ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΜΑΝΟΥ

Σαν σήμερα πριν 96 χρόνια.
28 Σεπτεμβρίου 1922.
Η Ανακωχή των Μουδανιών.
Η παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία.
Η Μεγάλη Έξοδος των Θρακιωτών.

Στα τέλη Αυγούστου του ’22, έπεσε σαν βόμβα στην Ανατολική Θράκη το αναπάντεχο μαντάτο: «Έσπασε το μέτωπο στη Μικρασία!» Κι ύστερα, οι διαδόσεις: «Οι Τούρκοι χαλνούνε τους Μικρασιάτες», «Σφάζουνε αράδα», «Καίγεται η Σμύρνη!» Ο κόσμος στην αρχή δεν το πίστευε. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, ύστερα από τόσες νίκες!» Κι όμως, ήταν αλήθεια! Το μαρτυρούσαν οι ίδιοι οι Μικρασιάτες που, κυνηγημένοι, έφταναν με καΐκια στα Θρακιώτικα ακρογιάλια της Προποντίδας. Γρήγορα, ο θρήνος απλώθηκε απ’ την Καλλικράτεια ως την Καλλίπολη.
Έτρεξαν οι Θρακιώτες να βοηθήσουν, να συμπαρασταθούν με ρούχα, με λίγο ψωμί, με μια κάμαρη, και την ίδια ώρα δόξαζαν το Θεό που τους φύλαξε απ’ αυτό το κακό.

Όμως, στις 28 Σεπτεμβρίου του ’22, το αστροπελέκι έπεσε και στην αυλή τους. «Η Ανατολική Θράκη δόθηκε απ’ τους μεγάλους στην Τουρκία. Το υπόγραψαν στα Μουδανιά. Ο στρατός μας φεύγει. Έρχονται οι Τούρκοι». Οι μαύρες θύμησες του ’14 ξαναξύπνησαν. Το σύνθημα “γιαγκίν, κεσίν, γιάγμα (κάψτε, σφάξτε, αρπάξτε)” ξαναβούηξε στ’ αυτιά τους. Τρόμος και απέραντη θλίψη! Πώς να χωνέψουν ότι, οκτώ χρόνια απ’ τον πρώτο διωγμό και δυο χρόνια απ’ το γυρισμό τους, θα παρατούσαν για δεύτερη φορά την πατρίδα τους; Με τα χωράφια μισοσπαρμένα, τα αμπάρια ξέχειλα από γέννημα, τους σταύλους και τα μαντριά γεμάτα, τις μπόμπες ολόγιομες με ρακί και μούστο, τα ράφια στα κελάρια γεμάτα με ιφκάδες, τραχανό, μπλιγούρι, ρετσέλια, πετιμέζια και σταφίδες;

Όμως, εκείνη την ώρα όλα αυτά δεν είχαν αξία. Μέσα στον πανικό τους, ένα τους ένοιαζε: η ζωή τους και η ζωή των παιδιών τους. Βιάζονταν να φύγουν το γρηγορότερο, πριν έρθουν οι Τούρκοι και τους καταντήσουν σαν τους Μικρασιάτες. Και σαν να ξεσυνερίζονταν ο ένας με τον άλλο ποιος θα φύγει πιο γρήγορα, ετοίμασαν κλαίγοντας μπόγους και σεντούκια, και πήραν άρον άρον ξανά το δρόμο της προσφυγιάς. Σαν τα διαβατάρικα πουλιά, που αλλάζουν φωλιά χειμώνα καλοκαίρι. Κι ας τους καθησύχαζε ο στρατός μας πως δεν χρειάζεται βιασύνη, πως έχουν μπροστά τους ένα μήνα. Κανένας δεν τον άκουγε. Μέσα σε λίγα μερόνυχτα, άλλοι με κάρα, άλλοι με τρένα κι άλλοι με βαπόρια, κίνησαν για την Ελλάδα.

Ο παιδεμός μεγάλος γι’ αυτούς που έφυγαν με τα κάρα. Το ένα κάρο πίσω απ’ το άλλο σε ετέλειωτες αράδες, πάλευαν μες στο κρύο, τη λάσπη και την καταρακτώδη βροχή, να φτάσουν το γρηγορότερο στη γέφυρα της Αδριανούπολης, τη μοναδική στον Έβρο, και να περάσουν στην Ελλάδα. Δεν σταματούσαν πουθενά. Ο φόβος, μην τους χτυπήσουν οι τσέτες, τους ανάγκαζε να προχωρούν και τη νύχτα. Όρεξη για κουβέντα δεν είχε κανένας. Ένας βουβός θρήνος σκέπαζε, απ’ άκρη σ’ άκρη, τα καραβάνια. Μονάχα μια παράταιρη φωνή έσπαζε, πού και πού, την πένθιμη ησυχία κι έκανε τις καρδιές να φτερουγίσουν: «Μην κλαίτε, μαρή! Θα γυρίσμε γλήγορα πίσω, όπως και την πρώτ’ φορά».

Αυτή η ελπίδα του γυρισμού φώλιασε, από τότε, βαθιά μες στην ψυχή τους και τους έδινε κουράγιο ν’ αντέξουν ακόμα κι αυτά που δεν αντέχονται, για να είναι παρόντες εκείνη την ευλογημένη ώρα. Δυστυχώς, όμως, εκείνη η ώρα δεν ήρθε, και όλοι τους «έφυγαν» μ’ αυτόν τον καημό. Τον καημό «της Πατρίδας».

Προδημοσίευση

Φωτογραφίες
1η : πρόσφυγες στο σταθμό της Τυρολόης (Τσόρλου)
2η : άμαξες προσφύγων κατευθύνονται στην Αδριανούπολη

Προηγούμενο άρθροΣυνεδρίο με θέμα «Γυναίκες στη Σκιά της Βίας: η ποιμαντική ευθύνη και η οπτική των θρησκειών» , στην Αλεξανδρούπολη
Επόμενο άρθροΤο παρασκήνιο για το “χρίσμα” σε Ανατολική Μακεδονία – Θράκη