Η αποδοκιμασία και η απογοήτευση με την οποία υποδέχτηκαν τα ΜΜΕ και μερίδα του πολιτικού κόσμου την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία, προκειμένου να κατευνάσει τις ανησυχίες της Τουρκίας για το ενδεχόμενο σύστασης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία δυτικά του Ευφράτη, ανέδειξαν για άλλη μια φορά τους μύχιους πόθους μερίδας του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ της χώρας μας για τον ακρωτηριασμό της γείτονος με φορέα το Κουρδικό. Πρόκειται για πόθους που εκκινούν από το παρελθόν και εκφράστηκαν παλαιότερα με επισκέψεις βουλευτών μας στο κρησφύγετο του Οτσαλάν, αρχηγού του ΡΚΚ, στη Συρία αλλά και το φιάσκο με τη φυγάδευσή του που έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα του πολέμου.  

Οι αντιδράσεις για την απόφαση Τραμπ αποδεικνύουν σήμερα ότι δεν έγινε ακόμη κατανοητό πόσο κοντά είναι η χώρα μας στις εξελίξεις στη Συρία. Ότι δηλαδή μας χωρίζει  μόνο μία χώρα: Η Τουρκία. Επομένως,  οι πιέσεις που ασκούνται στη γείτονα εκεί, είναι εύλογο λόγω του χαρακτήρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων να μεταφέρονται στη χώρα μας, στο Αιγαίο. Ούτε κατανοήθηκε ότι η απειλή ακύρωσης της Συνθήκης  της Λωζάννης με την αναθεώρηση των συνόρων της Τουρκίας με όχημα το Κουρδικό, ωθεί την Άγκυρα σε απειλές αντιπερισπασμού μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Με άλλα λόγια θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εδαφική ακεραιότητα της γείτονος συνάδει με τα εθνικά μας συμφέροντα διότι διαφορετικά θα αποσταθεροποιηθεί ολόκληρη η περιοχή. Όμως, όσο ο υπουργός Άμυνας της χώρας υποδύεται και τον ΥΠΕΞ στην προσπάθειά του να διασωθεί ο ίδιος πολιτικά και οι ΑΝΕΛΛ εκλογικά, προαναγγέλλοντας ερήμην του πρωθυπουργού την ανακήρυξη της ΑΟΖ του Καστελλόριζου ενώ είναι γνωστό ότι η οριοθέτησή της προκειμένου να καταστεί δυνατή η αξιοποίησή της απαιτεί τη συμφωνία και της Τουρκίας, οι γέφυρες συνεννόησης δυναμιτίζονται.  

Ατυχέστατη υπήρξε και η δήλωση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ που ευθυγραμμίστηκε με τον πολιτικό του προϊστάμενο, σύμφωνα με την οποία «εάν ανεβούν (οι Τούρκοι) σε βραχονησίδα, θα την ισοπεδώσουμε». Ίσως λόγω των τακτικών του επαφών με ομολόγους του των ΗΠΑ στα πλαίσια του στρατηγικού διαλόγου μεταξύ Ελλάδας – ΗΠΑ, απεκόμισε την εντύπωση ότι η χώρα μας προτάσσεται στα σχέδιά της Ουάσινγκτον και της Ευρώπης για την Ανατολική Μεσόγειο έναντι της γείτονος, όμως η Ιστορία μάς οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Mπορεί συγκυριακά τα εθνικά μας συμφέροντα να συμπλέουν με τα συμφέροντα ισχυρών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, όμως η ιστορία μας διδάσκει ότι τα συμφέροντα των δυνάμεων αυτών είναι ανταγωνιστικά, γιαυτό από ένα σημείο και πέρα διαφοροποιούνται μεταξύ τους συμπαρασύροντας και τα ελληνικά συμφέροντα στη δίνη των ανταγωνισμών τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα συμμετείχε και στους δύο παγκοσμίους πολέμους με την πλευρά των νικητών, υπέστη όμως και τις δύο φορές, καίτοι νικήτρια, τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές. Την πρώτη φορά λόγω των ανταγωνιστικών συμφερόντων των συμμάχων μας (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) που μας έστειλαν με τη Συνθήκη των Σεβρών στη Σμύρνη, για να ακολουθήσει η Μικρασιατική Καταστροφή με τη διαφοροποίηση των συμφερόντων τους, όπως και τη δεύτερη (Αγγλία, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ) με τον Εμφύλιο.

Ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση της γείτονος σε μια τέτοια απειλή περί ισοπέδωσης της βραχονησίδας; Έγραφε ο πρέσβης ε.τ. Θέμος Στοφορόπουλος σε επιστολή του στην Καθημερινή στις 1/8/2009 στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει από ελληνικής πλευράς τη σκοπιμότητα των διερευνητικών ελληνοτουρκικών συνομιλιών: «Η στάση μας οφείλεται στον φόβο τουρκικής επίθεσης και ανάγεται στον Κωνσταντίνο  Καραμανλή. Στις 17 Αυγούστου 1984 (Πρόεδρος της Δημοκρατίας τότε) έλεγε σε κατ’ ιδίαν συνομιλία: “Ο διάλογος με τους Τούρκους είναι απαραίτητος. Ένας πόλεμος μαζί τους δεν θα μας βγει σε καλό. Θα πάθουμε ανυπολόγιστες καταστροφές”. Και στις 11 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους: “Η Τουρκία αν θέλει μπορεί να μας τσακίσει τα πλευρά  Εκείνο που έκανε στην Κύπρο μπορεί να το κάνει ανά πάσα στιγμή στο Αιγαίο, μ’ ένα νησί, χωρίς εμείς  να μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το να τιμήσουμε τα όπλα μας”» (Χρήστος Πασαλάρης: “Οι Βαρώνοι των Media”, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σελ. 304 και 310). Αυτή λοιπόν θα μπορούσε να είναι η απάντηση για τη βραχονησίδα, δια στόματος Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ασφαλώς θα υπήρχε δυναμική ανταπάντηση από τη χώρα μας αλλά πού θα οδηγούσε αυτός ο πολεμικός “διάλογος”;

Μπορεί ο αναπληρωτής ΥΠΕΞ να κάλυψε τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ για τη δήλωσή του, θα ήταν όμως προτιμότερο οι εν ενεργεία στρατιωτικοί σε θέσεις ευθύνης να μην εμπλέκονται σε δηλώσεις που εμπίπτουν στη σφαίρα των πολιτικών αποφάσεων, ιδιαίτερα σε εθνικά θέματα, διότι η πρόσφατη ιστορική εμπειρία υπήρξε καταστροφική (Κυπριακό) για τα εθνικά μας συμφέροντα. Η αλήθεια είναι ότι το κενό που άφησε ο Νίκος Κοτζιάς είναι ήδη ολοφάνερο και δυσαναπλήρωτο και καθημερινά διευρύνεται. Η εξωτερική πολιτική της χώρας, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τουλάχιστον, περιήλθε στο Υπουργείο Άμυνας επικροτούμενη μάλιστα από το ΥΠΕΞ.

Προηγούμενο άρθροΝα αυξήσει τις πιστώσεις για τη βιολογική καλλιέργεια στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη καλεί ο Περιφερειάρχης ΑΜΘ τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης
Επόμενο άρθροΘεόδωρος Σκίνδρης: “Πολίτικη ανικανότητα του Δημάρχου… 5 μέρες χωρίς νερό το μισό Διδυμότειχο και τα χωριά…”