Με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν στις «Παράπλευρες απώλειες» σημειώνει ότι «ένα από τα πλέον γνωστά ευάλωτα σημεία των δημοκρατικών καθεστώτων είναι η αντίφαση ανάμεσα στην τυπική καθολικότητα των δημοκρατικών δικαιωμάτων που παραχωρούνται ισότιμα σε όλους τους πολίτες και τη λιγότερο από καθολική δυνατότητα των κατόχων τους να ασκούν αυτά τα δικαιώματα αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια, το κενό που διαχωρίζει τη νομική συνθήκη του “πολίτη de jure (εκ του νόμου)” από την πρακτική ικανότητα του “πολίτη de facto (εκ των πραγμάτων)”». Εξειδικεύοντας την αναφορά του συνεχίζει: «Χωρίς κοινωνικά δικαιώματα για όλους, ένας μεγάλος και κατά πάσα πιθανότητα συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων θα διαπιστώσουν ότι τα πολιτικά τους δικαιώματα είναι άχρηστα κι ανάξια προσοχής. Αν τα πολιτικά δικαιώματα είναι απαραίτητα για να εδραιωθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι αναγκαία ώστε τα πολιτικά δικαιώματα να καταστούν “πραγματικά” και να μείνουν ενεργά». Με άλλα λόγια τα κοινωνικά δικαιώματα είναι αυτά που ρυθμίζουν τη ζωή μας και την καθημερινότητά μας και τα πολιτικά δικαιώματα είναι ο θεματοφύλακας τους διαφορετικά είναι ψευδεπίγραφα και έχουν απλά τυπικό χαρακτήρα. Κι όμως, όσες φορές αναφέρονται οι πολιτικοί στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος ποτέ δεν αγγίζουν την πραγματική πλευρά της ζωής του πολίτη αλλά επικεντρώνονται μόνον σε πολιτικές σκοπιμότητες χωρίς κοινωνική διάσταση, θέματα τα οποία τις περισσότερες φορές αποβλέπουν στην άμεση εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων ή και συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Όμως, πώς είναι δυνατό να αποτελεί το Σύνταγμα το πλαίσιο οριοθέτησης της νομοθετικής εξουσίας, να καθορίζει την ισότητα και την ισοτιμία ως θεμελιώδες συστατικό του στοιχείο και από την άλλη να διαχωρίζεται η κοινωνία σε “πολίτες de jure” και σε “πολίτες de facto”;

Οπως γράφουν οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες», μετά τον Εμφύλιο πόλεμο (1861 – 1864) με βάση το Νόμο για την Ανασυγκρότηση και τη 15η Τροπολογία του συντάγματος απαγορεύτηκε ο αποκλεισμός της ψήφου με φυλετικά κριτήρια με αποτέλεσμα όλοι οι άνδρες, λευκοί και μαύροι να έχουν δικαίωμα ψήφου, γεγονός που θα ανέτρεπε στις πολιτείες του Νότου, όπου υπερείχαν πληθυσμιακά οι μαύροι, τους συσχετισμούς αφού το ποσοστό των Αφροαμερικανών που είχαν δικαίωμα ψήφου  αυξήθηκε από το 0,5% το 1866 σε 80,5% σε δύο χρόνια αργότερα  Προκειμένου να μην παραβούν το γράμμα της 15ης Τροπολογίας, που απαγόρευε τους περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου με φυλετικά κριτήρια, οι πολιτείες του Νότου έθεσαν άλλου είδους περιορισμούς: Περιουσιακούς, μορφωτικούς, φορολογικούς, κ.α. με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί στο ελάχιστο η συμμετοχή των Αφροαμερικανών ψηφοφόρων στις εκλογές. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε επί εκατό χρόνια μέχρι τη ψήφιση του Civil Rights Act του 1964 και του Voting Rights Act του 1965 επί προεδρίας Λίντον Τζόνσον με τους οποίους έγιναν μεγάλα βήματα στον εκδημοκρατισμό του Νότου. Με άλλα λόγια οι επιταγές του συντάγματος δεν απέτρεψαν τον φυλετικό διαχωρισμό στις ΗΠΑ με άλλα κριτήρια. Αλλά και δημοκρατικά συντάγματα, αντιγραφή των συνταγμάτων προηγμένων πολιτικά χωρών δεν προστάτεψαν τα δικαιώματα των πολιτών ούτε της δημοκρατίας, όπως π.χ. στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στη χώρα μας η επίκληση της ισοπολιτείας από το Σύνταγμα δεν κατόρθωσε να προστατεύσει την κοινωνία από τις πελατειακές σχέσεις, τον λαϊκισμό και τον κομματισμό.

Πέρα όμως από τις πολιτικές σκοπιμότητες, θεμελιακές πολιτικές έννοιες, όπως της ισότητας, παρερμηνεύονται και τους αποδίδεται λανθασμένο περιεχόμενο που οδηγεί σε δυσλειτουργίες ακόμη και σε αδιέξοδα την κοινωνία. Π.χ. δεν θα έπρεπε το Σύνταγμα να επιβάλει την ισότητα μεταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα με τις ίδιες προϋποθέσεις; Δεν θα έπρεπε η διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζόμενων να εξαλειφθεί; Όμως ούτε καν την ισότητα των δύο φύλων ως στοιχείο της διαφορετικότητάς τους κατόρθωσε να αντιληφθεί μέχρι σήμερα η πολιτεία. Όταν επιτρέπει στον πατέρα υπάλληλο να λαμβάνει την άδεια ανατροφής του βρέφους αντί της μητέρας (μόνο στο δημόσιο φυσικά!) ή να διορίζονται π.χ. γυναίκες τροχοπεδήτριες ή κλειδούχοι στον σιδηρόδρομο (που τελικά όλες μετατάχθηκαν λόγω της φύσης τους στον διοικητικό τομέα αφήνοντας μεγάλα λειτουργικά κενά) αυτό τι σημαίνει; Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγχυσης για την ισότητα των δύο φύλων είναι π.χ. η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματικό το Νόμο 2734/1999 διότι απέκλειε τις γυναίκες από το σώμα των ειδικών φρουρών. Όπως γράφει ο Terry Eagleton ερμηνεύοντας τον Μαρξ «αυθεντική ισότητα δεν σημαίνει να αντιμετωπίζεις τους πάντες ως ίδιους αλλά να καλύπτεις εξ ίσου τις διαφορετικές ανάγκες τους» για να συμπληρώσει ότι σε τελική ανάλυση, «η ισότητα, σύμφωνα με τον Μαρξ υπάρχει προς χάριν της διαφορετικότητας». Γιατί είναι θεμελιώδες το περιεχόμενο της ισότητας των δύο φύλων, όσον αφορά την εργασία; Διότι όπως έγραφε ο Adre Gorz «Η εργασία δεν είναι απλώς η δημιουργία οικονομικού πλούτου. Πάντα είναι ένα μέσο αυτοδημιουργίας. Επομένως θα πρέπει να ρωτάμε σε σχέση με το περιεχόμενο της εργασίας μας αν αυτή παράγει το είδος των αντρών και των γυναικών που επιθυμούμε να αποτελούν την ανθρωπότητα» Εμείς όμως τείνουμε να εξομοιώνουμε τα δύο φύλα παρερμηνεύοντας την ισότητα.

Μακροδημόπουλος Δημήτριος

Προηγούμενο άρθροΕρώτηση ΚΚΕ για τη στελέχωση του Περιφερειακού Ιατρείου Νέας Βύσσας
Επόμενο άρθροΠαναγιώτης Καλακίκος: “Ακόμη μια περιουσία ενός συνδημότη μας καταστρέφεται σήμερα απο φωτιά που προκάλεσαν οι Λαθρομετανάστες”