτες καθ’ υπόδειξη ανεκάλυψαν την τοποθεσία όπου είχαν κρυφθεί περί τα 40 άτομα, που ήταν μέλη της ιδίας αντιστασιακής οργανώσεως στην οποία μέλος ήταν και ο π. Δημήτριος, και στη συνέχεια τα εκτέλεσαν όλα. Ο πατέρας του, ο πατήρ Δημήτριος, παρ’ ολίγον να είχε και εκείνος το ίδιο μαρτυρικό τέλος, επειδή όμως ήταν ο “σύνδεσμος” με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις της περιοχής, εκείνη την συγκεκριμένη ημέρα είχε μεταβεί σε κάποια άλλη τοποθεσία, εκτός Ξυλαγανής, προκειμένου να μεταφέρει κάποιο μήνυμα της οργανώσεως στα μέλη κάποιας άλλης αντιστασιακής ομάδας που αφορούσε τον ένοπλο αγώνα τους εναντίον των εθνικιστών – κατακτητών Βουλγάρων». Έτσι, ο π. Δημήτριος ως εκ θαύματος εσώθη και ξέφυγε τον βέβαιο θάνατο από τις λόγχες των Βουλγάρων. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι ο π. Δημήτριος με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, όπως άλλωστε ολόκληρος ο ελληνικός λαός, κατετάγη και πάλι με προθυμία στον ελληνικό στρατό και μετέβη στο ελληνοαλβανικό μέτωπο όπου επολέμησε γενναία και τραυματίσθηκε σοβαρά στο πόδι του. Εν προκειμένω σημειώνουμε ότι ο π. Ιωάννης Αρχοντίδης ενεθυμείτο και ο ίδιος μέχρι και το τέλος της επιγείου ζωής του, τον τραυματισμό του πατέρα του, κατά το 1941, και την επί μεγάλο χρονικό διάστημα θεραπεία του στο πατρικό τους σπίτι. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ξυλαγανή και συνέχισε τον αντιστασιακό αγώνα του εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών της Θράκης.

Αλλά και κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ο π. Δημήτριος, όπως και οι υπόλοιποι άνδρες της Ξυλαγανής, ζούσε με τον φόβο μήπως συλληφθεί και στρατολογηθεί από τους ενόπλους κομμουνιστές, οι οποίοι κατέβαιναν στο χωριό για το λεγόμενο «ανθρωπομάζωμα» και το συνακόλουθο «πλιάτσικο», γι’ αυτό το λόγο  ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες κρύβονταν σε τοποθεσίες εκτός του χωριού, έχοντας πάντοτε τον φόβο για τα μέλη της οικογένειάς τους.

Την περίοδο εκείνη ακριβώς ο π. Δημήτριος έλαβε και την μεγάλη απόφαση, η οποία εσφράγισε κυριολεκτικά την ζωή του, όταν απεφάσισε να ιερωθεί. Έτσι, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 1946-1947 εγράφη και εφοίτησε για ένα έτος στην Ιερατική Σχολή της Ξάνθης από την οποία όταν απεφοίτησε, εχειροτονήθη, κατά τον Οκτώβριο του 1947, Διάκονος και μετά από μία εβδομάδα Πρεσβύτερος από τον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου Βασίλειο (1941-1952).

Αρχικά ο αείμνηστος Μητροπολίτης Βασίλειος διόρισε τον νεοχειροτονηθέντα τότε π. Δημήτριο στην κενή ενοριακή θέση της Μαρώνειας. Επειδή όμως την περίοδο εκείνη λόγω του εμφυλίου πολέμου οι κάτοικοι της Μαρώνειας στο σύνολό τους είχαν εγκαταλείψει το χωριό τους και είχαν διασκορπισθεί διαμένοντας περιστασιακά σε διάφορα άλλα πλησιόχωρα χωριά και ιδίως στο κεφαλοχώρι της Ξυλαγανής, ο π. Δημήτριος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την οργανωτική του θέση στη Μαρώνεια και κατ’ εντολή του Μητροπολίτου Βασιλείου τοποθετήθηκε προσωρινώς στην Ξυλαγανή στην οποία εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα μαζί με τους δύο άλλους εφημερίους του χωριού.

Το έτος 1950, όταν πια είχε τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος και επανήλθαν στις εστίες τους οι Μαρωνείτες, επέστρεψε στην ενοριακή οργανική του θέση και ο Πρεσβύτερος Δημήτριος, ο οποίος σημειωτέον λειτούργησε, ύστερα από τρία χρόνια ένεκα της προτέρας εμπεριστάτου καταστάσεως, για πρώτη φορά στον Ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρωνείας, όπου ήταν η πρώτη του ενορία.

Εν προκειμένω, όπως μας ανέφερε ο π. Ιωάννης Αρχοντίδης, σύμφωνα με την αφήγηση του πατρός του, «όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, στο πρώτο αμάξι που μετέφερε τους πρώτους κατοίκους στην Μαρώνεια ήταν και ο π. Δημήτριος, ο οποίος όταν έφθασε στην πλατεία του χωριού αντίκρυσε έναν άγριο και έρημο τόπο, όντως έναν “κρανίου τόπο”, όπου στο κέντρο της πλατείας έκαιγε ακόμη η φωτιά την οποία είχαν ανάψει για να ζεσταθούν οι τελευταίοι ένοπλοι κομμουνιστές πριν εγκαταλείψουν και εκείνοι το έρημο χωριό. Στη συνέχεια επανήλθαν και εγκατεστάθησαν και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της Μαρώνειας και η ζωή του χωριού βρήκε και πάλι την περπατησιά της.

Ο π. Δημήτριος μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε επιτέλους στην πολύπαθη Μαρώνεια και ως άοκνος εργάτης στον αμάραντο εκκλησιαστικό αμπελώνα του Κυρίου οργάνωσε την εκκλησιαστική – πνευματική ζωή των κατοίκων του χωριού. Εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα με φόβο Θεού, τελούσε την θεία λειτουργία και όλες τις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας με ευλάβεια, ευσυνειδησία και ένθερμο ζήλο. Έχοντας επίσης συναίσθηση της υψηλής πνευματικής του αποστολής οργάνωσε και το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας, αφού ο ίδιος δίδασκε στα κατηχητικά των αρρένων και των θηλέων προκειμένου να καταρτίσει πνευματικά με «παιδεία και νουθεσία Κυρίου» τα παιδιά του χωριού.

Το ποιμαντικό έργο του π. Δημητρίου ενθυμούνται μέχρι και σήμερα οι κάτοικοι της Μαρώνειας, στην οποία άσκησε τα καθήκοντά του μόνο για πέντε χρόνια, ήτοι μέχρι το έτος 1955.

Όταν λοιπόν το έτος 1954 εξελέγη Μητροπολίτης Μαρωνείας ο από Μυρέων Τιμόθεος Ματθαιάκης (1954-1974), ο π. Δημήτριος κατ’ εντολή του νέου Μητροπολίτου απεσπάθη από την ενορία της Μαρώνειας και διορίσθηκε στην ενορία της Του Θεού Σοφίας Κομοτηνής. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Τιμόθεος τοποθέτησε τον π. Δημήτριο σε αυτή την τόσο επιβλητική Εκκλησία και μεγάλη ενορία, επειδή προφανώς εξετίμησε το ήθος, την τιμιότητα, την ευσυνειδησία και την ιεροπρέπεια του π. Δημητρίου, τον οποίο ακόμη ενθυμούνται οι Κομοτηναίοι και ιδιαιτέρως οι ενορίτες του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας, με πολύ αγάπη, σεβασμό και συγκίνηση. Είναι όντως αλήθεια ότι ο π. Δημήτριος στα 21 έτη που υπηρέτησε ως εφημέριος στον Ι.Ν. της Του Θεού Σοφίας, άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων τόσο στους συνεφημερίους του, όπως  ο τότε προϊστάμενος του ναού και μετέπειτα Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Ευδόκιμος (+2003), όσο και στο ποίμνιό του. Πάντοτε υπήρξε συνεργάσιμος, καταδεκτικός, φιλάνθρωπος, συμπονετικός, μεγαλόψυχος, αλλά και όταν έπρεπε αυστηρός, δίκαιος και ανυποχώρητος στην διδασκαλία, τους ιερούς κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας μας. Όπως ενθυμούνται και οι Κομοτηναίοι, η αυστηρότητα του π. Δημητρίου ως πατρός και ποιμένος δεν ήταν έκφραση κακίας, αλλά πνευματικής αγωνίας για την ορθόδοξη πορεία και ζωή του πολυαγαπημένου του ποιμνίου.

Κατά την διάρκεια αυτών των 21 ετών τακτοποίησε και πάντρεψε τα παιδιά του και είχε την χαρά και την ευλογία να δει και εγγόνια. Επειδή τα παιδιά του διαβιούσαν στην Γερμανία, ταξίδευε και ο ίδιος πολλές φορές για να τα συναντήσει εκεί, όπου λειτουργούσε, τελούσε μνημόσυνα και σε κάθε ευκαιρία η οποία του εδίδετο, έδιδε την ορθόδοξη μαρτυρία του ως κληρικού και πνευματικού ποιμένος της Εκκλησίας μας. Ο π. Δημήτριος υπήρξε αφιλάργυρος και τούτο αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι δεν τακτοποίησε πλουσιοπάροχα τα τέσσερα παιδιά του στην Ελλάδα, αφού σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια τα παιδιά του αναγκάσθησαν να μεταναστεύσουν ως εργάτες στην Γερμανία όπου εργάσθηκαν σκληρά για να ζήσουν τις οικογένειές τους.

Όταν το 1974 εξελέγη νέος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής ο αοίδιμος Δαμασκηνός (1974-2012), ο π. Δημήτριος που ήταν εφημέριος στην Αγία Σοφία, έλαβε μια ακόμη ευλογία και χαρά από το Θεό, αφού την 15η Αυγούστου 1974 είδε να χειροτονείται Διάκονος και την 22α Φεβρουαρίου 1975, Πρεσβύτερος, ο πρωτότοκος υιός του, ο αοίδιμος προϊστάμενος της Αγίας Σοφίας, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Αρχοντίδης, τον οποίο είχε ως συνεφημέριό του για ένα σχεδόν έτος.

Ο π. Δημήτριος ασθένησε από την επάρατη νόσο και εκοιμήθη στις 16 Μαρτίου 1976 σε ηλικία μόλις 67 ετών. Η κηδεία του έγινε στον Ιερό Ναό της Του Θεού Σοφίας που τόσο αγάπησε και με τόσο απαθές πάθος και ζήλο Χριστού υπηρέτησε.  Ο π. Δημήτριος ετάφη την 17η Μαρτίου 1976 στο Κοιμητήριο της Κομοτηνής και στον τάφο του ετάφη και η Πρεσβυτέρα του Κορίνα το έτος 1998.

Ο αείμνηστος κληρικός – οικονόμος της Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής π. Δημήτριος Αρχοντίδης υπήρξε άνθρωπος του καθήκοντος, του χρέους, της ασκήσεως εν Χριστώ. Φιλακόλουθος ο ίδιος, δεν παραμελούσε τα καθήκοντά του, πάντοτε τελούσε όλες τις ιερές ακολουθίες και μετέδιδε την άκτιστη χάρη του Παναγίου πνεύματος σε όλο το ποίμνιό του. Υπήρξε όντως άξιος κληρικός, σεβάσμιος ποιμένας, πατέρας πνευματικός, άνθρωπος αγάπης και αυταπαρνήσεως. Το μνημόσυνον αυτού αιώνιον μένει και το παράδειγμά του όλους μάς καλεί, κυρίως όμως τους νεώτερους κληρικούς μας. Είη η μνήμη αυτού αιωνία και άληστος.

Προηγούμενο άρθροΣεμπαϊδήν Καραχότζα: Ταπεινωτική ήττα του Ερντογάν στη Θράκη
Επόμενο άρθροΔημήτρης Τσιακίρης: “Το ζητούμενο είναι να έχουμε πετρέλαιο στην Αστυνομική Διεύθυνση Αλεξανδρουπολης… Φέρνουμε θερμαντικά σώματα από τα σπίτια μας”