Πότε θα έλθει η νέα κρίση;

Γελοιογραφία αθηναϊκής εφημερίδας εμφάνιζε τον υπουργό Οικονομικών να κάθεται στα έδρανα της Βουλής και να προβληματίζεται: “Τί άλλο να δώσω; τί άλλο να δώσω;” σκεφτόταν. Όταν όμως το κομματικό υπερισχύει του δημοσίου συμφέροντος με μοναδική επιδίωξη την κυβερνητική εξουσία, με συνεχείς προεκλογικές παροχές και επιδόματα, αντί παραγωγικών επενδύσεων, που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις πραγματικής ανάπτυξης, τότε η επόμενη οικονομική κρίση που θα σαρώσει για άλλη μια φορά την κοινωνία αποτελεί θέμα χρόνου.

Παράδειγμα; Μπορεί τα παρακμιακά φαινόμενα να αποτελούν χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιόδου της μεταπολίτευσης αλλά αποκορύφωμά της υπήρξε η περίοδος από τον Μάρτιο του 2004 έως τον Σεπτέμβριο του 2009, της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή. Ποιος ήταν ο απολογισμός της καραμανλικής περιόδου; «Ο Κώστα Καραμανλής  παρέλαβε χρέος ύψους 183,2 δις ευρώ το 2004 και παρέδωσε χρέος 299,5 δις ευρώ το 2009, δηλ. το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύτηκε από το 98,9% στο 128,7%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2009 ξεπέρασε τα 36 δις ευρώ και έκλεισε στο 15,7% του ΑΕΠ το 2009». (Καθημερινή 27/4/2014). Συνολικά η κυβέρνηση Καραμανλή δανείστηκε 109,3 δις ευρώ αθροιστικά το 2008 και το 2009 (Καθημερινή 27/4/2014). Πρόσθετα: «Παράνομες  αμοιβές σε δημοσίους και δημοτικούς υπαλλήλους, προσλήψεις εκτός νόμου, μη νόμιμες καταβολές αποζημιώσεων σε αιρετούς άρχοντες, επιδοτήσεις σωματείων για να κάνουν δημόσιες σχέσεις, κατατμήσεις και απ’ ευθείας αναθέσεις έργων περιγράφει το Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεσή του για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2009. Το αποτέλεσμα ήταν τα έξοδα του προϋπολογισμού να υπερβούν το στόχο κατά 47 δις ευρώ» (Καθημερινή 22/3/2013). Όλα αυτά τα επιβεβαίωσε ο Χοακίν Αλμούνια, επίτροπος Οικονομικών της Ε.Ε. τότε, ο οποίος σε συνέντευξή του, είχε δηλώσει: «Το πρόβλημα, είπε, ήταν η καταστροφική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από την ελληνική κυβέρνηση το 2009, λόγω της ανικανότητας αυτής της κυβέρνησης και της ενασχόλησής της με τις εκλογές»

Όμως η περίοδος διακυβέρνησης Καραμανλή ωχριά μπροστά στην τετραετία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ιδιαίτερα από την έναρξη της πανδημίας μέχρι σήμερα. Όταν ρίχνεις στην οικονομία 43 δις ευρώ δανεικά χρήματα με αφορμή την πανδημία που αντιστοιχούσαν στο 25% του ΑΕΠ,  με τον τρόπο που τα έριξε η κυβέρνηση, δηλ  με οριζόντια κριτήρια, τότε η ερμηνεία της “ανάπτυξης” είναι εύλογη. Αυξάνονται οι καταθέσεις, αυξάνεται η κατανάλωση, μαζί όμως αυξάνονται και οι  αυταπάτες ότι η οικονομία αλλάζει μοντέλο και τροχιά. Διότι, αν τα 43 δις δόθηκαν με τη λογική να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία θα έπρεπε να είχαν εξαντληθεί για την αντιμετώπισή των προβλημάτων. Πώς περίσσεψαν χρήματα και κινούν ακόμη και σήμερα την οικονομία μέσω της κατανάλωσης; 

Την απάντηση την έδωσε ένα δοκίμιο εργασίας του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (ΕΔΣ) με τίτλο “Διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων των δαπανών COVID – 19 στην Ελλάδα και στη Ευρωζώνη” (Καθημερινή 22/5/2021). Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ που επεξεργάστηκαν οι μελετητές, οι άμεσες δαπάνες της χώρας μας για τη στήριξη της οικονομίας της, σε τομείς πλην της Υγείας, ανήλθαν σε 10,7% του ΑΕΠ της, ποσοστό που άφησε δεύτερη της Γερμανία με 9,8% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, τα στοιχεία της Eurostat  που επεξεργάστηκαν οι μελετητές δείχνουν ότι οι δαπάνες δεν εξασφάλισαν υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης της απώλειας εισοδήματος. Το αντίθετο μάλιστα! Σύμφωνα με τη μελέτη του ΕΔΣ, το ποσοστό αναπλήρωσης ήταν μόλις 41,2%, που τοποθετεί τη χώρα μας στην 11η θέση μεταξύ των 19 της Ευρωζώνης καίτοι πρώτη στις δαπάνες, και στην 16η μεταξύ των 27 της ΕΕ. Αυτά τα συγκριτικά στοιχεία και μόνον, μεταξύ της υπερβολικής δαπάνης και του πενιχρού αποτελέσματος αναπλήρωσης του απολεσθέντος εισοδήματος, αποδεικνύουν ότι η δαπάνη κατευθύνθηκε προς την κοινωνία κατά τρόπο άνισο ευνοώντας προφανώς κάποιες κοινωνικές ομάδες. Έτσι λοιπόν  ένα ποσοστό 58,8%, δηλαδή περί τα 25 δις ευρώ, κινήθηκε άστοχα δημιουργώντας την αύξηση των καταθέσεων κατά 22,5 δις, την εκτίναξη της κατανάλωσης και της ανοικοδόμησης. Εξ ου και η ανάπτυξη ≥5% για το 2022 που έχει πλασματικό χαρακτήρα διότι είναι προϊόν της κρατικής χρηματοδότησης και του πληθωρισμού και όχι παραγωγικής ανάπτυξης. Όμως ας μη ξεχνάμε πως ολόκληρη τη δεκαετία του 2000, η αύξηση του ΑΕΠ που στηρίχτηκε στην κατανάλωση και στα στεγαστικά δάνεια προσέγγιζε ετήσια το 4,5% ενώ η χώρα απαξιώνονταν παραγωγικά, οδήγησε στη μεγάλη κρίση και διέλυσε κυριολεκτικά τη χώρα. Αθροιστικά σε περίπου δύο χρόνια η κυβέρνηση μαζί με τα pass διένειμε πάνω από 56 δις, με ισόποση αύξηση του δημοσίου χρέους, ποσό που υπερβαίνει το κούρεμα του χρέους των 53 δις (το PSI) του 2012 για το οποίο θριαμβολογούσαν τότε. Η Ν.Δ. επαγγέλλεται προεκλογικά τη σταθερότητα ως χαρακτηριστικό της πολιτικής της αλλά αυτοδιαψεύδεται πάντα από τον πελατειακό της χαρακτήρα που δημιουργεί με βεβαιότητα τις συνθήκες μιας νέας επερχόμενης κρίσης.

Προηγούμενο άρθροΠΡΟΓΡΑΜΜΑ κινητής μονάδας αιμοληψιών της Υπηρεσίας Αιμοδοσίας Αλεξανδρούπολης
Επόμενο άρθροΣύσκεψη Περιφερειάρχη ΑΜΘ με το νέο Προϊστάμενο της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης του ΕΣΠΑ