Όπως ανακοίνωσε επίσημα το μεσημέρι της Τρίτης 6 Ιουλίου η Νίκη Κεραμέως οι μόνιμοι διορισμοί στη γενική Παιδεία θα γίνουν σε μία φάση, εντός του καλοκαιριού, με τον αριθμό των εκπαιδευτικών που θα διοριστούν να διαμορφώνεται στις 11.700 από 10.500 που είχαν αρχικά ανακοινωθεί.

«Έχουμε τη χαρά να ανακοινώσουμε 11.700 μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών στη γενική εκπαίδευση για φέτος, θα γίνουν όλοι τώρα το καλοκαίρι, οι πρώτοι μετά από 12 χρόνια, και υπερδιπλάσιοι από τους 5.250 για τους οποίους είχαμε δεσμευθεί για φέτος», σχολίασε μεταξύ άλλων η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως.

«Με διορισμούς, επιμορφώσεις, βελτιωτική αξιολόγηση, επενδύουμε στο πολυτιμότερο κεφάλαιο της εκπαίδευσης, το ανθρώπινο δυναμικό μας» επισήμανε η Νίκη Κεραμέως.

Εξίσου πανηγυρική ήταν και η ανάρτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη: «Μετά από 12 χρόνια, προχωράμε άμεσα σε 11.700 μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών στη γενική εκπαίδευση, οι οποίοι θα καλύψουν τις ανάγκες που μέχρι σήμερα καλύπτονταν από αναπληρωτές. Παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων, ενισχύουμε το ανθρώπινο δυναμικό και οικοδομούμε το νέο αναβαθμισμένο σχολείο που αξίζουν οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές μας».

 

Πίσω από τις διακηρύξεις

Η ανακοίνωση μόνιμων διορισμών είναι σαφώς μια εξέλιξη που γίνεται κάτω από την διαρκή πίεση του εκπαιδευτικού κινήματος και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Ιδιαίτερα τη σχολική χρονιά που πέρασε, τόσο οι εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ-ΔΟΕ) όσο και οι συλλογικότητες των χιλιάδων αδιόριστων και αναπληρωτών εκπαιδευτικών έθεσαν στην κορφή των αιτημάτων τους τους μόνιμους διορισμούς και έκαναν συνεχείς και μεγάλες παρεμβάσεις στο υπουργείο Παιδείας και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας.

Παράλληλα, η νέα σχολική χρονιά 2021/22, θα είχε το μεγαλύτερο αριθμό κενών θέσεων εκπαιδευτικών από τη μεταπολίτευση και μετά (για να μην πάμε παλιότερα), καθώς με βάση τα περσινά δεδομένα προσλήψεων αναπληρωτών και τις φετινές παραιτήσεις (λόγω συνταξιοδότησης) μονίμων εκπαιδευτικών θα απαιτούνταν πάνω από 50.000 προσλήψεις για να καλυφθούν στοιχειωδώς οι ανάγκες σε προσωπικό. Αυτή η πραγματικότητα (οι αναπληρωτές έχουν φτάσει το 27% του συνόλου των υπηρετούντων εκπαιδευτικών), πίεζε και την κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ όσο κι αν προσπαθούσαν να κάνουν ότι δεν την βλέπουν.

Τα επίσημα οργανικά κενά που έδωσε το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας με τους ιδιαίτερα αυστηρούς αλγόριθμους υπερέβαιναν τα 15.000 αθροιστικά σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, μόνο στη Γενική Αγωγή, σε όλες τις ειδικότητες και βαθμίδες.

Σύμφωνα με την έρευνα του εκπαιδευτικού Πάνου Ντούλα υπάρχουν Νομοί της χώρας που ξεπερνάνε ή αγγίζουν τα 1.000 κενά! Κατ’ ελάχιστον, θα έπρεπε να γίνουν αυτές οι 15 – 16.000 διορισμοί φέτος και αυτό χωρίς καν να υπολογίζει κανείς τμήματα μικρότερα (τα κενά αυτά έχουν υπολογιστεί με 25-27 μαθητές ανά τμήμα!), ή άλλες ειδικές κατηγορίες κρίσιμες για τη λειτουργία της εκπαίδευσης (Ειδική Αγωγή, ΕΕΠ-ΕΒΠ, Παράλληλη, Ενισχυτική, Μουσικά, Καλλιτεχνικά, κ.ά.) που κάθε χρόνο απαιτούν δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικών.

Κάτω από την πίεση, λοιπόν, αφενός των εκπαιδευτικών σωματείων καθώς και κάτω από το βάρος των ανυπέρβλητων προβλημάτων που θα είχε να αντιμετωπίσει από την ύπαρξη του μεγαλύτερου αριθμού κενών (πάνω από 50.000) στην έναρξη του νέου σχολικού έτους, το ΥΠΑΙΘ οδηγήθηκε στην απόφαση του μόνιμου διορισμού, σε μια φάση, 11.700 εκπαιδευτικών (αριθμός μεγαλύτερος από αυτόν που είχε ανακοινώσει σε δυο φάσεις: 5.250 το 2021 και 5250 το 2022).

Αθέατες πλευρές

Ωστόσο, είναι προφανές και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η εξαγγελία αυτή των 11.700 μόνιμων διορισμών θα συνοδεύεται από την επιχείρηση επιβολής επαχθών μέτρων για την εκπαίδευση (το νομοσχέδιο που ψηφίζεται μέσα στον Ιούλη). Μιλάμε για την πλέον αντιδραστική τομή στην Εκπαίδευση, με στόχαστρο τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, ένα σχολείο που συνδυάζει το ιδιωτικοοικονομικό επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας με την αυταρχική λογική γυμνασιάρχη του ’50, βαθέματος της ταξικής διαφοροποίησης, της κατηγοριοποίησης και του ασφυκτικού ελέγχου. Και προφανώς οι νεοδιόριστοι θα είναι η πρώτη «πειραματική» ομάδα (ως πιο αδύναμοι και λιγότερο έμπειροι) πάνω στην οποία θα ξεκινήσει ο οδοστρωτήρας της αξιολόγησης μέσα από το ασφυκτικό πλαίσιο του διευθυντή του σχολείου, του νέου θεσμού του συμβούλου εκπαίδευσης και του λεγόμενου μέντορα.

Παράλληλα η εξαγγελία των μόνιμων διορισμών σαφώς συνδέεται με άλλες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις μέσα στο 2021 (πχ νέα έκρηξη πανδημίας και ενδεχόμενες εκλογές το Φθινόπωρο – χειμώνα) ενώ δεν πρέπει να είναι έξω από τον ορίζοντα της εκπαιδευτικής κοινότητας και ο σχεδιασμός που βρίσκεται πολύ καιρό τώρα στα συρτάρια του ΥΠΑΙΘ: η δραστική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των νέων διορισμένων εκπαιδευτικών με απώτερο στόχο την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων όλων των υπηρετούντων εκπαιδευτικών.

Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για τα παραπάνω θυμίζουμε ότι πολύ πρόσφατα, ο ΟΟΣΑ ήταν πολύ σαφής στην κυνικότητά του: «Οι ελληνικές αρχές πρέπει να χρησιμοποιήσουν την κρίση για την εφαρμογή μακροπρόθεσμων λύσεων, οι οποίες ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμες υπό διαφορετικές συνθήκες. Δύο τέτοιες πιθανές λύσεις είναι: α. Εισαγωγή πολλών κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων, παράλληλα με την κατηγορία των οργανικών θέσεων, και β. Αλλαγή των ισχυόντων κανόνων όσον αφορά την απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων».

Στη δε νέα του Έκθεση «Going for Growth 2021» για την αντιμετώπιση υποτίθεται της κρίσης του κορονοϊού όσο και των μακροπρόθεσμων προκλήσεων ο ΟΟΣΑ προτείνει για την εκπαίδευση μεταξύ άλλων την «σταδιακή μετατροπή των σημερινών συμβάσεων μονιμότητας των εκπαιδευτικών σε μακροχρόνιες συμβάσεις που θα ενισχύσουν και θα επιβραβεύσουν την αποδοτικότητα τους».

ΠΗΓΗ www.alfavita.gr

Προηγούμενο άρθροΜε το Ηράκλειο Κρήτης συνδέεται η Αλεξανδρούπολη!
Επόμενο άρθροΜε λαμπρότητα εορτάστηκε η μνήμη της Αγίας Κυριακής , στην Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως