Τί συμβαίνει με το “Σπίτι μου”;

Δεν είναι απαραίτητο να είσαι οικονομολόγος για να αντιληφθείς το αυτονόητο. Ότι, αν η προσφορά ενός προϊόντος παραμένει σταθερή στην αγορά και αυξάνει η ζήτησή του, τότε και η τιμή του αυξάνει Αν μάλιστα η ζήτησή του πριμοδοτείται, οι τιμές δεν αυξάνουν απλά αλλά εκτοξεύονται, ότι συμβαίνει στη χώρα μας με την κατοικία. Βγαίνει όμως ο πρωθυπουργός και επαίρεται ότι μετά το πρόγραμμα “Σπίτι μου” για την αγορά κατοικίας με χαμηλότερο επιτόκιο για τους νέους μέχρι 39 ετών για ακίνητα παλαιότερα της 15ετίας για το οποίο διατέθηκε 1 δις ευρώ, θα ακολουθήσει και νέο πρόγραμμα ύψους 2 δις ευρώ για αγοραστές ηλικίας 40 – 50 ετών, με άλλα λόγια θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση Έτσι ενώ η κυβέρνηση προβάλλει ως κοινωνική πολιτική τη χορήγηση δανείων με χαμηλό επιτόκιο, το υποτιθέμενο όφελος όχι μόνον εκμηδενίζεται αλλά ο αγοραστής λόγω της εκτόξευσης της τιμής αγοράς θα πληρώσει συνολικά περισσότερα για τόκους και η κατοικία θα του στοιχίσει πολύ ακριβότερα συγκριτικά με τις τιμές που προϋφίσταντο της οικιστικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία με το πρόγραμμα “Σπίτι μου” αύξησε τις τιμές στα παλιά ακίνητα σε ελάχιστο χρόνο κατά 50 – 80%. Και όμως οι νέοι, όσοι μπορούν λόγω εισοδήματος να ανταποκριθούν στους όρους του προγράμματος, σπεύδουν και αγοράζουν τα παλιά διαμερίσματα έστω και σε κάκιστη κατάσταση και πανάκριβα. Η πολιτική της κυβέρνησης για την κατοικία δεν τους αφήνει άλλη δυνατότητα.  Η ενοικίασή κατοικίας έχει πολύ υψηλό κόστος και είναι δυσεύρετη. Διότι η βραχυχρόνια μίσθωση των ακινήτων, το airbnb, αλλά και η πολιτική της Χρυσής Βίζας  έχουν περιορίσει τη διαθεσιμότητα ακινήτων, εκτοξεύοντας το κόστος για μακροχρόνια μίσθωση αλλά και αγορά. Σε αυτά προστέθηκε και το “Σπίτι μου” αυξάνοντας περαιτέρω τη ζήτηση Τί παραβλέπει η κυβέρνηση; Ότι ο ιδιοκτήτης που διαθέτει ένα ή περισσότερα ακίνητα για βραχυχρόνια μίσθωση, διαθέτει μια κατοικία όπου διαμένει μόνιμα και έχει τη δυνατότητα εκμεταλλευόμενος την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του με μακροχρόνια μίσθωση να έχει και ένα σημαντικό πρόσθετο εισόδημα. Η βραχυχρόνια μίσθωση του δημιουργεί την ψευδαίσθηση εύκολου πλουτισμού για αυτό υπάρχει αυτή η μεγάλη έλλειψη κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση με συνέπεια την εκτόξευση των ενοικίων. Και όσοι δεν έχουν ούτε μόνιμη κατοικία, όπως οι νέοι, πώς θα επιβιώσουν;. Τις συνθήκες επιδείνωσε η κυβέρνηση και με τη Χρυσή Βίζα  για την αγορά ακινήτων από υπηκόους τρίτων χωρών με αντάλλαγμα την άδεια διαμονής και ελεύθερης διακίνησης στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όσο μάλιστα αυξάνει το ελάχιστο ποσόν για τη χορήγηση της χρυσής βίζας άλλο τόσο αυξάνουν οι τιμές των ακινήτων και λαμβάνουν διαστάσεις “φούσκας”. Για να επιτύχει το πρόγραμμα “Σπίτι μου” τους στόχους που εξαγγέλθηκαν προϋποθέτει και τον περιορισμό του airbnb και τη διακοπή της Χρυσής Βίζας, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Όμως, να μην προσπορίζεται το κράτος τα κέρδη που απορρέουν από τη Χρυσή Βίζα και τη φορολογία από το airbnb; Ο Ντάνι Ρόντρικ έγραφε πως “αν τα οικονομικά ασχολούνταν αποκλειστικά με τη μεγιστοποίηση του κέρδους, δεν θα διέφεραν σε τίποτα πλην του ονόματος από τη διοίκηση επιχειρήσεων. Τα οικονομικά όμως είναι κοινωνική επιστήμη, και η κοινωνία διαθέτει και άλλα μέσα λογιστικής κόστους πέρα από τις τιμές αγοράς”

Αυτό βέβαια δεν ενδιαφέρει την κυβέρνηση, όπως αποδεικνύει η αντιφατική της πολιτική . Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι μόνον η επανεκλογή της στην κυβερνητική εξουσία. Επιδιώκει να ικανοποιήσει ευρείς κοινωνικές ομάδες με το airbnb και τη Χρυσή Βίζα, ώστε (μαζί με τις πελατειακές σχέσεις που καλά κρατούν) να εξασφαλίζει ένα εκλόγιμο ποσοστό. Αν όχι 40,55%, όπως τον Ιούνιο του 2023, να εξασφαλίζει ένα τέτοιο ποσοστό ώστε με την σύμπραξη ενός ακροδεξιού κόμματος, που πληθαίνουν στη χώρα μας, να εξασφαλίζει την παραμονή στην εξουσία.  

Όμως για μια οικονομία που δεν παράγει και επικεντρώνεται στα ακίνητα αγνοώντας την παραγωγική της διάσταση, ακολουθούν οδυνηρές συνέπειες. Διότι όπως μας λέει ο Ντέιβιντ Χάρβει  οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν τη δύναμη να σηκώνουν ορόφους, αλλά “δεν μπορούν να κάνουν ένα κτίριο να αποδώσει χρήματα”. Το αποτέλεσμα; Όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο «Δρόμοι και τρόποι του κόσμου», στο κεφάλαιο «Πόλεις: οι ρίζες των οικονομικών κρίσεων», «οι εκρήξεις στις αγορές ακινήτων που προηγήθηκαν των κραχ του 1929, του 1973, του 1987 και του 2000 (και του 2007) ξεχωρίζουν σαν μύγες μες το γάλα». Ας μη ξεχνάμε πως ολόκληρη τη δεκαετία του 2000 η αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα μας που στηρίχτηκε στην κατανάλωση και στην ανοικοδόμηση ενώ η χώρα απαξιώνονταν παραγωγικά, προσέγγιζε ετήσια το 4,5%, οδήγησε όμως στη μεγάλη κρίση η οποία διέλυσε κυριολεκτικά τη χώρα. 

 

Προηγούμενο άρθροΕκδηλώσεις στην Αλεξανδρούπολη με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών
Επόμενο άρθροΟ θερινός κινηματογράφος Φλοίσβος ξεκινάει τις καλοκαιρινές προβολές