Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Χριστούγεννα – «Η Μητρόπολις των εορτών»

Η ιδιαίτερη ημερολογιακή καθιέρωση της εορτής και το
ιστορικό – θεολογικό υπόβαθρό της.

Ο κύκλος των εορτών με κέντρο το Άγιο Πάσχα, όπως εύστοχα γράφει ο Λειτουργιολόγος, αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Μ. Φουντούλης, ακολουθεί κατά βάση το σεληνιακό –ιουδαϊκό ημερολόγιο, το οποίο σε σχέση με το ηλιακό – ρωμαϊκό δίνει την εντύπωση της μη σταθερότητας, της κινήσεως, γι’ αυτό και αποκαλείται «κινητός εορτολογικός κύκλος». Σε αντίθεση με αυτόν, ο λεγόμενος «ακίνητος εορτολογικός κύκλος» αποτελείται από τις εορτές, οι οποίες καθορίστηκαν ανεξάρτητα από το ιουδαϊκό ημερολόγιο σε σταθερή συμβατική ημερομηνία του ρωμαϊκού ηλιακού ημερολογίου. Πολλές από αυτές έλαβαν τη θέση ειδωλολατρικών και ιδιαίτερα ηλιακών εορτών, με τις οποίες και έχουν μια τελείως εξωτερική εννοιολογική και θεματολογική αντιστοιχία, όπως είναι οι εορτές, αρχικώς, των Θεοφανείων και αργότερα των Χριστουγέννων.

Παρόλο που τα Χριστούγεννα είναι χρονολογικά το πρώτο γεγονός, εντούτοις δεν είναι και η πρώτη εορτή του χριστιανικού ημερολογίου. Από τα ευαγγέλια δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την ακριβή ημέρα της γεννήσεως του Ιησού Χριστού. Επίσης δε φαίνεται η γέννηση του Χριστού να έγινε κατά τη χειμερινή περίοδο.

Από την ιστορική έρευνα διαπιστώνεται ότι οι Απόστολοι και τα μέλη της αρχαίας εκκλησίας για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα δεν εόρταζαν την Γέννηση του Χριστού, αλλά την ανάμνηση του σταυρικού θανάτου του. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά τον θάνατο του Ιησού Χριστού κανείς δεν γνώριζε και λίγοι ενδιαφέρονταν για τον ακριβή προσδιορισμό της άγνωστης ημερομηνίας της Γεννήσεώς του. Τούτο συνέβαινε διότι αποφεύγοντας να εορτάζουν γενικώς τις ημέρες των γενεθλίων πιθανότατα λόγω της σχέσης τους με την αστρολογία την μαντεία, και τις παγανιστικές συνήθειες της εποχής, αλλά και ίσως για λόγους αποστασιοποίησης από τις γενέθλιες εορτές των ρωμαίων αυτοκρατόρων, οι οποίοι ετιμώντο ως θεοί.

Η έναρξη του εορτασμού της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού πιθανολογείται ότι ανάγεται κατά τον δεύτερο ή τρίτο μ.Χ. αιώνα. Το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι η εορτή της κατά σάρκα Γεννήσεως του Θεανθρώπου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εορτή των Θεοφανείων, της Βαπτίσεως του Κυρίου, και εορταζόταν στην Ανατολή από κοινού κατά την 6η Ιανουαρίου υπό την ονομασία «Θεοφάνεια» ή «Επιφάνεια».

Ειδικότερα, στα μέσα του δευτέρου αιώνος κάποιες γνωστικές αιρετικές παραφυάδες άρχισαν να εορτάζουν τα Χριστούγεννα μαζί με τη βάπτιση του Χριστού, στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα των ειδωλολατρικών εορτών του χειμερινού ηλιοστασίου κατά τον παλαιότερο ημερολογιακό προσδιορισμό.

Η Εκκλησία με τις ονομασίες «Επιφάνεια», «Θεοφάνεια» και «Φώτα» ήθελε να αντιτάξει τότε στην εμφάνιση της ψευδοθεότητος ή του ψευδοθεού Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οποίος ανεβιβάζετο στο ρωμαϊκό θρόνο ή εισήρχετο  ως νικητής σε κάποια πόλη, την σωτήρια επιφάνεια επί της γης του όντως μόνου αληθινού Θεού Ιησού Χριστού. Οι αρχές της εορτής των Θεοφανείων είναι ανάλογες προς την εορτή των Χριστουγέννων. Οι εθνικοί (ειδωλολάτρες) εόρταζαν την 6η Ιανουαρίου, σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο, το χειμερινό ηλιοστάσιο στην Αίγυπτο και την Αραβία. Στις αρχές του τρίτου αιώνα πρώτα οι αιρετικοί του Βασιλείδου επεχείρησαν την αντικατάσταση της ειδωλολατρικής αυτής εορτής με τη βάπτιση του Χριστού. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχου Βασιλείδου αρχικά είχαν καθορίσει την εορτή των Θεοφανείων στις 20 Μαΐου ή στις 19 ή στις 20 Απριλίου. Λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ανατολής καθόρισε  την 6η Ιανουαρίου ως ημέρα εορτής των Επιφανείων ή Θεοφανείων.

Η εορτή των Θεοφανείων ή Επιφανείων είχε αρχικά πολλαπλό θεολογικό περιεχόμενο ως μνήμη όλων εκείνων των γεγονότων της επιγείου ζωής του Ιησού Χριστού διά των οποίων ο ένσαρκος ο Μονογενής Υιός Θεός Λόγος επεφάνη εν στον κόσμο και στα οποία κατ’ εξοχήν εφάνη και πιστοποιήθηκε η Θεότητά του. Τα γεγονότα αυτά ήταν: η Γέννηση, η προσκύνηση των μάγων, η βάπτιση στον Ιορδάνη με την φανέρωση της Αγίας Τριάδος, εν σαρκί το εν Κανά θαύμα της μεταβολής του ύδατος σε οίνο, ο χορτασμός των πεντακισχιλίων ανθρώπων με πέντε άρτους κ. ά, όπου φανερώθηκε η θεία δύναμη του θεανθρώπου Ιησού Χριστού.

Πολύ εύστοχα λοιπόν έχει  γραφεί ότι η εορτή των Θεοφανείων υπήρξε στην αρχή «συγκεντρωτική εορτή», κατά την οποία εορτάζονταν πολλά γεγονότα και γι’ αυτό η ονομασία της «Θεοφάνεια ή Επιφάνεια» είναι στον πληθυντικό αριθμό.

Ο συνεορτασμός των Χριστουγέννων με τα Θεοφάνεια στην Ανατολή κατά τον Γ΄ αιώνα μ.Χ. συνεχίστηκε να εορτάζεται ως κοινή εορτή μέχρι τα τέλη περίπου του Δ΄ αιώνα στην Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια), στα Ιεροσόλυμα και στη Θράκη (Ηράκλεια).

Το 135μ.Χ θεσπίζεται η εορτή των Χριστουγέννων επί αυτοκράτορος Αδριανού

Κατά τον Δ΄ αιώνα η Δύση δέχθηκε την εορτή των Επιφανείων (6 Ιανουαρίου) από την Ανατολή και στη συνέχεια η Ανατολή  παρέλαβε από τη Δύση την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού (25 Δεκεμβρίου). Κατά τον Β΄ αιώνα ο Πάπας Ρώμης Τελέσφορος (125-136 μ.Χ.) για πρώτη φορά γύρω στο 135 μ.Χ. απεφάσισε να τιμήσει και να μνημονεύσει το ιδιαίτερο γεγονός της ελεύσεως του Θεανθρώπου στον κόσμο, θεσπίζοντας την εορτή των Χριστουγέννων επί της Βασιλείας του αυτοκράτορος Αδριανού (117-138 μ.Χ.).

Από τα μέσα του Δ΄ αιώνα μ.Χ. μαρτυρείται ότι στη Δύση και συγκεκριμένα στη Γαλατία και στην Ισπανία εορταζόταν η εορτή των Θεοφανείων ή Επιφανείων, ενώ κατά την ίδια ιστορική χρονική περίοδο καταγράφεται στις πηγές ότι το γεγονός της κατά σάρκα Γεννήσεως του Χριστού εορταζόταν ξεχωριστά σε ορισμένες επαρχίες.

Είναι απολύτως τεκμηριωμένο ότι την 25η Δεκεμβρίου του έτους 354 μ.Χ. ο Πάπας Ρώμης Λιβέριος εόρτασε ιδιαιτέρως το γεγονός της κατά σάρκα Γεννήσεως του Ιησού Χριστού, ενώ σε άλλες τοπικές Εκκλησίες εορταζόταν ακόμη στις 6 Ιανουαρίου.

Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Καθηγητού του Πανεπιστημίου, Αρχιμανδρίτου Νικολάου Ιωαννίδη: «Ο διαχωρισμός της εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου από της Βαπτίσεως της 6ης Ιανουαρίου αποδίδεται συνήθως σε δύο λόγους: α)ο πρώτος θεωρεί ότι μετά τον τερματισμό των διωγμών και των μαρτυρικών θανάτων των χριστιανών άρχισαν να υποχωρούν οι ενθουσιαστικές εσχατολογικές τάσεις και να εκτιμάται όλο και περισσότερο η ανθρώπινη ζωή και ως εκ τούτου η ημέρα της Γεννήσεως άρχισε να  γίνεται πιο σεβαστή, με συνέπεια να καθιερωθεί και ο εορτασμός των Χριστουγέννων. β) Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στην ανάγκη της χριστιανικής Εκκλησίας να καθιερώσει κάποια εορτή παράλληλη προς τις ειδωλολατρικές εορτές που εορτάζονταν στις 25 Δεκεμβρίου και τις προηγούμενες από αυτήν ημέρες. Ειδικότερα, στη Ρώμη από την 17ην έως και την 23η Δεκεμβρίου άρχισαν οι εορτές Saturnalia, αφιερωμένες στο Θεό Saturna (Κρόνο), που περιελάμβαναν θεατρικές παραστάσεις και κορυφώνονταν την 24η και 25η Δεκεμβρίου, ημέρα αφιερωμένη στο θεό Μίθρα, δηλαδή τον «αήττητο ήλιο» (Sol invictus), καθώς επίσης και οι εορτές Brunalia, καθώς επίσης και οι εορτές Brunalia, εορτασμός της μικρότερης ημέρας του έτους (bruma).

Ο Θεός Ήλιος εορταζόταν στη Ρώμη ως κρατικός και αυτοκρατορικός Θεός και ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορος Ιουλιανού (361-363), με την επέκταση δε της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή σε χώρες όπου αργότερα αναπτύχθηκε η χριστιανική εκκλησία, όπως η Αίγυπτος και η Συρία. Σε ορισμένα «Χρονικά» η 25η Δεκεμβρίου σημειώνεται και ως «γενέθλιος ημέρα» του «αήττητου Ηλίου».

Άξιο μνείας είναι επίσης το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ημερομηνία της εορτής του Ηλίου ήταν ασφαλώς συνδεδεμένη με τη θεωρία της φυσικής επιστήμης σύμφωνα με την οποία και συγκεκριμένα στις 22 Δεκεμβρίου  κατά χειμερινό ηλιοστάσιο σημειώνεται η ετήσια μικρότερη διάρκεια της ημέρας και αντιστοίχως η μεγαλύτερη διάρκεια της νύκτας. Η ημέρα αρχίζει να μεγαλώνει από την 25η Δεκεμβρίου μέχρι και την αντιδιαμετρική περίπτωση, όταν δηλαδή κατά το θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου αρχίζει να μικραίνει η ημέρα. Από πολλούς μελετητές θεωρήθηκε δηλαδή ότι κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο Ήλιος αρχίζοντας τη νικηφόρο πορεία του ξαναγεννιέται και γι’ αυτό καθιερώθηκε ως γενέθλιος ημέρα του. Οι εθνικοί (ειδωλολάτρες) λοιπόν εόρταζαν τη γενέθλια ημέρα του αήττητου ηλίου, την αύξηση δηλαδή της ημέρας, συμβολίζοντας τη νίκη του φωτός κατά του σκότους».

Στην παγανιστική – ειδωλολατρική αυτή εορτή οι χριστιανικές Εκκλησίες πολύ σοφά και συμβολικά αντέταξαν την Γέννηση του αληθινού φωτός, του «νοητού ηλίου της δικαιοσύνης» του Ιησού Χριστού, ο οποίος διέλυσε τη μακρά νύκτα της φθοροποιού αμαρτίας και της πολυθεΐας των ειδώλων.

Στο πλαίσιο αυτό ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος (274-323) σε αντίθεση με τους προκατόχους του άρχισε σταδιακά να τιμά όχι τον ειδωλολατρικό Θεό ήλιο, αλλά  τον ένσαρκωμένο και ενανθρωπήσαντα Υιό Θεό Λόγο, τον Ιησού Χριστό ως τον αληθινό «ήλιο της δικαιοσύνης» ο οποίος «επεφάνη εν σαρκί τω γένει των ανθρώπων».

Οι συγγραφείς Σ. Θεοδοσίου και Μ. Δανέζης πολύ εύστοχα επισημαίνουν ότι: «Η χριστιανική αντίληψη για το πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Χριστού, όπως προκύπτει από τα πρώτα χριστιανικά κείμενα και την υμνολογία της Εκκλησίας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η καθιέρωση του εορτασμού της Γεννήσεως του Κυρίου στις 25 Δεκεμβρίου δεν έγινε αποκλειστικά για λόγους ανταγωνιστικούς στην ειδωλολατρική εορτή της ημέρας εκείνης, αλλά ότι προήλθε απλώς από τη σημασία που ήδη οι Χριστιανοί απέδιδαν στην εορτή, ενώ, όπως φαίνεται, η αντιπαράθεση προς την παγανιστική – ειδωλολατρική εορτή υπήρξε μόνον η αφορμή. Ο σκοπός της Εκκλησίας δηλαδή δεν ήταν να αντιπαράξει μια Χριστιανική εορτή σε μια επικρατούσα ειδωλολατρική, αλλά να αποσαφηνίσει το σωτηριολογικό Μήνυμα της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού στους πιστούς Χριστιανούς και να δώσει συγχρόνως απάντηση στις πνευματικές αναζητήσεις των εθνικών»

Στη Ρώμη, κατά το έτος 354 μ.Χ., η εορτή των Χριστουγέννων εορταζόταν ιδιαιτέρως την 25η Δεκεμβρίου, ενώ στην Ανατολή συνέχισε να εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τα Θεοφάνεια ή Επιφάνεια ή Φώτα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του Δ΄ μ. Χ. αιώνα άρχισε σταδιακά και σε ορισμένες τοπικές Εκκλησίες της Ανατολής να τιμάται ιδιαιτέρως η εορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου.

Έτσι, το αρχικό εορτολογικό θέμα διχοτομήθηκε και τέθηκε σε ιστορική πια βάση (γέννηση του Κυρίου στις 25 Δεκεμβρίου, Βάπτισμα στις 6 Ιανουαρίου) κι έγινε αποδεκτό το νέο εορτολογικό σχήμα από όλες τις Εκκλησίες στην Ανατολή και τη Δύση εκτός βέβαια από την Αρμενική Εκκλησία, η οποία μέχρι και σήμερα κρατά τον αρχικό σύνθετο εορτασμό, ήτοι την κοινή εορτή Χριστουγέννων – Θεοφανείων στις 6 Ιανουαρίου.

Η κατ’ ανατολάς γεωγραφική εξάπλωση και καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου φαίνεται ότι αρχικά εντοπίζεται λίγο πριν το 380 μ.Χ. στην Καππαδοκία και ειδικότερα στην μεγαλώνυμη πόλη της Καισαρείας, όπου καθιέρωσε την εορτή ο Αρχιεπίσκοπος αυτής Βασίλειος ο Μέγας και μαρτυρείται ότι στην κατ’ εκείνο το έτος ιερουργία της θείας λειτουργίας των Επιφανείων παρευρέθη και ο αυτοκράτορας Ουάλης (328-378μ.Χ.).

Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, ο εορτασμός των Χριστουγέννων ως ξεχωριστή εορτή από τα Θεοφάνεια και ο πανηγυρισμός της στις 25 Δεκεμβρίου εισάγεται, κατά τον Αρχιμ. Νικόλαο Ιωαννίδη, από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Μετά τον θάνατο του Ουάλεντος και την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο του Θεοδοσίου του Μεγάλου εξελέγη το έτος 379 ο Άγιος Γρηγόριος στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για να αποκαταστήσει την Ορθοδοξία ου είχε πληγεί από την αίρεση του αρειανισμού.

Ο Γρηγόριος από το ναό της Αγίας Αναστασίας, τον μόνο που είχε απομείνει στα χέρια των Ορθοδόξων, άρχισε την κηρυγματική και εν γένει ποιμαντική του δραστηριότητα. Εκεί για πρώτη φορά εόρτασε ξεχωριστά στις 25 Δεκεμβρίου του έτους 379 μ.Χ. την εορτή της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού και εκφώνησε τρεις επίκαιρες ομιλίες. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι στις ομιλίες αυτές ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναγνωρίζει τον εαυτό του ως εισηγητή του ξεχωριστού εορτασμού των Χριστουγέννων στην Κωνσταντινούπολη: «Εγώ τε ο της εορτής έξαρχος».

Πολλοί ξένοι ερευνητές αναφέρουν ότι μετά την αποχώρηση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου από τον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως κατά το έτος 381 μ.Χ. φαίνεται πως η εορτή της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού έπαυσε να πανηγυρίζεται στις 25 Δεκεμβρίου και επανεισήχθη στην Κωνσταντινούπολη από τον Βασιλέα Ονώριο (395-408 μ.Χ.) και τον έπεισε να εορτάζονται τα Χριστούγεννα κατά το παράδειγμα της Ρώμης. Το συμβάν αυτό θα πρέπει να συνέβη κατά το έτος 395 μ.Χ.

Στην Αντιόχεια ο ξεχωριστός εορτασμός των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου εισήχθη από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Αξιοσημείωτη είναι η μαρτυρία ότι η εορτή ετιμάτο ιδιαιτέρως στην Αντιόχεια κατά την δεκαετία (376-386 μ.Χ.).

Στις αρχές του Ε΄ αιώνα μ. Χ.  και συγκεκριμένα κατά το έτος 432 μ.Χ.  είχε ήδη εισχαθεί στην Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος) η εορτή των Χριστουγέννων. Στην τοπική εκκλησία των Ιεροσολύμων η αρχαία σύνθετη – κοινή εορτή των Χριστουγέννων – Θεοφανείων διατηρήθηκε για περισσότερο χρονικό διάστημα, αλλά τελικώς ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος (425-458 μ.Χ.) εισήγαγε την εορτή των Χριστουγέννων στις  25 Δεκεμβρίου. Η καθιέρωση του εορτασμού αυτού υπήρξε προσωρινή, αλλά επικράτησε οριστικώς κατά τον Ζ΄ αιώνα μ. Χ. στα Ιεροσόλυμα σύμφωνα με την μαρτυρία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου (634-638 μ.Χ.).

Τέλος, στην μεγαλόνησο Κύπρο σταθερά επικρατούσε η αρχαία εορτολογική πράξη του κοινού εορτασμού των Χριστουγέννων – Θεοφανείων μέχρι και τα τέλη του Δ΄ αιώνα μ. Χ. Από τον Ε΄ αιώνα μ. Χ. άρχισε στη μεγαλόνησο ο ξεχωριστός εορτασμός της Γεννήσεως του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου.

Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στην τοπική Εκκλησία της Ρώμης η εορτή των Χριστουγέννων ετιμάτο ξεχωριστά από την εορτή της Βαπτίσεως και σταδιακά η εορτολογική αυτή συνήθεια εισήχθη και στις κατά τόπους Εκκλησίες της Ανατολής από τα τέλη του Δ΄ μέχρι  και τα μέσα του Ε΄αιώνα μ.Χ.

Τελικώς, η διχοτόμηση του αρχικού σύνθετου εορτασμού της κατά σάρκα Γεννήσεως του Χριστού και της Βαπτίσεως αντίστοιχα στις 25 Δεκεμβρίου και 6 Ιανουαρίου τέθηκε σε ιστορική πια βάση και διαμόρφωσε στη πληρότητά του το Άγιο Δωδεκαήμερο.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

-Αντωνίου Παπαδόπουλου, Αγιολογία. Θέματα Γενικά – Ειδικά και Εορτολογίου, Θεσσαλονίκη 1991

– Ιωάννου Φουντούλη, Λειτουργική Α΄. Εισαγωγή στη Θεία Λατρία, Θεσσαλονίκη 1993

-Σ. Θεοδοσίου- Μ. Δανέζη, Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., Αθήνα 2000

-Των ιδίων, Μετρώντας τον άχρονο χρόνο. Ο χρόνος στην Αστρονομία, Αθήνα 1994

-Δ. Ανατολικιώτη, «Η πραγματική ημερομηνία της του Χριστού Γεννήσεως», Συμβολή εις την τάξιν της Ορθοδόξου λατρείας, 15 (2000).

-Αρχιμ. Νικολάου Ιωαννίδη, Η εορτή των Χριστουγέννων- Θεοφανείων, Τόμος Πρακτικών «Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον», Αθήναι 2007.

Προηγούμενο άρθροΛαϊκή Συσπείρωση Ορεστιάδας: “Δύσκολη χρονιά περιμένει τους Δήμους και τις Περιφέρειες – Η λιτότητα συνεχίζεται και το 2019”
Επόμενο άρθροΑναστάσιος Δημοσχάκης: “Στο περιθώριο το ΔΠΘ με υπογραφή του Υπ. Παιδείας, που συγχωνεύει το ΤΕΙ Καβάλας, Δράμας και Διδ/χου με το άγνωστο Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης”