Τί συνέβη στην Ιταλία;

Η εκφοβιστική εκστρατεία που δρομολογήθηκε προεκλογικά στην Ιταλία, στην περίπτωση δηλαδή εκλογικής επικράτησης του κόμματος “Αδέλφια της Ιταλίας” και ανάδειξης της Τζόρτζια Μελόνι σε πρωθυπουργό της χώρας, μας θύμισε αναλογικά την υποψηφιότητα της Μαρί Λεπέν στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας στις οποίες δύο φορές προεκλογικά (2017, 2022) προτάχθηκε ο φόβος στην περίπτωση εκλογής της. Είναι ολοφάνερο ότι και στις δύο περιπτώσεις αξιοποιήθηκε η υποψηφιότητα των δύο ηγέτιδων μεταφασιστικών  κομμάτων, για να εξωραϊστεί στις δύο χώρες ο νεοφιλελευθερισμός και τα δεινά που επισύρει ως το μη χείρον και να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των πολιτών ως η μοναδική επιλογή στις υφιστάμενες συνθήκες.

Από πού όμως απορρέει ο φόβος; Προέκυψε κάτι ξαφνικά στην πολιτική ζωή της Ιταλίας; Διότι ο δεξιός συνασπισμός, πέρα από τα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια Μελόνι συγκροτείται από τη Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που χρημάτισε τρεις φορές πρωθυπουργός στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώθηκε μετά την αποδόμηση του παλιού πολιτικού συστήματος αλλά και την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά που στις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019 ήλθε πρώτο κόμμα με το 34,3% των ψήφων και μετά τις εκλογές του 2018 συγκυβέρνησε την Ιταλία με το Κόμμα των Πέντε Αστέρων με πρωθυπουργό τον Τζουζέπε Κόντε. Ο αντίπαλος συνασπισμός που προβάλλεται ως εγκυρότερος έναντι του ακροδεξιού έχει ως σημαντικότατη συνιστώσα το λαϊκίστικο Κόμμα των Πέντε Αστέρων του κωμικού Μπέπε Γκρίλο, το οποίο στις εκλογές του 2018 ήρθε πρώτο κόμμα με 31% και συγκυβέρνησε μαζί με τη Λέγκα του Βορρά με πρωθυπουργό δικής του επιλογής. Με άλλα λόγια, η Ιταλία κινείται στις παρυφές του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς εδώ και χρόνια, ώστε να μην προκαλεί έκπληξη η ενδυνάμωση του κόμματος της Μελόνι και η ανάδειξή της ως πρωθυπουργού.

Πώς ευνοήθηκε η ανάπτυξη των μεταφασιστικών κομμάτων, τα οποία επιχειρούν να αλλάξουν το σύστημα από τα μέσα παίζοντας το χαρτί της θεσμικής κανονικότητας; Ένας από τους κυριότερους παράγοντες είναι η εκλογική κατάρρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ιστορικά ο φασισμός έβρισκε τον λόγο ύπαρξής του στον αντικομμουνισμό, κάτι που περιόριζε την εμβέλεια του κοινωνικού του λόγου. Σήμερα η ακροδεξιά μπορεί να ξετυλίγει την κριτική της προς τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη προβάλλοντας κοινωνικό πρόσωπο χωρίς να απαρνείται τον ρατσισμό.. Αν τα “Αδέλφια της Ιταλίας” απευθύνονται στην εργατική τάξη με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στο παρελθόν, είναι επειδή οι δομικές διαιρέσεις του 20ου αιώνα που έφερναν αντιμέτωπους φασισμό και κομμουνισμό έχουν καταργηθεί. Το τέλος του κομμουνισμού έσπασε ένα ταμπού και σήμερα πια μεταφασιστικά κόμματα διεκδικούν τη θέση του υπερασπιστή των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων συμπεριλαμβανομένης της εργατικής τάξης. Γνωρίζουν να συνδυάζουν έναν λόγο κατά της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού με τον εθνοκεντρισμό και τη ξενοφοβία. Γνωρίζουν ότι εντός των λαϊκών τάξεων υπάρχουν διαιρέσεις, ότι οι ίδιες οι τάξεις είναι πεδία εσωτερικής πάλης και εκμεταλλεύονται αυτές τις διαιρέσεις προς όφελός τους κατά τον χειρότερο τρόπο για την κοινωνία, σε αντίθεση με την Αριστερά που προέκρινε την ενότητα της εργατικής τάξης: Οι μαύροι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, παίρνουν τη δουλειά των λευκών, οι ομοφυλόφιλοι θέλουν να επιβάλλουν τον τρόπο ζωής τους στις οικογένειες μας, κλπ. Όμως σε αντίθεση με τις κομμουνιστικές επαναστάσεις που τροποποίησαν τις μορφές ιδιοκτησίας και τις παραγωγικές σχέσεις, οι φασισμοί ανέκαθεν ενσωμάτωναν στο σύστημα εξουσίας τους τις παλιές διοικητικές, οικονομικές και στρατιωτικές ελίτ ώστε ο φιλεργατικός λόγος τους να αποδεικνύεται ψευδεπίγραφος. Η ιστορική διαπίστωση  ότι οι φασισμοί είχαν γεννηθεί από την κατάρρευση της παλιάς φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, μας λέει ότι δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με τον φιλελευθερισμό. Συμπορεύονται όμως με τον νεοφιλελευθερισμό λόγω του αντικοινωνικού του χαρακτήρα. Ο νεοφιλελευθερισμός, ως αντικοινωνικός δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε δημοκρατίες εμπλουτισμένες με αρχές και σεβασμό στις ανθρώπινες αξίες. Χρειάζεται ως στήριγμα φασιστικά καθεστώτα για να επιβληθεί όπως παλαιότερα π.χ, στη Λατινική Αμερική, ή την απειλή επικράτησης νεοφασιστικών καθεστώτων στις σημερινές συνθήκες, ώστε να γίνει αποδεκτός ως το μη χείρον. Ας μη ξεχνάμε ότι η πρόβα τζενεράλε επιβολής του νεοφιλελευθερισμού το 1973 στη Χιλή, με υποβολέα τα “Παιδιά του Σικάγο” του Μίλτον Φρίντμαν συνοδεύτηκε από την εγκαθίδρυση στυγνής δικτατορίας επί χρόνια με χιλιάδες θύματα. Στην Ευρώπη ακολουθεί τον δρόμο της Μεταδημοκρατίας, όπως γράφει ο Κόλιν Κράουτς, μετά το Μάασρτιχτ, όπου επιβιώνουν σχεδόν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας αλλά χάνεται το περιεχόμενο των δημοκρατικών αξιών για να επιβληθεί ο αυταρχισμός των αγορών. Αυτό συμβαίνει στην Ιταλία. Αν μάλιστα στην πορεία επικράτησης των αγορών υπάρξουν δυσκολίες σε μια χώρα, τότε οι Βρυξέλλες εγκαθιστούν κυβερνήσεις τεχνοκρατών με επικεφαλής τραπεζίτες, όπως συνέβη δύο φορές στην Ιταλία με τον Μάριο Μόντι το 2011 και με τον “σούπερ Μάριο”, τον Μάριο Ντράγκι, το 2021, αλλά και στην Ελλάδα το 2011, καίτοι στις εκλογές του 2009 που προηγήθηκαν, το ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 44% είχε εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.

Προηγούμενο άρθροΓιώργος Μέλλος: “Νοτιάδες και υγρασία τις επόμενες ημέρες”
Επόμενο άρθροΠαύλος Μιχαηλίδης: “Η περιοχή των αποθηκών ΚΥΔΕΠ περιμένει την αναβάθμισή της… η δημοτική αρχή τι κάνει;”