Κάθε χρόνο, στις 30 Ιανουαρίου, η Χριστιανική Εκκλησία τιμά από κοινού τους τρεις Μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Δασκάλους, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Στην Ελλάδα τιμώνται ως προστάτες της εκπαίδευσης και των γραμμάτων.

Σύμφωνα με το sansimera.gr, η εορτή των Τριών Ιεραρχών εισήχθη στην εκκλησία στα μέσα του 11ο αιώνα από τον λόγιο και μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα (1000-1070), επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1000-1055). Σκοπός του Μαυρόποδα ήταν να παρουσιάσει τις τρεις εξέχουσες αυτές προσωπικότητες της Χριστιανοσύνης ως τους κατ’ εξοχήν υπερμάχους του τριαδικού δόγματος και να δώσει τέλος στον φατριασμό που σοβούσε στο σώμα της εκκλησίας για το ποιος από τους τρεις ιεράρχες είναι ο σπουδαιότερος. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή εκείνη μεγάλος αριθμός ιερωμένων και πιστών είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: τους Ιωαννίτες, τους Γρηγορίτες και τους Βασιλείτες.

Στην Ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της Τριανδρίας με τον Τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι απαρχές της Εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού». Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος αναδιοργάνωνε τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντας τη Σχολή με λόγιους όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους. Οι μεταρρυθμίσεις που ο Κωνσταντίνος Θ΄ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στη συνέχεια.

Πράγματι, οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου, της συντεχνίας των συμβολαιογράφων. Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στην θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας η οποία επιθυμεί να ελέγξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία. Οι Τρεις Άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρέπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας Μητροπολίτης.

Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των Τριών Πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού. Ουσιαστικά η εκκλησιαστική εορτή θεσπίστηκε με σκοπό την κατασίγαση της εγερθείσης διάστασης σχετικά με την αξιολογική ιεράρχησή τους και δεν ήταν παρά ένα απλό επεισόδιο της ιστορίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς ο καθορισμός περιελάμβανε τρεις πατέρες οι οποίοι ανήκαν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών, εκτός από τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, έχει και εκπαιδευτικό στα καθ’ ημάς. Θεωρείται ως η εορτή των ελληνικών γραμμάτων, καθόσον οι Τρεις Ιεράρχες συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της χριστιανικής διδασκαλίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων. Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας της εορτής των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε στις 9 Αυγούστου του 1841 από το ακαδημαϊκό συμβούλιο του Οθωνείου Πανεπιστημίου (νυν Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και πρωτογιορτάστηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1842. Τα επόμενα χρόνια, ο εορτασμός επεκτάθηκε σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου στις 9 Αυγούστου του 1841, η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή του ιδρύματος Δημήτριου Μαυροκορδάτου και δωρεάς στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της οικίας του θανόντος από τον πατέρα του, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την Εκκλησιαστική Εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος Εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842. Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σε αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του

Απολυτίκιο

Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τον μέγαν, και τον Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη, τω την γλώτταν χρυσορρήμονι, πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν· αυτοί γαρ τη Τριάδι, υπέρ υμών αεί πρεσβεύουσιν.

Προηγούμενο άρθροΒουλγαρία: Δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα (Γράφει ο Σάββας Καλεντερίδης)
Επόμενο άρθροΟι βροχές των τελευταίων ημερών έφεραν στην επιφάνεια παλιά αλλά και νέα προβλήματα σε σχολικά κτήρια…