Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

In memoriam

O Πρωτοπρεσβύτερος της Ιεράς Μητροπόλεως
Μαρωνείας και Κομοτηνής

Ζαφείριος Καραγκιοζάκης(1912- 2004)

Ένας κληρικός- Μία ιστορία εννέα δεκαετιών

Ως το της ψυχής ελάχιστον αντιδώρημα των επιγενομένων προς τους  προαπελθόντες αοιδίμους πολιούς κληρικούς, οι οποίοι ως αληθείς και ανυπόκριτοι πατέρες εσφάγισαν ανεξίτηλα, «του πνεύματος τη δυνάμει», την πνευματική και εν γένει περπατησιά μας στην ζωή, είναι έστω και δι΄ολίγων αράδων, η γραφή της μνημοσύνης του ονόματός τους και της όλης βιότης τους. Η «αναθηματική γραφή» λοιπόν «in memoriam» (εις μνήμην) αποτελεί οφειλομένη έκφραση τιμής και αναγνωρίσεως του ποιμαντικού έργου των διακονησάντων ιερέων μας στον αμπελώνα του Κυρίου, εάν αναλογισθεί κάποιος ότι οι ιερείς μας, οι τε ζώντες και κεκοιμημένοι- έχουν συνδέσει το όνομά τους με σημαντικές στιγμές της ζωής όλων μας, από την βάπτιση και τον γάμο μέχρι την μετοχή στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και την έξοδο προς την όντως αληθινή αιώνια εν Χριστω ζωή προσφιλεστάτων προσώπων μας. Αποτελούν συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της όλης επιγείου ζωής και πορείας μας μέσα στην αγιοπνευματική ζωή της Εκκλησίας και στις περιστροφές, ευχάριστες ή δυσάρεστες, του κόσμου τούτου.

Έναν τέτοιο παλαίφατο και αοίδιμο κληρικό μιάς άλλης εποχής της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής ανακαλεί στη μνήμη πολλών η αναθηματική αυτή γραφή τιμώσα τον μακαρία τη λήξει γενόμενο Πρωτοπρεσβύτερο Ζαφείριο Καραγκιοζάκη, ο οποίος υπήρξε κατά το πάλαι ο μακροβιότερος κληρικός της Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής που διηκόνησε επί έξι δεκαετίες το αναίμακτο θυσιαστήριο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού μέχρι την κοίμησή του (2004) ήταν η πρώτη χειροτονία του μόλις ενός έτους αρχιερατεύσαντος αοίδιμου Μητροπολίτου Μαρωνείας και Θάσου Σπυρίδωνος Αλιβιζάτου(1938- 1940) στο Νομό Ροδόπης.

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ζαφείριος Καραγκιοζάκης εγεννήθη την 25η Ιανουαρίου 1912 στην ελληνορθόδοξη  κοινότητα του Χρυσολίθου(Αλτίντας) της περιφέρειας Κεσσάνης του τμήματος Μακράς Γέφυρας( Ουζούν Κιοπρού) στην Ανατολική Θράκη. Ο Ζαφείριος ήταν ο δευτερότοκος υιός του Δημητρίου και της Σουλτάνας, ενώ τα άλλα δύο αδέλφια του ήταν ο Καριοφύλλης(1910) και η Σοφία(1920). Οι γονείς του ως αγρότες και κτηνοτρόφοι ήταν αρκετά εύποροι και έτσι τα παιδικά του χρόνια για τα δεδομένα της εποχής εκείνης δεν τα έζησε με στερήσεις.

Ο παππούς του Ζαφειρίου, ονόματι Χρήστος, υπήρξε αιρετός Μουχτάρης( Πρόεδρος) της ελληνορθοδόξου κοινότητος Χρυσολίθου επί 24 συναπτά έτη και επειδή έχαιρε της εκτιμήσεως Χριστιανών και Μουσουλμάνων, ο λόγος του εισακούετο και είχε ιδιαιτέρως βαρύνουσα σημασία στις πολιτικές και στρατιωτικές οθωμανικές αρχές της περιοχής.

Ως ιδιαιτέρας συμβολικής σημασίας ή προφητικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το παράδοξο γεγονός, το οποίο συνέβη κατά την βάπτιση του ιερέως Ζαφειρίου, όπως ο ίδιος το διηγήθηκε στον γράφοντα προ πολλών ετών και σε βαθύτατο γήρας. Όταν λοιπόν ετελέσθη το μυστήριο της βαπτίσεως στην Εκκλησία του χωριού και κατά την μέχρι προ ολίγων ετών επικρατούσα παράδοση και στα χωριά του Ν. Ροδόπης, όταν τα μικρά παιδιά προσέτρεξαν να ανακοινώσουν το όνομα του νεοφώτιστου τέκνου στο πατρικό σπίτι του, ο τότε Μπίν- Μπασής (Ταγματάρχης), ο οποίος είχε προσκληθεί από τον παππού του Ζαφειρίου, τον Χρήστο, στο εορταστικό τραπέζι της οικογενείας, εζήτησε από τον ανθυπασπιστή του το όπλο του από το άλογό του και στο άκουσμα του ονόματος του βαπτισθέντος νηπίου, επυροβόλησε στον αέρα τρεις φορές αναβοώντας με δυνατή φωνή την εξής όντως συγκλονιστική και προφητική φράση: «Μπου τσοτζούκ, παπάζ ολατζάκ», τουτέστιν «αυτό το παιδί θα γίνει παπάς», όπερ και εγένετο.

Ο Πατήρ Ζαφείριος μεγάλωσε στο χωριό του και επρόλαβε να τελειώσει μόνο τις τρείς τάξεις του εκεί λειτουργούντος ελληνικού σχολείου, επειδή κατά τον Οκτώβριο του 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την των Μεγάλων Δυνάμεων άδικη απόφαση για εκκένωση και παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στους Τούρκους, αναγκάσθηκε μαζί με την οικογένειά του να εγκαταλείψει οριστικώς την πατρώα γη των προγόνων του και να πάρει τον πολύπικρο δρόμο της προσφυγιάς, ο οποίος τους οδήγησε στην ελληνική Δυτική Θράκη.

Όταν η οικογένεια του Πατρός Ζαφειρίου πέρασε τον ποταμό Έβρο, εγκατεστάθη με τα λιγοστά υπάρχοντά της στο κεφαλοχώρι των Φερρών του Ν. Έβρου. Τότε όμως συνέβη το πρώτο τραγικό γεγονός στη ζωή του εφήβου Ζαφειρίου και της οικογένειας διότι έχασε τον πατέρα του Δημήτριο. Το γεγονός συνέβη ως εξής: Κατά το πρώτο χρονικό διάστημα, μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, αρκετοί πρόσφυγες Έλληνες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί σε  χωριά της Δυτικής Θράκης πλησίον του ποταμού Έβρου, κοντά στα σύνορα, πηγαινοέρχονταν στα πατρογονικά χωριά τους, που ευρίσκοντο σε μικρή απόσταση από τα σύνορα, όπως ήταν και το χωριό του πατρός Ζαφειρίου, προκειμένου να μεταφέρουν σιτάρι ή και άλλα υπάρχοντα του παλαιού νοικοκυριού τους από τα σπίτια τους, οπότε και ο παππούς του Χρήστος έστειλε τον πατέρα του μικρού Ζαφειρίου, τον Δημήτριο, να μεταφέρει κάποια ποσότητα σιτηρών και τα ζωντανά τους στις Φέρρες επειδή κατά την αναχώρησή τους τα είχαν κρατήσει οι Τούρκοι στρατιώτες.

Ο Δημήτριος Καραγκιοζάκης υπήκουσε στο πρόσταγμα του πατρός του και συνοδευόμενος από τον αδερφό του πατέρα του και θείο του, τον Πασχάλη, από έναν εργάτη και υπό την προστασία τριών Γάλλων στρατιωτικών με τους οποίους ο παππούς του Ζαφειρίου είχε συνεννοηθεί λόγω των καλών σχέσεων που είχε με κάποιους Γάλλους αξιωματικούς, πέρασε τον ποταμό Έβρο μαζί με τα άλλα πέντε άτομα και κατευθύνθηκαν όλοι στο χωριό Χρυσόλιθος όπου συνελήφθησαν από τους Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι όχι μόνον δεν τους επέτρεψαν να μεταφέρουν τα ζωντανά τους στην ελεύθερη ελληνική Δυτική Θράκη, αλλά και τους δολοφόνησαν. Έτσι άδικα έχασε την ζωή του ο Δημήτριος Καραγκιοζάκης και ο μικρός Ζαφείριος, όπως και τα άλλα δύο αδέρφια του, έμεινε ορφανός πατρός σε ηλικία 11 ετών, η δε χήρα μητέρα του, η οποία ήταν μόλις 28 ετών, απαρηγόρητη και σε απόγνωση έπρεπε να θρέψει και να ζήσει τρία ορφανά παιδιά σ’ έναν ξένο τόπο και χωρίς την παρουσία και την παρηγοριά του συζύγου της.

Η οικογένεια του μικρού Ζαφειρίου έμεινε στο κεφαλοχώρι των Φερρών για ένα έτος και το επόμενο έτος(1924) εγκατεστάθη μαζί με όλους τους άλλους τους άλλους κατοίκους του Χρυσόλιθου στο χωριό Παραδημή του Ν. Ροδόπης, το οποίο τότε ήταν ένα εγκαταλελειμμένο τσιφλίκι από τον μέχρι πρότινος διαβιούντα εκεί οθωμανό τσιφλικά. Στο σχολείο της Παραδημής, τελείωσε και τις τρείς άλλες τάξεις του Δημοτικού. Όπως μάλιστα διηγήθηκε στον γράφοντα ο ίδιος ο πατήρ Ζαφείριος, επειδή στο Δημοτικό σχολείο της Παραδημής υπήρχε κατ’ εκείνα τα έτη μόνο ένας διδάσκαλος και οι μαθητές του σχολείου ήταν πολυάριθμοι, ο διδάσκαλος είχε ορίσει να διδάσκει ο εφυής Ζαφείριος γραφή και ανάγνωση στους μαθητές των μικρότερων τάξεων, σύμφωνα το τότε επικρατούν σύστημα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου, επειδή ο ίδιος δεν προλάβαινε να διδάξει τα βασικά και στοιχειώδη στους μαθητές όλων των τάξεων του σχολείου. Παράλληλα όμως με το σχολείο, ο εργατικός και αποφασιστικός Ζαφείριος, παρά την μικρά ηλικία του, βοηθούσε την μητέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του στις σκληρές και επίπονες αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας για την εξασφάλιση του επιουσίου άρτου.

Κατά το έτος 1925, όταν ο Ζαφείριος ήταν 13 ετών, εδόθη η πρώτη ευκαιρία να συνεχίσει τις σπουδές του, αφού με εντολή του εθνάρχου Ελευθερίου Βενιζέλου αποφασίστηκε να αποστέλλονται οι άριστοι μαθητές των προσφυγικών οικογενειών στο εξωτερικό για να μορφωθούν και να επιλέξουν την επιστήμη της αρεσκείας τους. Τότε επισκέφτηκε το Δημοτικό Σχολείο της Παραδημής μία Επιτροπή, αποτελούμενη από τον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμο(1922-1938), τον Γενικό Διοικητή Θράκης και τον Επιθεωρητή πρωτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, οι οποίοι εζήτησαν από τον διδάσκαλο του χωριού να τους προτείνει έναν αριστούχο μαθητή προκειμένου να σπουδάσει με υποτροφία στο εξωτερικό. Ο διδάσκαλος πρότεινε τον νεαρό Ζαφείριο και η επιτροπή εδέχθη την πρότασή του, αλλά δυστυχώς επειδή ο Ζαφείριος ήταν μικρός σε ηλικία και οι συγγενείς της μητρός του ήταν αντίθετοι στην προοπτική της φυγής του στο εξωτερικό για σπουδές, η χήρα μητέρα του φοβούμενη μήπως στερηθεί το παιδί της, όπως τον αδικοχαμένο σύζυγό της, δεν του επέτρεψε να φύγει μακριά της και έτσι απωλέσθη άδικα η πρώτη του ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή. Τα έτη παρήρχοντο και ο Ζαφείριος συνέχισε να ζει στην Παραδημή και να εργάζεται ως αγρότης και κτηνοτρόφος στην περιουσία της οικογένειάς του.

Το έτος 1933 ο Ζαφείριος Καραγκιοζάκης κατετάγη ως στρατιώτης στον 1ο Λόχο Πεζικού στην Κομοτηνή και με πρόταση του Διοικητού του, Λοχαγού Ιωάννου Χιωτάκη, έλαβε τον βαθμό του Αρχιλοχία και από την θέση αυτή είχε ως εκπαιδευτής υπό τις διαταγές του 335 Ουλαμίτες από τους δύο όμορους Νομούς Ροδόπης και Ξάνθης. Το 1934 με πρόταση του Διοικητικού του Ιωάννη Χιωτάκη, ο Ζαφείριος, μετέβη στην Αθήνα προκειμένου να δώσει εξετάσεις στο ΚΕΒΟΠ μαζί με άλλους 65 υποψηφίους από  τους οποίους επέτυχαν μόνο οι 7, μεταξύ αυτών και ο Αρχιλοχίας Ζαφείριος. Ο ίδιος είχε εξετασθεί προφορικά και το βράδυ της ίδιας ημέρας όταν έγραφε την ημερήσια διαταγή, του ανεκοινώθη η επιτυχία του στις εξετάσεις καθώς και η δυνατότητα να μεταβεί στην Αμερική και να σπουδάσει με υποτροφία για 4 έτη στρατιωτικές και για 2 έτη πολιτικές Επιστήμες. Τα αδέλφια όμως της μητρός του έπεισαν και πάλι την ίδια να μην του επιτρέψει να φύγει στο εξωτερικό, αλλά και ο ίδιος καίτοι επιθυμούσε διακαώς να αξιοποιήσει την ευκαιρία αυτή που του εδίδετο, εντούτοις βαθιά μέσα στην καρδιά του και από σεβασμό προς την χήρα μητέρα του, η οποία δεν είχε ξαναπαντρευτεί και είχε αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών της, δεν ήθελε να την εγκαταλείψει. Έτσι παρήλθε και η δεύτερη ευκαιρία για μιά καλύτερη ζωή. Φαίνεται ότι ο «προφητικός» λόγος του οθωμανού Μπιν- Μπασή, κατά την βάπτισή του, ότι «αυτό το παιδί θα γίνει παπάς», έβαινε σταθερά προς την πραγματοποίησή του.

Ο Ζαφείριος Καραγκιοζάκης επεράτωσε την στρατιωτική του θητεία το έτος 1934 και στη συνέχεια ενυμφεύθη την Παναγιώτα Μποντότση από τις Φέρρες του Ν. Έβρου με την οποία απέκτησε έξι αγόρια, ήτοι τους Ευθύμιο, Ευάγγελο, Δημήτριο, Χρήστο και τους δίδυμους Βάϊο και Πασχάλη. Ο ίδιος συνέχισε να εργάζεται σκληρά στην Παραδημή ως αγρότης και κτηνοτρόφος για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του.

Το έτος 1938 ο πρώτος ο οποίος έκαμε λόγο στον νεόνυμφο Ζαφείριο Καραγκιοζάκη να δεχθεί το μυστήριο της ιερωσύνης, ήταν ο τότε γηραιός εφημέριος του χωριού Μεγάλου Κρανοβουνίου αοίδιμος Ιερεύς Αλέξανδρος. Ήδη στις 21 Μαΐου του 1938 είχε αποβιώσει ο πρώτο ιερεύς της ενορίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Παραδημής, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στην συγκεκριμένη ενορία υπό του Μητροπολίτου Μαρωνείας Άνθιμου Δ΄(1922- 1938) όντας χειροτονημένος ιερεύς και εφημέριος της ενορίας του χωριού Χρυσόλιθος της Ανατολικής Θράκης, πριν ακόμη επισυμβεί η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών (1922-1923).

Στη συνέχεια ο μακαριστός ιερεύς Αλέξανδρος επρότεινε τον Ζαφείριο Καραγκιοζάκη ως υποψήφιο ιερέα στον τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας και Θάσου Άνθιμο Δ΄(1922-1938), τον από Βιζύης και Μηδείας. Εκείνος έκαμε δεκτή την σχετική πρόταση του π. Αλεξάνδρου και έτσι ο υποψήφιος προς χειροτονία Ζαφείριος ενεγράφη στην λειτουργούσα κατά την περίοδο εκείνη Προπαρασκευαστική Ιερατική Σχολή της Κομοτηνής, την οποία είχε ιδρύσει ο Μαρωνείας Άνθιμος, και επί ένα έτος παρηκολούθησε τα βασικά θεολογικά και λειτουργικά μαθήματα για την κατάλληλη κατάρτιση και προετοιμασία του προς χειροτονία.

Στις αρχές του έτους 1939 ο Ζαφείριος επεράτωσε την φοίτησή του στην Προπαρασκευαστική Ιερατική Σχολή της Κομοτηνής και ήταν έτοιμος προς χειροτονία, επειδή όμως είχε αποβιώσει αιφνιδίως ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος (†1938), η χειροτονία του καθυστέρησε και τελικώς ο νεοεκλεγείς και αυστηρός Μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου Σπυρίδων Αλιβιζάτος(1938-1940) εχειροτόνησε «εις Διάκονον» τον Ζαφείριο Καραγκιοζάκη κατά μήνα Σεπτέμβριο του 1939, στον Ιερό Ναό Προφήτου Ηλίου Πανδρόσου και μετά από ένα μήνα, στις 15 Οκτωβρίου του 1939, τον εχειροτόνησε «εις Πρεσβύτερον» στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου της ενορίας των Υφαντών.

Εν προκειμένω, άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι ο π. Ζαφείριος ως υποψήφιος ακόμη προς χειροτονία έλαβε το προαπαιτούμενο σχετικό έγγραφο της λεγόμενης «συμμαρτυρίας», δηλαδή το επίσημο τρόπον τινά έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται η με πνευματικά και κανονικά κριτήρια καταλληλότητα του υποψηφίου προς χειροτονία από κάποιο γηραιό και σεβάσμιο πνευματικό γέροντα, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε ο Εφημέριος της Κοινότητος Ξυλαγανής αοίδιμος Ιερεύς π. Παύλος Χριστίδης, τον οποίο ο μακαριστός π. Ζαφείριος μέχρι το τέλος της ζωής του εμνημόνευσε με συγκίνηση. Προηγουμένως μάλιστα κατά το επικρατούν έθος, διεξήχθησαν εκλογές από τους κατοίκους- ενορίτες της Παραδημής, επειδή ήταν δύο οι υποψήφιοι προς χειροτονία και διορισμό στην χηρεύουσα αυτή ενορία, οπότε ο π. Ζαφείριος συγκέντρωσε στο πρόσωπό του το 65% των ψήφων των ενοριτών και έτσι άνοιξε ο δρόμος για την χειροτονία του και την άμεση τοποθέτησή του στην ενορία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Παραδημής. Όταν ο νεοχειροτονηθείς π. Ζαφείριος ανέλαβε τα ποιμαντικά- ιερατικά του καθήκοντα στην ενορία της Παραδημής, το χωριό δεν διέθετε Εκκλησία. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών και την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης είχε παραχωρήσει βέβαια οικόπεδα στους πρόσφυγες για να ανεγείρουν τα σπίτια τους, αλλά επειδή τόσο οι οικονομικές δυνατότητες της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας όσο και της ενορίας της Παραδημής ήταν ισχνές, δεν είχε ανεγερθεί ακόμη ευπρεπής ναός στο χωριό.

Όταν οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Παραδημή, κατοικούσαν αρχικώς σε σκηνές και η θεία λειτουργία ετελείτο από τον τότε Ιερέα π. Ευάγγελο(† 1938) σε σκηνή. Στη συνέχεια και μέχρι την περίοδο κατά την οποία διορίστηκε ο π. Ζαφείριος ως εφημέριος της Παραδημής, ως Εκκλησία εχρησιμοποιείτο μία παλαιά πλινθόκτιστη αποθήκη η οποία είχε ανεγερθεί από τον μέχρι το 1922 οθωμανό τσιφλικά του χωριού Παραδημή(τουρκιστί Μουρχάν), ο οποίος ονομάζετο Γιουσουίν Εφέντης και προ της εγκαταστάσεως των προσφύγων στο χωριό, ήταν ο μόνος ιδιοκτήτης των εκτάσεων γης της περιοχής που ανήκε στο τσιφλίκι του.

Ο π. Ζαφείριος, κατόπιν της σχετικής αδείας της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας, σε συνεργασία με τους κατοίκους της Παραδημής άρχισε την ανοικοδόμηση της πρώτης Εκκλησίας του χωριού κατά το έτος 1950. Ο ναός εθεμελιώθη υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας και Θάσου Βασιλείου(1941- 1952) και ανεκαινιάσθη υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας Τιμοθέου Ματθαιάκη(1954- 1974) κατά το έτος 1954, ήτοι ολίγους μήνες μετά από την εκλογή και εγκατάστασή του στην ακριτική Μητρόπολη Μαρωνείας. Η Εκκλησία αφιερώθηκε στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη επειδή και στο χωριό Χρυσόλιθος της Ανατολικής Θράκης απ’ όπου προήλθαν οι πλείστοι των προσφύγων κατοίκων της Παραδημής, η Εκκλησία ήταν αφιερωμένη στους προειρημένους Αγίους των οποίων την εφέστια ιερά εικόνα μετέφεραν μαζί τους και μετά πάσης ευλαβείας και προσοχής οι εκτοπισθέντες πρόσφυγες όταν πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Στη νέα Εκκλησία για την ανοικοδόμηση της οποίας ηργάσθη με «προσωπική εργασία» και ο τότε έφηβος πατέρας του γράφοντος, Ελευθέριος Ιω. Σιδηράς, αποθησαυρίστηκαν τα ιερά κειμήλια της Εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Χρυσολίθου, ήτοι εικόνες(φορητές και μεγάλες), Ευαγγέλια, δισκοπότηρα, εξαπτέρυγα, άμφια, επιτάφιος, λειτουργικά βιβλία, κολυμβήθρα, κουβούκλιο του επιταφίου, ο δεσποτικός θρόνος και φυσικά η ιστορική καμπάνα από την πατρογονική γή, που όμως αντεκατεστάθη αργότερα λόγω της φθοράς της.

Κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής(1941- 1944) ο π. Ζαφείριος εκλήθη υπό του τότε σχισματικού Βουλγαροεξαρχικού Μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως Κυρίλλου, ο οποίος είχε εγκατασταθεί ως Έξαρχος στη Δυτική Θράκη, μετέπειτα δε εξελέγη Πατριάρχης Σόφιας και Πάσης Βουλγαρίας, και έγινε δέκτης της δόλιας προτάσεώς του να λάβει της βουλγαρική υπηκοότητα και να λειτουργεί ως Βούλγαρος ιερεύς στην βουλγαρική γλώσσα μισθοδοτούμενος  κατά την περίοδο εκείνη της δεινής πείνας με το τεράστιο χρηματικό ποσό των 11.000 λέβα.

Ο αοίδιμος π. Ζαφείριος ηρνήθη να προδώσει την πατρίδα και την Ορθόδοξη Εκκλησία του υπομείνας τις συνέπειες της αδούλωτης συνειδήσεως και αντιστάσεώς του. Οι Βούλγαροι κατακτητές με την βία των όπλων τού απηγόρευσαν πάραυτα να λειτουργεί στην Εκκλησία της Παραδημής και εγκατέστησαν επί τέσσερα έτη(1941- 1944) στην εν λόγω ενορία ένα σχισματικό βουλγαροεξαρχικό ιερέα, τον π. Πέτρο. Στη συνέχεια, κατά την προσφιλή τακτική τους, έκλεβαν βιαίως τα σιτηρά του π. Ζαφειρίου, όπως και όλων των άλλων Ελλήνων Χριστιανών Ορθοδόξων  της περιοχής, οπότε ο ιερεύς με τα έξι παιδιά, την πρεσβυτέρα και την μητέρα του, αναγκάζοταν, όπως ο ίδιος διηγήθηκε προ πολλών ετών στον γράφοντα, να θερίζουν ακόμη και νύχτα, προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω και ελάχιστο σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς.

Οι Βούλγαροι κατακτητές εξόρισαν τον π. Ζαφείριο δύο φορές και για λίγες ημέρες στην Βουλγαρία, κατόπιν των κατευθυνόμενων συκοφαντιών τις οποίες είχαν εκστομίσει εναντίον του οι διάφοροι βουλγαρογραμμένοι καλοθελητές της περιοχής. Τελικώς ο π. Ζαφείριος επανήλθε στην οικογένειά του, ύστερα από τις ενέργειες του Αρχιερατικού Επιτρόπου της Μητροπόλεως Μαρωνείας και ανεψιού του σχισματικού βουλγαροεξαρχικού Μητροπολίτου Κυρίλλου, Πρωτοπρεσβυτέρου Μαξίμου.

Μετά την βουλγαρική κατοχή ο π. Ζαφείριος ανέλαβε κανονικώς τα ιερατικά καθήκοντά του στην ενορία της Παραδημής και στα επόμενα έτη για μικρά χρονικά διαστήματα διηκόνησε και στις ενορίες της Κρωβύλης και της Διώνης. Εχειροθετήθη δε Οικονόμος υπό του αοιδίμου  Μητροπολίτου Μαρωνείας Βασιλείου (1941-1952) και Πρωτοπρεσβύτερος υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Μαρωνείας Δαμασκηνού(1974-2012).

Ως ιερεύς επεσκέφθη τρείς φορές την Αμερική όπου ζει μέχρι και σήμερα ο υιός του Βάϊος(φαρμακοποιός), δύο φορές την Ιταλία όπου ζούσε ο υιός του Πασχάλης(φαρμακοποιός) και επί τέσσερα έτη πηγαινοερχόταν στην Βιέννη λόγω της ανιάτου ασθενείας του εγγάμου υιού του Χρήστου, ο οποίος εκοιμήθη το έτος 1981.

Η σεμνή και αξιοπρεπής Πρεσβυτέρα του Παναγιώτα εκοιμήθη το έτος 1991 και το αυτό έτος εσυνταξιοδοτήθη και ο ίδιος, αλλά συνέχισε να λειτουργεί στην Εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Παραδημής μέχρι το έτος 1994. Υποστάς εγκεφαλικό επεισόδιο απεσύρθη και εφησύχαζε στην εν Παραδημή οικία του πλησίον της οικογενείας του υιού του Πασχάλη. Προ της κοιμήσεώς του ανέθεσε στον γράφοντα την διανομή των ιερατικών αμφίων του σε διαφόρους κληρικούς της Μητροπόλεως Μαρωνείας, όπερ και εγένετο. Εκοιμήθη το έτος 2004 και ετάφη στο Κοιμητήριο της Παραδημής. Επί δε του τάφου του, σε γενομένη σχετική συζήτηση προ της κοιμήσεώς του μετά του γράφοντος τις ταπεινές αυτές αράδες μνημοσύνης, αγάπης και τιμής, εζήτησε και εχαράχθη η φράση από το Σύμβολο της Πίστεως: «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Είη η μνήμη αυτού αιωνία και άληστος.

Προηγούμενο άρθροΑΠΑΝΤΗΣΗ του Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δ.Ρίζου στον Πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου κ.Ασπιώτη μετά τη συνέντευξη του στον Maximum Fm 93.6
Επόμενο άρθροΗμερίδα της ΧΙΙ Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Πεζικού «ΕΒΡΟΥ» με θέμα «Ναρκωτικά – Μια Συνεχιζόμενη Μάστιγα – Πρόληψη και Τρόποι Αντιμετώπισής τους»