Πόσο μακριά είναι η Ουκρανία;

Οι συζητήσεις μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας αφενός και ΝΑΤΟ – Ρωσίας αφετέρου επανέφεραν στο προσκήνιο το ουκρανικό πρόβλημα σε μια κρίσιμη καμπή του για την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή που αγγίζει και τη χώρα μας, μετά τη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επέκτασή της. Όλοι στη Δύση γνωρίζουν τις αιτίες της ουκρανικής κρίσης, επομένως και την επίλυσή της, όμως όλοι επιχειρούν επικαλούμενοι αρχές και αξίες να αποπροσανατολίσουν τους λαούς από τις πραγματικές σκοπιμότητες που υποκινεί το ενδιαφέρον τους. Μάλιστα οι αιτίες δεν αφορούν μόνον την Ουκρανία αλλά και ολόκληρο το πεδίο των “βελούδινων επαναστάσεων” στις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες.

Οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στη διάλυση των πολυεθνικών κρατών στα όρια των Δημοκρατιών τους (Γιουγκοσλαβία, ΕΣΣΔ), που διατήρησαν άθικτο το διοικητικό μηχανισμό και μπόρεσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν, εγκλώβισαν όμως τα σπέρματα της μελλοντικής τους διάλυσης με τις πολυπληθείς μειονότητες. Διότι άλλες ήταν οι συνθήκες και τα κριτήρια της οριοθέτησης των ομόσπονδων Δημοκρατιών σε ένα πολυεθνικό κράτος και άλλες οι συνθήκες με την ανεξαρτητοποίησή τους, όταν η πολυεθνικότητα αναδείχθηκε σε μοχλό παρέμβασης τρίτων. Αυτό π.χ. συνέβη στη Γιουγκοσλαβία, όπου ο Τίτο είχε χαράξει τα όρια των ομόσπονδων Δημοκρατιών κατά τρόπο ώστε να αποδυναμώσει την κυρίαρχη εθνότητα των Σέρβων, με αποτέλεσμα πολυάριθμοι σερβικοί πληθυσμοί να εγκλωβιστούν παντού. Με ανάλογο τρόπο χαράχτηκαν και στην ΕΣΣΔ τα σύνορα των Δημοκρατιών της. Ο Λένιν είχε ως πρώτο μέλημα την καταπολέμηση του μεγαλορωσικού σοβινισμού γιαυτό και σε όλες τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες υπάρχουν πολυπληθείς ρωσικές μειονότητες, όπως στην Ουκρανία .Με τη διαφορά ότι μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης είχε η Δύση στη Γιουγκοσλαβία με την υποκίνηση των εθνικισμών παρά στην πρώην σοβιετική επικράτεια, που η Μόσχα θεωρεί ως «εγγύς εξωτερικό» και έχει την ευθύνη της ασφάλειας των ρωσικών πληθυσμών. Γιαυτό η «εισβολή» της Δύσης εκεί γίνεται πάντα στο όνομα αρχών, τις οποίες ο Ούλριχ Μπεκ αποκαλούσε «γλωσσικά ερείπια»: «Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έγραφε, σκεπτόμαστε και δρούμε με βάση γλωσσικά ερείπια, στα οποία παντού εμφωλεύουν, επωάζονται και εγκαθίστανται νέες πραγματικότητες, πίσω από τις αστραφτερές προσόψεις των λέξεων». Αυτό συμβαίνει σήμερα και στην Ουκρανία! Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2014 ο εκλεγμένος πρόεδρος Γιαννουκόβιτς και η κυβέρνησή του αποκαθηλώθηκαν βίαια από το ναζιστικό ένοπλο «Δεξιό Τομέα» και το εθνικοσοσιαλιστικού κόμμα «Ελευθερία» που ηγούνταν των διαδηλωτών, με την ενθάρρυνση της Γερμανίας και των ΗΠΑ, με τη φυσική παρουσία μάλιστα στα οδοφράγματα της πλατείας Μειντάν του Γερμανού ΥΠΕΞ Βεστέβερλε, ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων. Για ποιό λόγο; Ο εκλεγμένος πρόεδρος της Ουκρανίας αρνήθηκε τη σύνδεση της χώρας του με την ΕΕ, προκρίνοντας την τελωνειακή ένωση που προωθούσε η Ρωσία με πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Γιαυτό οι αρχές που επικαλείται η Δύση ως μέσον διείσδυσης , προσομοιάζονται με “γλωσσικά ερείπια”. Διότι αποκρύπτουν τις πραγματικές σκοπιμότητες 

Όμως την αλαζονεία της Δύσης, δείγμα της αποικιοκρατικής της αντίληψης, αναδεικνύει η μη τήρηση της συμφωνίας ανάμεσα στον πρόεδρο Μπους και τον τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μπέϊκερ με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, σύμφωνα με την οποία το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτείνονταν ούτε “εκατοστό προς τα ανατολικά”, προκειμένου ο Γκορμπατσόφ να συναινέσει στην επανένωση της Γερμανίας και στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ, η οποία παραβιάστηκε στις τρεις διευρύνσεις του ΝΑΤΟ. Συμφωνία που επιβεβαιώθηκε πλήρως από τα επίσημα αρχειακά έγγραφα τα οποία διακοίνωσαν οι ΗΠΑ στο τέλος του 2017, από τις επανειλημμένες αναφορές του Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο του “Ποιός κυβερνά τον κόσμο;” (Πατάκης 2017, σελ. 254, 309, 390, 407) αλλά και από το πρόσφατο άρθρο του Μιχάλη Κωσταράκου, επίτιμου Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και τ. Προέδρου της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ε.Ε, (“Η ‘ρωσική αρκούδα’ και ξύπνησε και θυμάται”, Καθημερινή, 6/1/2022), στο οποίο καταθέτει την προσωπική του γνώση και εμπειρία.

Όμως, γιατί ενώ χαρακτηριστικό του Ψυχρού πολέμου ήταν η σταθερότητα, το πέρας του σηματοδότησε την αστάθεια σε ευρασιατικό επίπεδο; Αυτό οφείλεται στην ιστορική πρωτοτυπία του που καθορίζει τις εξελίξεις, χωρίς μάλιστα ορατό χρονικό ορίζοντα. Ενώ μέχρι τότε η ιστορική εμπειρία μας δίδαξε ότι η αναθεώρηση των συνόρων των κρατών συντελείται στην διάρκεια του πολέμου και επισφραγίζεται με τις συνθήκες ειρήνης που ακολουθούν τη λήξη των εχθροπραξιών, με τον Ψυχρό Πόλεμο συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, προηγήθηκε η «συνθηκολόγηση» της ΕΣΣΔ,  με την υπογραφή της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατά τη σύνοδο κορυφής της ΔΑΣΕ το Νοέμβριο του 1990  στο Παρίσι και ακολούθησαν οι συνέπειες της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης που είχε λήξει, δηλαδή μετά τη συνθηκολόγηση οι νικητές σπεύδουν να πάρουν τα “λάφυρα” τους, όπως συμβαίνει στην Ουκρανία και όχι μόνον. Γιαυτό, ενώ οι συνθήκες ειρήνης οριοθετούν το μέγεθος των συνεπειών του πολέμου, οι συνέπειες του Ψυχρού πολέμου είναι απροσδιόριστες και ανοικτές σε μέγεθος και σε διάρκεια και θα καθορίζουν τις διεθνείς εξελίξεις μέχρις ότου αναδειχθούν δυνάμεις που θα εξισορροπήσουν την αμερικανική υπεροπλία. 

Και η Ελλάδα; Είναι βέβαιο ότι με αφορμή το ουκρανικό ζήτημα, η Ελλάδα, με την Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) το 2020  με τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα με την πρόσφατη επέκτασή της, αφέθηκε εξ ολοκλήρου στις διαθέσεις των ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας, με αιχμή τη βάση της Αλεξανδρούπολης. Στα πλαίσια της επέκτασης της MDCA  προτάθηκε στην Ουάσινγκτον λίστα 23 τοποθεσιών, δηλαδή ολόκληρη η χώρα, προκειμένου να επιλέξει. Ενεπλάκη δηλαδή η Ελλάδα στους πολεμικούς ανταγωνισμούς ΗΠΑ – Ρωσίας, οικειοποιήθηκε το πρόβλημα της Ουκρανίας, χωρίς να μπορεί η ίδια να επικαλεσθεί αιτιάσεις εναντίον της Μόσχας και μετέτρεψε την Αλεξανδρούπολη σε βάση εναντίον της Ρωσίας. Ένα κράτος μέλος του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αποκλίνει στην εξωτερική του πολιτική χάριν των συμφερόντων του;  Όμως είναι γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας μας χειραγωγείται από τις ΗΠΑ (και άλλες δυνάμεις, όπως η Γαλλία) μέσα από την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαπίστωση που εύλογα δημιουργεί το ερώτημα αν η πορεία τους εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα ή των υποβολέων μας. Διότι στις συνθήκες ρευστότητας που πυροδότησε στην ευρύτερη περιοχή το τέλος του Ψυχρού πολέμου, όπως προαναφέρθηκε, τα εθνικά μας συμφέροντα εξυπηρετούνται με την επίλυση των προβλημάτων με τη γείτονα και την σταθερότητα και όχι με την όξυνσή τους.

Προηγούμενο άρθροΞεκινά ο 7ος κύκλος διαλέξεων της Ακαδημίας-Δομής Διά Βίου Μάθησης της Περιφέρειας ΑΜΘ
Επόμενο άρθροΜε τα πόδια από την Γαλλία στην Ινδία… και στάση στον Άβαντα