ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ : Η ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΤΟΥ «ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ» ΝΙΚΟΥ Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

– 13 Φεβ 1933 – 13 Φεβ 2023 ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του.

– Εικόνες από το Διδυμότειχο της δεκαετίας του 1930 μέσα από το αρχείο της μητέρας του.

Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)

Το Διδυμότειχο κατά την πλούσια ιστορική του διαχρονία, πέραν των πολλών μνημείων που έχει να επιδείξει, σεμνύνεται και για το γεγονός, ότι πολλές σημαντικές προσωπικότητες, της ιστορίας και του πολιτισμού της πατρίδας μας, σχετίζονται με αυτό. Ήδη από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ταυτίζονται με την πόλη, ο αυτοκράτορας Τραϊανός και η σύζυγός του Πλωτίνη (ιδρύοντας την Πλωτινόπολη), καθώς και άλλοι αυτοκράτορες. Κατά την Βυζαντινορωμαίικη αλλά και την Οθωμανική περίοδο, επίσης πολλά σημαίνοντα πρόσωπα (αυτοκράτορες, σουλτάνοι, βασιλιάδες, πολιτικοί, άγιοι, στρατιωτικοί, λόγιοι κλπ) έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην πόλη των Κάστρων. Στα νεότερα χρόνια πρόσωπα όπως των ευεργετών Ευγενιδίου Ευγενίδη και Ιωάννη Μανδαλίδη, του μεγάλου αρχαιολόγου Μανώλη Ανδρόνικου, της παραγωγού πολιτιστικών προγραμμάτων σε ραδιόφωνο και τηλεόραση και συγγραφέως Ευγενίας Περιορή, του μεγάλου τενόρου της Ε.Λ.Σ. Νίκου Χατζηνικολάου, του παραδοσιακού μουσικού και τραγουδιστή Χρόνη Αηδονίδη, της ηθοποιού Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και πολλών άλλων, διάνθησαν την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του Διδυμοτείχου.

Ένα ακόμη πρόσωπο που γεννήθηκε στο Διδυμότειχο και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον πολιτισμό και τα γράμματα της πατρίδας μας, καθώς θεωρείται ο «πατριάρχης των Παπαδιαμαντικών σπουδών», είναι ο φιλόλογοςλογοτέχνης, κριτικός εκδότης, φιλολογικός επιμελητής, ανθολόγος και μεταφραστής κ. Νικόλαος Δ. Τριανταφυλλόπουλος.

Προ ετών ο καλός φίλος και μεγάλος ερευνητής – συγγραφέας ο κ. Γεώργιος Παπαθανασόπουλος, γνωρίζοντας ότι ως Καστροπολίτες μελετάμε και ενδιαφερόμαστε για την ανάδειξη της ιστορίας και των προσωπικοτήτων που σχετίζονται με το Διδυμότειχο, μου γνωστοποίησε το γεγονός της γέννησης στην πόλη μας του κ. Τριανταφυλλόπουλου. Αμέσως επικοινώνησα με την κόρη του την κ. Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου (επίσης φιλόλογο και συνεργάτη του πατέρα της) και έτσι ανοίξαμε έναν δίαυλο επικοινωνίας. Άμεσα έλαβα μία επιστολή από τον κ. Νίκο Τριανταφυλλόπουλο, την οποία παραθέτω στο τέλος του παρόντος κειμένου. Το επόμενο διάστημα η κ. Τριανταφυλλοπούλου μου απέστειλε ένα αρχείο με στοιχεία που αφορούσαν τη διαμονή του παππού και της γιαγιάς της στο Διδυμότειχο, τη γέννηση του πατέρα της, καθώς και φωτογραφίες της εποχής. Το σημαντικό είναι, ότι στο υπόψη αρχείο υπάρχουν αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα της γιαγιάς της, τα οποία αποτελούν και μια άμεση πηγή για την καθημερινότητα του Διδυμοτείχου κατά την δεκαετία του 1930, η οποία εντάσσεται στην λεγόμενη περίοδο του Μεσοπολέμου (1918-1939). Την εποχή εκείνη το Διδυμότειχο συνέχιζε να κρατάει τον πολυπολιτισμικό του χαρακτήρα καθώς στην πόλη διέμεναν Χριστιανοί (Ρωμηοί), Εβραίοι (Ισπανόφωνοι), Μουσουλμάνοι και Αρμένιοι. 

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα δεδομένα της υπόψη εποχής, παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία : «Το Διδυμότειχο του Μεσοπολέμου είναι μία μεσαίου μεγέθους πόλη (κατά την απογραφή του 1928 μαζί με τις κοινότητες της περιφερείας του, αριθμεί 37.718 κατοίκους), διοικητικό κέντρο του Βορείου Έβρου, έδρα Επαρχείου, Μητροπόλεως (Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος), Ειρηνοδικείου, Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, Οικονομικής Εφορίας και ταμείου, Δασαρχείου, Ταχυδρομικού και Τηλεγραφικού Γραφείου Β΄ τάξεως, όπως και του Συντάγματος προκαλύψεως των ελληνοτουρκικών και ελληνοβουλγαρικών συνόρων». Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι κατά την εποχή του Μεσοπολέμου στο Διδυμότειχο παρατηρείται μία έντονη εμπορική δραστηριότητα. Κέντρο αυτής της δραστηριότητας είναι η πλατεία της πόλης με την μεγάλη σκεπαστή αγορά. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία (καπνά, δημητριακά, όσπρια, βαμβάκι, σουσάμι – παραγωγή σουσαμόλαδου κλπ), κηπουρική (λαχανικά, ζαρζαβατικά κλπ), σηροτροφία, αγγειοπλαστική, κτηνοτροφία (ζωεμπόριο, παραγωγή γάλακτος, τυριού κλπ). Για τη διατήρηση συγκεκριμένων προϊόντων και τη διακίνησή τους όλο το χρόνο, βοήθησε η ύπαρξη των ψυγείων – παγοποιείων στην πόλη, τα οποία ήταν τα μοναδικά στον Βόρειο Έβρο. Επιστέγασμα της οικονομικής δραστηριότητας του Διδυμοτείχου κατά την συγκεκριμένη εποχή, αποτελεί η ηλεκτροδότησή μεγάλου μέρους της πόλης ήδη από το 1924 (έργο του ευεργέτη Ιωάννη Μανδαλίδη) και η λειτουργία υποκαταστήματος της τράπεζας Αθηνών από το 1925.

Ερχόμενοι στο γεγονός της γέννησης του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου στο Διδυμότειχο να αναφέρουμε ότι, ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος Τριανταφυλλόπουλος (γεν. 1897 απεβ. 26-9-1990) του Νικολάου και της Αικατερίνης και καταγόταν από το Λιβάρτζι της Αχαΐας, από μικρός είχε ορφανέψει κι από τους δυο γονείς. Παρ όλες τις δυσκολίες κατάφερε να μορφωθεί και να λάβει το πτυχίο του φιλολόγου. Το 1925 διορίστηκε φιλόλογος στο Ελληνικό Σχολείο του Μουζακίου Καρδίτσας, και εκεί γνώρισε  και συνδέθηκε φιλικά με την οικογένεια του Γιάννη Τσουρέ, ο οποίος  καταγόταν από τη Λίμνη Ευβοίας και υπηρετούσε ως γραμματέας στο Ειρηνοδικείο του Μουζακίου. Το καλοκαίρι του 1927 στις 28 Αυγούστου ο Διονύσιος παντρεύτηκε την πρωτότοκη κόρη του Τσουρέ Μαργαρίτα (Ρίτα) (γεν. 5-9-1908 απεβ. 17-8-2002) στη Λίμνη και κατόπιν οι νιόπαντροι  επέστρεψαν στο Μουζάκι, όπου εξακολούθησε να υπηρετεί ο Διονύσιος (Νιόνιος).

Τον Φεβρουάριο του 1930 ο Διονύσιος Τριανταφυλλόπουλος μετετέθη στο Σουφλί, και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Διδυμότειχο, όπου υπηρέτησε κατά τα σχολικά έτη 1930-31, 1931-32, 1932-33, 1933-34. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1932 είχαν μαζί τους και τον μικρότερο αδελφό της Μαργαρίτας Γιώργο Τσουρέ, ο οποίος τότε ήταν μαθητής.

Τον Φεβρουάριο του 1930 ο Διονύσης (Νιόνιος), η Μαργαρίτα (Ρίτα) και ο αδελφός της Γιώργος μεταβαίνουν στο Σουφλί. Από τα απομνημονεύματα της Μαργαρίτας Τριανταφυλλοπούλου διαβάζουμε τα εξής : «στις 1 Φεβρουαρίου, το 1930, για το Σουφλί. […] Φτάσαμε απόγευμα στη Λάρισα. Εκεί κοντά στο σταθμό ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο. Ρωτήσαμε αν έχει δωμάτιο να μείνομε, και να φύγομε το πρωί για Θεσσαλονίκη, γιατί το τρένο περνούσε αργά το βράδυ. Ήταν το βράδυ που θα πήγαινε η Μις Έλλάς η Διπλαράκου να διαγωνιστεί για Μις Ευρώπη, και βγήκε. Η Λάρισα ήταν όλη ανάστατη και το τρένο ήρθε αργά. Είχε καθυστερήσει. … Το πρωί με το πρώτο τρένο για Θεσσαλονίκη. Το ταξίδι, τότε, Θεσσαλονίκη – Αλεξανδρούπολη 20 ώρες. Μείναμε ένα βράδυ Θεσσαλονίκη, την άλλη μέρα ψωνίσαμε. Είχα και το Γιώργο μαζί μας, και από τη Νεμέα μας τον στείλαν με τα καλοκαιρινά. Πάλι το βράδυ στο τρένο. Κάποτε φτάσαμε Αλεξανδρούπολη. Πάλι ένα βράδυ, και το πρωί για Σουφλί. Περάσαμε ωραία μέρη : ο Νέστος, χιονισμένα τα βουνά, και τα ελαφάκια στο ποτάμι να πίνουν νεράκι· ο Έβρος όλος πλημμυρισμένος ως τις γραμμές του τρένου. Από το πρωί, το μεσημέρι φτάσαμε στο Σουφλί. Στη μέση της πόλης είχε ένα ωραίο ξενοδοχείο. Από το μπαλκόνι φαινόταν ὁ Έβρος, όλος ὁ κάμπος πλημμυρισμένος. Εκεί είναι όλο μουριές, όλα τα σπίτια κάνουν κουκούλια. Είχε και το πιο καλό εργοστάσιο της Ελλάδος στα μεταξωτά. Το είχαν οι Τσίβρε, Εβραίοι. Το Γυμνάσιο ήταν έξω από την Πόλη. Άμα πλημμύριζε ό ποταμός, ήταν δύσκολα να πάνε. … Τα σπίτια στο Σουφλί, όλα, ήταν δύο δωμάτια και το άλλο μπιτζικλίκι και θρέφανε κουκούλια. Και τα σχολεία κλείνανε το Μάιο».

Στο Σουφλί ο Νιόνιος με τη Ρίτα και τον αδελφό της, διέμειναν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1930, καθώς ο Νιόνιος πήρε μετάθεση για το Γυμνάσιο του Διδυμοτείχου, το οποίο βρισκόταν επάνω στο κάστρο. Σχετικά με το Γυμνάσιο του Διδυμοτείχου και το έργο των τότε καθηγητών, αξίζει να παραθέσουμε τα γραφόμενα από τον δημοσιογράφο Στρατή Τσιρταβή, ο οποίος υπήρξε μαθητής του (πολύ πιθανόν να είχε προλάβει ως καθηγητή τον Διονύση Τριανταφυλλόπουλο) και αναφέρει τα εξής : «Ανηφορίζοντας για τον Καλέ από το ρολόι και μόλις περάσεις τα πρώτα κάστρα, ο δρόμος διακλαδίζεται αριστερά για τη Μητρόπολη και τον Άγιο Αθανάσιο. Σ’ ένα δρόμο το πρώτο σπίτι ήταν ένα παλιό αρχοντικό, του Βουλευτή Χατζηλιά, κάποτε κονάκι του Καϊμακάκη, όπως λέγανε. Κολλητό σ’ αυτό ένας πύργος και παραδίπλα ένα άχαρο διώροφο κτίσμα με μια μεγάλη ξύλινη πορταρίκα στη μέση. Πιο κάτω ένα πλάτωμα που τελείωνε στο κάστρο και στη γωνία ¨ο Κουλάς της Βασιλοπούλας¨. Το κτίριο αυτό ήταν στον καιρό του μεσοπολέμου – γύρω στα 1930 – το Γυμνάσιο και το πλάτωμα η αυλή του. Από κει η θέα κάτω και απέναντι ήταν πανοραμική. Μπαίνοντας στο κτίριο βρισκόσουν σε μια σκοτεινή σάλα με το γραφείο των καθηγητών δεξιά και στη συνέχεια τρία δωμάτια, ενώ αριστερά μια ξύλινη σκάλα σε οδηγούσε στο επάνω πάτωμα, όπου ήταν οι υπόλοιπες αίθουσες διδασκαλίας. Αυτό το Γυμνάσιο, ήταν το μοναδικό στις δυο επαρχίες του Διδυμοτείχου και της Ορεστιάδας. Εδώ έστελναν τα παιδιά τους οι ¨έχοντες¨ από τα κεφαλοχώρια και την Ορεστιάδα. Σ’ αυτό το γυμνάσιο που φοιτούσαν κάπου 150 μαθητές, μορφώθηκε η πρώτη γενιά από την απελευθέρωση της Θράκης και απ’ αυτό ξεκίνησαν οι πρώτοι ντόπιοι δάσκαλοι και επιστήμονες. Η προσφορά του Γυμνασίου τότε δεν μπορεί να συγκριθεί με τα σημερινά πράγματα. Ήταν φάρος εκπαίδευσης, μόρφωσης και εθνικής ακτινοβολίας. Η δουλειά των καθηγητών ήταν κάτι παραπάνω από το καθηγητηλίκι. Συμμετείχαν στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης και μαζί με τους δασκάλους έδιναν το παρόν σε κάθε εκδήλωση. Οι διαλέξεις, οι δενδροφυτεύσεις – το σημερινό πάρκο της Αγίας Παρασκευής, έργο του κάποτε γυμνασιάρχη Ταταρίδη – οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς και τόσα άλλα. Μια ακόμη ζωντανή εικόνα που έχω στο μυαλό μου είναι το χειμωνιάτικο ανέβασμα μας στον Καλέ. Το μπόλικο χιόνι και τα γεμάτα πάγο ανηφορικά καλντερίμια έκαναν δύσκολο το δρόμο. Αγκομαχούσαμε να φτάσουμε στο Γυμνάσιο, ενώ στο κατέβασμα κάναμε θαυμαστό πατινάζ και με συναγωνισμό. Οι νοικοκυρές για να διευκολύνουν την ανάβαση άδειαζαν σε καθημερινή βάση τη στάχτη από τις σόμπες στις πόρτες τους και καμιά φορά πελεκούσαν και τον πάγο». Για το Γυμνάσιο του Διδυμοτείχου επάνω στο κάστρο γράφει και ο τέως βουλευτής Έβρου κ. Χρήστος Κηπουρός τα εξής : «Μιλώ για το από πολλών επίσης δεκαετιών «αείμνηστο», πλην όμως σπανίου κάλλους και υψηλής, υψηλότατης αισθητικής, κτίριο του οκτατάξιου Γυμνασίου στην Ακρόπολη, κοντά στο τείχος, λίγο πιο πάνω από το ρολόι της πόλης. Εκεί φοίτησε και ο πατέρας μου. Στο ίδιο πρωτοδιορίστηκε ως φιλόλογος, ένας που έγινε στη συνέχεια γνωστός αρχαιολόγος, διεθνώς. Ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος ο οποίος έλεγε ότι ο ιερός αυτός βράχος είναι η δεύτερη Ακρόπολη της Ελλάδας»

Έτσι λοιπόν ο Νιόνιος με τη σύζυγο και τον αδελφό της, τον Σεπτέμβριο του 1930 μεταβαίνουν στο Διδυμότειχο, η Ρίτα γράφει τα εξής : «Το Σεπτέμβριο προαγωγή για Διδυμότειχο. … Τα φορτώσαμε πάλι, και 15 Σεπτεμβρίου του 1930 εις Διδυμότειχο. Το Διδυμότειχο ήταν άλλος κόσμος, φιλόξενος. Πολύ ξένος κόσμος, τράπεζες, δικαστήρια, λέσχες (και στρατιωτική και πολιτική), κινηματογράφος. Πήραμε πάλι τέσσερες τάβλες, ένα τραπέζι, τέσσερες καρέκλες και σόμπα (από τον Οκτώβριο άναβε, κι έσβηνε τέλος  Μαΐου). Και ένα σπίτι  ένα δωμάτιο και μισό, κουζίνα κάτω, ένα τζάκι, ένα πιθάρι μέσα στη γη θαμμένο, για νερό. Έφερναν κάθε πρωί οι γύφτοι από το ποτάμι, από εκείνο πίναμε, μαγειρεύαμε. Κι έξω είχε ακόμη ένα, το γεμίζαμε για πλύση.

Όσον αφορά την ύδρευση της πόλης του Διδυμοτείχου θα πρέπει να αναφέρουμε ότι : «Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου : το νερό μεταφέρεται σε βυτία επάνω σε γαϊδούρια, το χειμώνα από τον ίδιο τον Ερυθροπόταμο και το θέρος από λάκκους, ανοιγμένους στην όχθη του. Επιπλέον, συνεχίζει να χρησιμοποιείται το βρόχινο νερό που συγκεντρώνεται από τις στέγες και τον ίδιο το βράχο».

Μιας και στα απομνημονεύματά της η Ρίτα κάνει αναφορά στις Λέσχες του Διδυμοτείχου, αξίζει να παραθέσουμε μία περιγραφή του Στρατή Τσιρταβή που αφορά την πολιτική (Δημοτική) Λέσχη κατά την εποχή του Μεσοπολέμου : «Ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα για όλες τις δουλειές, κάπου εκεί που είναι τώρα το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου. Ένα τεράστιο οικοδόμημα, χτισμένο αποκλειστικά για το σκοπό αυτό στο στενό του τζαμιού, κολλητά με την παλιά δημαρχία, ψηλοτάβανο και ωραίους πολυελαίους και τεράστιους πίνακες ζωγραφικές με αρχαίες παραστάσεις στον ανατολικό τοίχο, δωρεά της οικογένειας Μανδαλίδη και πολλές τζαμαρίες στη βορινή πλευρά. Η προσφορά της αίθουσας αυτής την εποχή εκείνη στην όλη ζωή της πόλης ήταν αληθινά ανεκτίμητη. Εκεί παιζόταν και ο κινηματογράφος, εκεί δινόταν οι διαλέξεις, εκεί τα περιοδεύοντα θέατρα, εκεί οι σχολικές γιορτές, εκεί και οι μεγάλοι χοροί. Διέθετε σκηνή και στο κάτω μέρος ευρύχωρα καμαρίνια. Δεν έμενε αργή ποτέ. Ακόμη και τις καθημερινές λειτουργούσε σαν εμπορική λέσχη για τα εσνάφια. Σ’ αυτή την αίθουσα ένα βράδυ Πρωτοχρονιάς του 1930 βρέθηκα κι εγώ ακολουθώντας τους γονείς μου. Θαμπώθηκαν τα παιδικά μου μάτια από τα φώτα, την λάμψη, το πλούτο, το θόρυβο, την πολυτέλεια, τους χορούς. Πιανίστας ένας Ρώσος εμιγκρέ, που τα ‘τσουζε γερά και παραδίπλα ο Κώστας ο Λατερνατζής, για τις κατοπινές ώρες του κεφιού, όταν τελείωναν οι ευρωπαϊκοί κι άρχιζαν οι τοπικοί χοροί. Κυρίες και δεσποινίδες με τουαλέτες και μπόλικα στολίδια, κύριοι με σοβαρά μαύρα κοστούμια και στρατιωτικοί με τις καλές τους στολές και τα σπαθιά».  

Ο Νιόνιος και η Ρίτα άμεσα εντάχθηκαν στην κοινωνική ζωή του Διδυμοτείχου, γεγονός που αποδεικνύεται από τα απομνημονεύματα της Ρίτας, αλλά και από φωτογραφίες. Σε μία από αυτές, όπου εικονίζεται επάνω σε βάρκα στον Ερυθροπόταμο η Ρίτα με άλλες δύο φίλες της, αναγράφεται : «Διδυμότειχο 4 Απρ 1931. Στον ποταμό Κιζιλτιρέ, τα λεγόμενα Σαλάτσια. Ρίτα – Σοφία – Όλγα».

Τι ήταν τα σαλάτσια ; «Μικρά ξύλινα καφενεδάκια ή το πολύ με τούβλα δίπλα στη καταπράσινη ακροποταμιά, κάτω απ’ τη σκιά της σουϊτιάς, του πλάτανου ή της μεγάλης καρύδας. Το πλάτωμα της ψηλής όχθης του Ερυθροποτάμου, όμορφα περιποιημένο και καθαρισμένο, χωρίς αγριόχορτα και θάμνους ήταν το πράσινο σαλόνι, όπου ο μαγαζάτορας άπλωνε τα ξύλινα τραπεζάκια του με τις ψάθινες καρέκλες. Στόλιζε τα σύνορα της επικράτειάς του με κοντούς ξύλινους φράχτες, πράσινα βαμμένους και μικρά μακρόστενα παρτεράκια γεμάτα γεράνια, βασιλικούς, ία, μέλισσες και πολλές πάρα πολλές περικοκλάδες. Αυτές καθώς αναρριχούνταν σκέπαζαν τους φράχτες με τα πολύχρωμα χωνάκια τους κι έκαναν ντεκόρ. Όσο για την περιποίηση, φθηνή κι αυτή σαν την παράγκα και την επίπλωσή της. Το γαραφάκι με τους μεζέδες του ήταν η καθιερωμένη σπεσιαλιτέ. Το γαραφάκι, ιδιόμορφο μεσάτο μπουκαλάκι με τσίπουρο ή ούζο και το ποτηράκι ψηλό με χοντρό πάτο. ¨Ένα γαραφάκι¨, ξεφώνιζε το γκαρσόνι κι έφθανε μαζί με το μεζέ που ‘ταν μέσα στο λογαριασμό (Η ρετσίνα ήταν άγνωστη και το κρασί δεν πολυξοδευόταν). Απαραίτητη η γαρνιτούρα του μεζέ τ’ ονομαστό τζατζίκι. Τζατζίκι με μαρούλι την άνοιξη, τζατζίκι με αγγούρι το καλοκαίρι. Και το ‘να και τ’ άλλο ήταν το σαλατικό της εποχής. Έτσι βγήκε και τ’ όνομα Σαλάτσια». 

Κατά το χρονικό διάστημα που το ζεύγος Τριανταφυλλοπούλου διέμενε στο Διδυμότειχο, είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και άλλες περιοχές του νομού Έβρου. Το 1930 είχε διοριστεί δασκάλα στο Μεγάλο Δέρειο, η πρώτη εξαδέλφη του Νιόνιου η Γεωργία Λαμπροπούλου, η οποία έφερε μαζί της τη μητέρα της Ελένη. Η Γεωργία μετετέθη κατόπιν, το Νοέμβριο του 1931, στο χωριό Μεταξάδες. Τα καλοκαίρια του 1931 και 1932 ο Νιόνιος η Ρίτα και ο Γιώργος Τσουρές παραθέρισαν στο Δέρειο (το οποίο αναγράφει ως ¨Παλιό Δέρειο¨ εννοώντας προφανώς το σήμερα ονομαζόμενο Μέγα Δέρειο), μαζί με τις δύο γυναίκες. Δυστυχώς η Ελένη Λαμπροπούλου πέθανε την 1η Μαρτίου 1933 στο σπίτι του Νιόνιου, στο Διδυμότειχο.

Από τα απομνημονεύματα της Ρίτας διαβάζουμε για την παρουσία τους στο Παλιό (Μέγα) Δέρειο, το θέρος του 1932 τα εξής : «Στο Παλαιό Δέρειο. Έφτασε το καλοκαίρι, ὁ φίλος μας ὁ Σορώτος μας προσκάλεσε στο Παλιό Δέρειο, δυό ώρες μακρύτερα από το (Μικρό) Δέρειο. Ήταν στρατώνας με οικήματα. Η οικογένειά του και στρατιώται με μουλάρια – τίποτε άλλο. Είχαν έρθει πολλοί στρατηγοί από την Κομοτηνή, αλλά τώρα δεν θυμάμαι κανένα όνομα – θα είναι ὅλοι μακαρίτες. Ήμουν έγκυος στο Νίκο, δυο μηνών, και καθίσαμε δυό μήνες. Περάσαμε πολύ ωραία, κάθε μέρα ιππασία με τα μουλάρια, έχω και φωτογραφία. Στα βουλγαρικά σύνορα, όταν πηγαίναμε ιππασία, μας έδιναν και δύο στρατιώτες οπλισμένους, γιατί είχε κομιτατζήδες. 

Είναι γεγονός, όπως γράφει και ο Διδυμοτειχίτης ιστοριοδίφης Παντελής Αθανασιάδης ότι : «Παρά τα μέτρα (που λάμβανε το Ελληνικό κράτος) άγνωστες βουλγαρικές συμμορίες δεν έπαψαν να εμφανίζονται σε ελληνικά χωριά έως λίγο πριν από το 1940 περίπου. Πυκνότερες εμφανίσεις κομιτατζήδων στη Θράκη, είχαμε στη δεκαετία του 1930. Τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι πλήρη. Δείχνουν όμως μία δραστηριότητα, που δικαιολογημένα προκαλούσε ανησυχίες στον φιλήσυχο πληθυσμό».

Τον Ιανουάριο του 1933, μετά τις γιορτές, έφτασε στο Διδυμότειχο η αδελφή της Μαργαρίτας, η Λιλή (Ευαγγελία). Τα επόμενα χρόνια έμεινε κοντά στην οικογένεια Τριανταφυλλοπούλου (αρχικά στο Διδυμότειχο, κατόπιν στο Ξηροχώρι, στη Λίμνη Ευβοίας, στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και στη Χαλκίδα) μέχρι το γάμο της, το Πάσχα του 1942, με τον Τριαντάφυλλο Σούρα από το Ξηροχώρι. Η Λιλή βοηθούσε την αδελφή της στις δουλειές του σπιτιού και στη φροντίδα των παιδιών. Είχε ιδιαίτερα στενή σχέση με τον πρωτότοκο Νίκο.

Στις 13 Φεβρουαρίου 1933, ημέρα Δευτέρα γεννήθηκε στο Διδυμότειχο ο πρωτότοκος γιος του ζεύγους, ο Νικόλαος  Διονυσίου Τριανταφυλλόπουλος. Βαπτίστηκε στο Διδυμότειχο και ανάδοχος του (νουνά) ήταν η Βικτώρια Βαφείδου, αδελφή του λογίου αρχιμανδρίτου Νικολάου Βαφείδη. Σχετικά με τον αδελφό της νουνάς του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου αξίζει να παραθέσουμε τα παρακάτω : Ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης ήταν ανιψιός τού μητροπολίτη Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Φιλαρέτου Βαφείδη : «Έζησε πολλά χρόνια στο Διδυμότειχο και το αγάπησε ως δεύτερη πατρίδα του. Ως νεαρός, υπό την προστασία του θείου, από την πλευρά του πατέρα, μητροπολίτη Φιλαρέτου και κατόπιν ως πρωτοσύγκελός του (Ιούνιος 1923-Ὀκτώβριος 1927). Ως καθηγητής θεολογίας υπηρέτησε κατόπιν στο γυμνάσιο της πόλης (1929-1937). Κατά την τελευταία αυτή περίοδο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ιστορία του Διδυμοτείχου, μέσα από τη μελέτη των Κωδίκων της μητροπόλεως, της σχετικής με αυτή βιβλιογραφίας, των περιοδικών και τού τύπου. Επισκέφθηκε τίς εκκλησίες, τούς δύο λόφους (Ακροπόλεις), τούς αρχαιολογικούς χώρους και εν γένει όλα τα σημεία με ιστορικό ενδιαφέρον. Μίλησε με τούς ντόπιους για να μάθει πολύτιμα στοιχεία για τα ήθη και έθιμα, τις εορτές και πανηγύρεις της περιοχής. Όλα αυτά τα κατέγραψε σέ πολυάριθμα άρθρα του, προσπάθησε δε να συγγράψει και να εκδώσει και τη γενική ιστορία τού Διδυμοτείχου. Ατυχώς μέχρι το 1937, οπότε και αναχώρησε οριστικά από την πόλη, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το παραπάνω μεγαλόπνοο έργο, είχε όμως ήδη αρχίσει (από το 1930) να συγγράφει σχετικά άρθρα και να τα δημοσιεύει σέ έγκριτα περιοδικά και σειρές θρακικού ενδιαφέροντος».

Συνεχίζοντας με τα απομνημονεύματα της Μαργαρίτας (Ρίτας) βλέπουμε, ότι γράφει για τη γέννηση του πρωτότοκου Νίκου, για το θάνατο της θείας του Νιόνιου Ελένης Λαμπροπούλου, αλλά και για τις πάρα πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τον Φεβρουάριο του 1933, αναφέροντας τα παρακάτω : «Ήρθα στο Διδυμότειχο. Το Γιώργο τον στείλαμε στη Νεμέα, για να έρθει ἡ Λιλή που θα γεννούσα. Η Γεωργία ήρθε με μετάθεση στὸ Καρατζάχαλι (σημερινός οικισμός «Δάφνη» που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες το 1922, οι οποίοι προερχόταν από την περιοχή της Μακράς Γέφυρας της Ανατολικής Θράκης), πιο κοντά στο Διδυμότειχο. Εμείς μείναμε οι δυό μας. Κάθε απόγευμα (πηγαίναμε) στη Στρατιωτική Λέσχη. … Όταν ήρθε η Λιλή, μετά τις γιορτές, χόρευε με όλους κάθε βράδυ – και έξω το χιόνι ως το γόνα (¨το χιόνι ως το γόνα¨ και όχι το γόνατο, εδώ βλέπουμε ότι η Ρίτα χρησιμοποιεί την Διδυμοτειχίτικη έκφραση που περιγράφει την μεγάλη χιονόπτωση). …. Έφτασε ο Φεβρουάριος. … Τη βραδιά που γέννησα, είχε 20 υπό το μηδέν. Ο ποταμός είχε παγώσει και περνούσαν κάρα από πάνω. Νερό; Σκάβαν γούρνες και μας φέρναν. Πατάτες, κρεμμύδια, όλα πάγωναν μέσα στο σπίτι. Το νερό μέσα στη σόμπα και πάγωνε! Πέρασαν καμιά δεκαπενταριά μέρες, έλιωσαν τα χιόνια και παρήγγειλε ο Νιόνιος να έρθει η θεία να δει το παιδί. Ήρθε η καημένη και στεκόταν ώρες από πάνω από το κρεβατάκι και του έλεγε: παιδάκι μου, να ζήσεις χρόνια πολλά – πολλά και να μοιάσεις του παππού σου του Νικολάκη, που ήταν άγιος άνθρωπος! Ήταν οι μέρες των Απόκρεων. Την Καθαρή Δευτέρα πήγε και εξομολογήθηκε στο Δεσπότη (Ιωακείμ Σιγάλα). Όταν γύρισε από το Δεσπότη, έβαλε τα παπούτσια της από κάτω απ᾽ τη σόμπα, να στεγνώσουν. Είχε χιόνι έξω. ¨Θεία, μην τα βάζεις, θα καούνε¨. ¨Και άμα πεθάνω, Ρίτα μου, δεν έχω άλλα να μου βάλουν!¨ ¨Εδώ, θεία, βάζουν παντόφλες¨. ¨Όχι, θέλω παπούτσια¨. Την Τετάρτη πήγε κοινώνησε. Το βράδυ, εκεί που καθόμαστε στη σόμπα, ¨Αχ Νιόνιο μου, δεν αιστάνομαι καλά¨. Λέει ο Νιόνιος : ¨Κάθισες κοντά στη σόμπα, ζαλίστηκες¨. Εγώ στο κρεβάτι, 17 μέρες που είχα γεννήσει. Πήγε ο Νιόνιος, φώναξε τη μαμή και πήγε να φέρει το γιατρό. Ήρθε ὁ γιατρός. Πήγε ο φαρμακοποιός έφερε ένα φάρμακο. Ο γιατρός δεν έφυγε. Της έδωσαν να πιεί, δεν πήγαινε κάτω. Κάθισε η αδελφή της μαμής. Και αυτά μέσα σ᾽ ένα δωμάτιο – και τι μωρό κι εγώ. Κατά τις 11 πέθανε. Έλεγε: ¨να πεθάνω στου Νιόνιου τα χέρια¨ Η σπιτονοικοκυρά ανέβηκε απάνω και με την αδελφή της μαμής. ¨Θα πάρω κάτω το νεκρό¨. Ένα δωμάτιο είχε και κείνη, και τη βάλανε κάτω. Το πρωί ήρθε και η Γεωργία. … Δεν της έκανα ούτε μνημόσυνο· ένα σταυρό μαρμάρινο της έβαλα».

Το καλοκαίρι του 1934 : «Είχαμε μαζέψει πάλι κάτι λεπτά (χρήματα), γιατί ο Νιόνιος, το καλοκαίρι τον παρεκάλεσε ο φαρμακοποιός Ασημακόπουλος, ο γιός του θα πήγαινε Πανεπιστήμιο και να καθίσομε να του κάνει μάθημα. Εκεί κοντά έχει ένα μοναστήρι και νοίκιαζαν δωμάτια. Πήγαμε κι εμείς, ήρθε και η οικογένεια Ασημακοπούλου. Περάσαμε ενάμιση μήνα πολύ καλά. Κάθε βράδυ, όλοι οι παραθερισταί τραγούδι και χορό. Είχε ένα λόφο και πηγαίναμε και βλέπαμε το Διδυμότειχο και στο ποτάμι τις βάρκες σα να ήταν γόνδολες στη Βενετία. Και ήταν το τραγούδι ἡ ¨Πωλέττα¨ και η ¨Ρεζεντά¨ – ἡ Λιλή τραγουδούσε πολύ ωραία! Το Νίκο, η μικρή του Ασημακόπουλου τον έλεγε ¨γιβρεκούδι¨ (έτσι έλεγαν τα ξεροψημένα κουλούρια). Ήταν άσπρος και παχουλός».

Το μοναστήρι που αναφέρει η Ρίτα βρισκόταν στο σημερινό στρατόπεδο Κυρλαγκίτση και έμεινε γνωστό ως Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, σήμερα υπάρχει μέσα στο στρατόπεδο ένα ομώνυμο εκκλησάκι. Σύμφωνα όμως με τον Αρχιμανδρίτη Νικόλαο Βαφείδη, η Μονή αυτή είχε ιδρυθεί την εποχή του Βυζαντίου και ονομαζόταν Κωνσταντίνου και Ελένης. Επίσης ο Τσιρταβής αναφέρει ότι η τοποθεσία βρίσκεται : «κοντά στο σημερινό Δάσος της Τσίγκλας στο Διδυμότειχο. Υπήρχε μάλιστα και μια καλή υποδομή, γιατί η Μητρόπολη, προπολεμικά, στην προσπάθεια της να εξυπηρετήσει τους πιστούς είχε κτίσει κάποια κελιά, που το καλοκαίρι μετατρέπονταν σε τόπο παραθερισμού για όσους είχαν ανάγκη “αλλαγής αέρος”». Από την ιστορική πραγματεία που συνέγραψε ο Αρχιμ. Νικόλαος Βαφείδης και στην οποία περιγράφει τις εργασίες ανακαίνισης της μονής, αντλούμε τα εξής : «Τα μεν υπάρχοντα κελλία επεδιωρθώθησαν και ηυξήθησαν κατά εν, αλλά δε νέα, πέντε τον αριθμό, παραπλεύρως του ναού και των παλαιών κελλίων, ανηγέρθησαν με τον σκοπόν, όπως, με την ανέγερσιν και άλλων δωματίων, εφ’ όσον θα υπάρχουν πόροι, μετεβλήθη το μοναστήριον εις θέρετρον και τόπον αναψυχής. ….. Κατόπιν όλων τούτων ήρχισαν από του 1931 να παραθερίζουν διάφοροι οικογένειαι το θέρος εις το ωραίον και εξοχικόν μοναστήριον»

Τον Σεπτέμβριο του 1934 ο Νιόνιος (Διονύσιος Τριανταφυλλόπουλος) μετετέθη ύστερα από αίτησή του στην Ιστιαία (Εύβοιας), όπου υπηρέτησε μέχρι το 1937. Η Ρίτα αναφέροντας στα απομνημονεύματά την πορεία τους από το Διδυμότειχο μέχρι την Θεσσαλονίκη, κάνει αναφορά για την πάλαι ποτέ ακτοπλοϊκή σύνδεση Αλεξανδρούπολης – Θεσσαλονίκης γράφοντας τα εξής : «Από το Διδυμότειχο σιδηροδρομικώς στην Αλεξανδρούπολη. Εγώ ήθελα να πάμε με το βαπόρι – και πιο φθηνά, και θα ιδούμε και τόσες πόλεις που δεν τις ξαναείδαμε! Φτάσαμε μεσημέρι, πήγαμε κατευθείαν στο βαπόρι, που έφυγε πρωτύτερα από την ώρα του, αφού δεν περιμέναν τον πρώτο Καπετάνιο, που είχε πάει για κυνήγι και ήρθε στην Καβάλα με το τρένο. Αλλά σε λίγο έπιασε μια τρομερή φουρτούνα. Το βαπόρι ήταν ο ¨Πολικός¨, ένα ωραιότατο και γερό (πλοίο). Έως την Καβάλα φάγαμε τέτοιο κούνημα, που και καπεταναίοι και μηχανικοί είχαν φοβηθεί. Ο Νιόνιος, ἡ Λιλή και το παιδί να βγάλουν τα σκώτια τους από τον εμετό, εγώ απάνω στη γέφυρα με τον καπετάνιο! Μείναμε όλο το βράδυ στην Καβάλα, φύγαμε το μεσημέρι για Θεσσαλονίκη. Περάσαμε πολύ κοντά στο Άγιο Όρος και ήταν απόγευμα. Τέτοια ομορφιά δεν τη βλέπεις συχνά! Πέρασαν από τότε εξήντα πέντε χρόνια, δεν τα ξαναείδα». 

Με βάση αυτή τη χρονική μαρτυρία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα απομνημονεύματα της η Ρίτα τα έγραψε το 1999 σε ηλικία 91 ετών. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία που παραθέτει, αν και υπερήλικας, διέθετε διαύγεια εγκεφάλου, καθώς θυμόταν πολλές λεπτομέρειες που αφορούσαν τα τέσσερα χρόνια της διαμονής τους στο Διδυμότειχο.

Παρακάτω παραθέτω την επιστολή που μου απέστειλε ο κ. Νίκος Τριανταφυλλόπουλος μετά την τηλεφωνική συνομιλία που είχα με την κόρη του Λαμπρινή : 

Χαλκίδα, Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Αξιότιμε κύριε Σαρσάκη,

Η κόρη μου Λαμπρινή μου έδωσε το μήνυμά σας και σας ευχαριστώ θερμά για την ευγενική σας πρόσκληση. Το κακό είναι ότι ποτέ δεν ήμουν φιλοτάξιδος κι έτσι ούτε του πατέρα μου ούτε τη δική μου γενέτειρα αξιώθηκα να επισκεφθώ. 

Δεν υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να ταξιδέψω τώρα στην πόλη όπου είδα το φως και όπου βαπτίστηκα, εντούτοις εις πείσμα της αστυνομικής μου ταυτότητας, που βεβαιώνει ότι γεννήθηκα στη Λίμνη Ευβοίας, θα δηλώνω εξακολουθητικά ότι η μητέρα μου με γέννησε στο Διδυμότειχο, έστω και αν κατάφερε τον Δήμαρχο της πατρίδας της Λίμνης να παραχαράξει την πραγματικότητα.

Η Λίμνη είναι ο μυθικός τόπος μου και η μυθικότερη θάλασσά μου. Αυτό είναι απαράγραπτο. Και χάρη στη λαθροχειρία της μητέρας μου και του Δημάρχου υπηρέτησα τη θητεία μου στο Ναυτικό. Παρά ταύτα δεν έχω δικαίωμα να καυχηθώ ότι είμαι Λιμνιός, αφού στη Χαλκίδα έζησα τα τρία τέταρτα της ζωής μου.

Στην πόλη του Ευρίπου είδα να μεγαλώνουν τα παιδιά μου, να εκδίδεται ο Παπαδιαμάντης, ο Πολύβιος και άλλα έργα, λοιπόν είμαι και Χαλκιδαίος. Επιπλέον, ποτέ δεν λησμονώ τα τρία πρώτα διδασκαλικά μου χρόνια στην Κύπρο, απ’ όπου κατάγεται η γυναίκα μου, ούτε τα έξι της βορεινής Λήμνου. Όπως βλέπετε, ο βίος μου είναι νησιωτικός, εγώ όμως θα επιμένω ότι γεννήθηκα στην πόλη σας. 

Ευχαριστήστε, σας παρακαλώ, εκ μέρους μου και τα άλλα μέλη του Συλλόγου σας, στον οποίο εύχομαι πολλή προκοπή.

Με τιμή 

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος             

Όσον αφορά το πλούσιο έργο του κ. Ν. Τριανταφυλλόπουλου, παραθέτω τα παρακάτω στοιχεία από την Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια Wikipedia :

Ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος είναι Έλληνας φιλόλογοςλογοτέχνης, κριτικός εκδότης, φιλολογικός επιμελητής, ανθολόγος, μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1933 στο Διδυμότειχο, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως καθηγητής φιλόλογος. Μεγάλωσε και ζει στη Χαλκίδα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε από το 1959 ως το 1990 στη Μέση Εκπαίδευση (τα τρία πρώτα χρόνια στη Κύπρο).Το κύριο πεδίο μελέτης του είναι το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στον οποίο έχει αφιερώσει πλήθος μελετών και ερμηνευτικών δοκιμίων. Είναι ο φιλολογικός εκδότης της πεντάτομης κριτικής έκδοσης των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Δόμος 1981-88), της Αλληλογραφίας του (Δόμος, 1991) και της αναθεωρημένης σε χρηστική μορφή έκδοσης Άπαντα Παπαδιαμάντη Το Βήμα-Βιβλιοθήκη (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2011). Ο πατριάρχης των παπαδιαμαντικών σπουδών, σύμφωνα με το ψήφισμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα, τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί, (συνεπικουρούμενος από την κόρη του Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου) στον εντοπισμό και στην έκδοση των παπαδιαμαντικών μεταφράσεων (ενδεικτικά αναφέρονται : Ε. Γ. Ουέλλς, Ο αόρατος, Κίχλη, 2011, Χωλλ Κέιν, Ο Μαξιώτης, Ίνδικτος, 2003, Αντώνιος Παύλοβιτς Τσέχωφ, Τέσσαρα Διηγήματα, Δόμος 2002, Αλφρέδου Κλάρκ, Η εύρεσις της γυναικός του Λώτ, Αρμός, 1996, Τζέρομ Κ. Τζέρομ, Η νέα ουτοπία, Αρμός, 1996).

Σημαντικότατος είναι επίσης ο αριθμός των εργασιών του για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής φιλολογίας (με την προτίμησή του να στρέφεται κυρίως προς τους Γιάννη Σκαρίμπα, Ν. Γ. Πεντζίκη, Ζήσιμο Λορεντζάτο). Εκτός από την κριτική έκδοση και μελέτη του έργου του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη ασχολείται µε την ποίηση, το διήγηµα και το δοκίµιο. Το 2018 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Παράσημο τοῦ Ταξιάρχη τῆς Τιμῆς.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ποιητικές συλλογές:

Το βαθύ πηγάδι ή εκρήξεις συναφών φωτοβολίδων (Στιγμή, 1989). 

Για το θαλασσινό αηδόνι (Δόμος, 1984, μια σειρά haiku για τον Παπαδιαμάντη).

Το λαγούμι (Δόμος, 1979).

Πεζά κείμενα :

Στους Ευβοϊκούς του ονείρου (Μanifesto Πολιτική-Πολιτισμός, 2018). 

Ποιος φοβάται τον κύριο επιθεωρητή ;  Επτά και μία ιστορίες (Κουκούτσι,2018).

Μεταπολεμικά Νεανικά Περιοδικά (Αντίποδες, 2015).

Ένα νησί  (Ίκαρος, 2011).

Ανύπαρχτο λιμάνι (Διάμετρος, 1998). 

Περίτριµµ’ αγoράς Θεσσαλονίκιον. Κείμενα παιδιόφραστα περί του παίζω-γράφου Ν. Γ. Πεντζίκη (Άγρα, 1993.) 

Λιμενάρχης Ευρίπου (Κέδρος, 1993, Νεφέλη 2002, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1994).

Επισείουσα ανέµου (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Χαλκίδας, 1989).

Τρία θαλασσινά Ειδύλλια (Δόμος, 1985).

Δοκίµια:

Αποσπινθηρίζοντας : Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη (Ίνδικτος, 2008).

Ο παρδαλός συρικτής της Εμλίνης : Για τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Ν. Δ.Τριανταφυλλόπουλος, Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου (Νεφέλη, 2007).

Εικοσιπεντάχρονος πλους: Φιλολογικά στον Παπαδιαμάντη (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2004).

Μινύρισµα πτηνού χειµαζοµένου. Φιλολογικά στον Παπαδιαµάντη (εκδ. Καστανιώτη,1986- Β’ Κρατικό βραβείο Κριτικής-Δοκιμίου 1987).

Νεοελληνικά Διδακτικά δοκίµια για το Γυμνάσιο, συνεργασία Ν. Φωκάς (Βιβλιοπωλείον της Εστίας,1986).

Το δίχτυ και το µέλι (Εστία, 1983).

Νεοελληνικά Διδακτικά δοκίμια για το Λύκειο, Σειρά Β΄ (1η έκδοση 1978, 2η έκδοση, εκδ. Παπαζήση, 1981).

Δαιμόνιο μεσημβρινό: Έντεκα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη (Γρηγόρη, 1978).

Μεταφράσεις:

Πολυβίου Ιστοριών (Α’-ΚΑ’), εκδ. Στιγμή, Σειρά Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, 1995-2006). 

Δίωνος Χρυσοστόμου, Ευβοϊκός ή Κυνηγός (εκδ. Στιγμή, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, 1994).

 Επιμέλεια περιοδικών:

Είναι επιμελητής των περιοδικών Παπαδιαμαντικά, Τετράδια και Νεφούρια, Ένα φυλλάδιο της Διαμέτρου. Μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε πλήθος περιοδικών (ενδεικτικά αναφέρονται: Εκηβόλος, Ελληνικά, Νέα Εστία, Παλίμψηστον, Πλανόδιο) καθώς και στο Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών.

Τιμητικές Διακρίσεις:

Έχει τιμηθεί με Βραβείο Δοκιμίου του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1984), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1987), το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1994) και έχει αναγορευτεί σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ). Το 2018 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Παράσημο του Ταξιάρχη της Τιμής.

Κλείνοντας το παρόν αφιερωματικό κείμενο, και με βάση τα στοιχεία που παραθέσαμε, θα πρέπει να θεωρούμε τον μεγάλο Έλληνα επιστήμονα κ. Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο, ως μία από τις πολλές σημαντικές προσωπικότητες που σχετίζονται με την πλούσια ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης του Διδυμοτείχου, καθώς αποτελεί τη γενέτειρά του. Στην πόλη των ¨κάστρων και των αυτοκρατόρων¨, όπως αναφέρει ο ίδιος, είδε για πρώτη φορά το φως, βαπτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος και έζησε για περίπου ενάμισι χρόνο. Επίσης θα πρέπει να δηλώσω τις θερμές μου ευχαριστίες στον ίδιο (για την επιστολή που μου απέστειλε), και στην κόρη του, κ. Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου για το αρχειακό υλικό που μου εμπιστεύθηκε και αποτέλεσε την αιτία για τη συγγραφή του κειμένου μου.   

Προηγούμενο άρθροΕΕΚΕ: Άμεση νομοθετική πρωτοβουλία προστασίας της πρώτης κατοικίας και δανειοληπτών
Επόμενο άρθροΠως ο σεισμός και η τουρκική οικονομία παίζουν ανατρεπτικό ρόλο στους προεκλογικούς σχεδιασμούς του Ερντογάν και στα ελληνοτουρκικά (γράφει ο Λάζαρος Καμπουρίδης, Αντιστράτηγος ε.α.)