Ο Γιάννης Σκαρίμπας στο βιβλίο του «Το 1821 και η Αλήθεια» έγραφε: «Μεταξύ δουλείας και δουλείας δεν υπάρχει καμμιά διαφορά. Με το να κάμεις μιαν επανάσταση κι αποτινάξεις τον ζυγό δεν έκαμες τίποτα. Το 21 αυτό έκαμε. Το να μην ξαναεμπέσεις σε ζυγό, αυτό είναι επανάσταση». Πιο κάτω σημείωνε: «Οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι…Ο ελληνικός λαός δεν θάκανε την επανάσταση για να αποκαταστήσει και πολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι ή δεν μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τον Τούρκο ήξερε ότι σκοτώνει τον σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σε αυτό η Επανάσταση γελάστηκε δεν πάει να πεί ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε…Η Επανάσταση απότυχε…». Ενώ ο Δημήτρης Φωτιάδης  γράφει για τον χαρακτήρα του 1821: «Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στο άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου(του Ε’)»

Αυτή η άποψη των Φωτιάδη και Σκαρίμπα για το ποιός επικράτησε με την Επανάσταση επιβεβαιώνεται και χρόνια μετά. Γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου στην Εισαγωγή του έργου του Γ. Κορδάτου «Σελίδες από την Ιστορία του Αγροτικού..»: «H προσάρτηση της Θεσσαλίας και του Νότου της Ηπείρου σήμαινε εξάπλωση της ελληνικής φεουδαρχίας πάνω σε νέα εδάφη και σε νέους πληθυσμούς. Οι κολλίγοι το κατάλαβαν αυτό καλύτερα με την είσοδο του ελληνικού στρατού της προσάρτησης. Δεν ήταν απελευθερωτικός στρατός αυτός, μα στρατός κατοχής, στρατός τσιφλικάδων. Κατά την σύγκρουση κολλιγάδων και τσιφλικάδων ο στρατός υπερασπίσθηκε την “ιερά ιδιοκτησία”  των δευτέρων. Για τους αγρότες άνοιξαν οι φυλακές και τα κρατητήρια, λειτούργησαν τα δικαστήρια..Κι αρωτάω: Απότυχε ή δεν απότυχε η Επανάσταση;» Έτσι ώστε ο καθηγητής Δημήτριος Τσάκωνας να διαπιστώνει: «Το Ελλαδικόν Κράτος των Κοτζαμπάσηδων διεδέχθη το τιμαριωτικόν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας».

Οι επαναστάσεις εκείνης της περιόδου στις οποίες ηγήθηκε η αστική τάξη (εθνικοαστικές, αστικοδημοκρατικές) είχαν προοδευτικό χαρακτήρα διότι αποδομούσαν την φεουδαρχία και επέβαλαν τις νέες παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούσαν στο επίπεδο ανάπτυξης των μέσων παραγωγής (βιομηχανική επανάσταση, ανάπτυξη των μεταφορών). Στην Επανάσταση του 1821 δεν ηγήθηκε η ελληνική αστική τάξη. Μπορεί η ελληνική αστική τάξη να ήταν η πρώτη που διαμορφώθηκε μεταξύ των εθνών που συμβίωναν στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως δραστηριοποιήθηκε εκτός του ελληνικού γεωγραφικού κορμού και κυρίως εκτός των ορίων της αυτοκρατορίας. Η απουσία του ηγεμονικού της ρόλου αποδεικνύεται και από το αποτέλεσμα της Επανάστασης αφού τους τούρκους μπέηδες τους υποκατέστησαν οι έλληνες φεουδάρχες (κοτζαμπάσηδες). Επί πλέον για να ανταπεξέλθει η Επανάσταση στις ανάγκες του αγώνα «υιοθετήθηκε» στα κρίσιμα στάδιά της από τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (ναυμαχία Ναυαρίνου, ρωσοτουρκικός πόλεμος και συνθήκη Αδριανούπολης κ.α.) με αποτέλεσμα να αναζητούνται από τότε οι ρίζες των σχέσεων εξάρτησης και κηδεμονίας του ελληνικού κράτους από τους «ευεργέτες» του. Οι σχέσεις αυτές επισφραγίσθηκαν με την ενθρόνιση ξένου ηγεμόνα. Η απουσία ηγεμονικής τάξης στον απελευθερωτικό αγώνα είχε ως συνέπεια οι σχέσεις εξάρτησης και κηδεμονίας να επισφραγισθούν με την ενθρόνιση ξένου ηγεμόνα και με τον ρόλο των ελληνικών κομμάτων ως προέκταση των αλληλοσυγκρουόμενων ξένων συμφερόντων εντός της χώρας (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό κόμμα). Η έμπρακτη βοήθεια των ξένων δυνάμεων στο απελευθερωτικό αγώνα του έθνους δεν ήταν απόρροια φιλελληνικών αισθημάτων ούτε της συγκίνησής τους για τον άνισο αγώνα των ελλήνων μαχητών, τα οποία επικαλούνταν για να δικαιολογήσουν την επέμβασή τους, αλλά η απόφασή διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί για τη διανομή της λείας, δηλαδή το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα.

Οι μεγάλες Δυνάμεις υπήρξαν από ένα χρονικό σημείο και πέρα συνέταιροι στην απόφασή τους για τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και σκληροί ανταγωνιστές ως προς τη διανομή της σε ζώνες επιρροής με εργαλείο την διαμόρφωση των εθνών και την ανάπτυξη του εθνικισμού. Ο ανταγωνισμός αυτός πληρώθηκε πολύ ακριβά από τους λαούς που συμβίωσαν μαζί επί αιώνες και συνεχίζεται να πληρώνεται. Πόλεμοι μεταξύ τους (Βαλκανικοί, Παγκόσμιοι, Ψυχρός Πόλεμος, Αραβική Άνοιξη), ανταλλαγές πληθυσμών, χαμένες πατρίδες. Σε σημείο ώστε και σήμερα οι σχέσεις μεταξύ των εθνών κρατών που προέκυψαν με βασανιστικές μεθόδους να είναι εχθρικές ή ανταγωνιστικές. Με ποιο γειτονικό κράτος διατηρεί σήμερα φιλικές σχέσεις η χώρα μας;

Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα απολύτως από τα κράτη που προέκυψαν στον γεωγραφικό χώρο του Ανατολικού Ζητήματος, οποτεδήποτε κι αν συνέβη αυτό, δεν είναι κυρίαρχο. Όλα, αρχής γενομένης από το ελληνικό, υφίστανται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την κηδεμονία και την εξάρτησή τους από τις  «προστάτιδες» δυνάμεις. Έτσι ώστε να δικαιώνεται διαχρονικά ο Ρήγας Φεραίος και το σχέδιό του για τη συγκρότηση Βαλκανικής Ομοσπονδίας χωρίς καμμία διάκριση βασισμένη στη θρησκεία, τη γλώσσα, τη φυλή ή την εθνική καταγωγή. O μεγάλος χαμένος από την πολυδιάσπαση των Βαλκανίων, τους πολέμους και τις ανταλλαγές είναι το ελληνικό έθνος λόγω της οικονομικής και πολιτισμικής του υπεροχής. Ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει χαρακτηριστικά για τα Βαλκάνια: «Η πνευματική ανάπτυξη των Γραικών ξεπερνούσε την ανάλογη ανάπτυξη κάθε άλλης βαλκανικής εθνότητας. Από αντικειμενικούς λόγους ο ρωμέικος αστισμός ασκούσε, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, κηδεμονία επάνω στη νεαρή αστική τάξη όλης σχεδόν της βαλκανικής. Έπαιζε ρόλο πρωτοποριακό… Εξάλλου το αρχαίο ελληνικό όνομα που η ρωμέικη μπουρζουαζία το οικειοποιήθηκε, βάρυνε πολύ στην Ευρώπη και τη Βαλκανική. Έτσι, όχι μονάχα από οικονομική άποψη μα και από κοινωνική, η ρωμέικη μπουρζουαζία βρισκότανε σε ανώτερη θέση». Από τη στιγμή που ο ελληνισμός εγκλωβίστηκε στη λογική του έθνους – κράτους  και με τους πολέμους και τις ανταλλαγές των πληθυσμών συρρικνώθηκε στα κρατικά όρια, καταδικάστηκε, σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά και όχι μόνον αυτόν, στο ρόλο μιας βαλκανικής επαρχίας.

Προηγούμενο άρθροΟλοκληρώθηκε ο εξοπλισμός όλων των ποδοσφαιρικών γηπέδων του Δήμου Αλεξανδρούπολης με επικαθήμενα χλοοκοπτικά
Επόμενο άρθροΣυνάντηση του Γιάννη Ζαμπούκη με την διοίκηση του Π.Γ.Ν Αλεξανδρούπολης