Από τη στιγμή που παρενέβη η καγκελάριος της Γερμανίας κατά την πρώτη έξοδο του “Ορούτς Ρέις” προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία και αποκλιμακώθηκε η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, με την αποχώρηση του ελληνικού και του τουρκικού στόλου που είχαν αντιπαραταχτεί νότια του Καστελλόριζου εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ήταν ολοφάνερο ότι η συμφωνία της χώρας μας με την Αίγυπτο για την τμηματική οριοθέτηση της ΑΟΖ, λίγες μόλις ημέρες μετά την γερμανική παρέμβαση, θα δυναμίτιζε αυτή την προσπάθεια. Με αποτέλεσμα μια διπλωματική επιτυχία της Αθήνας που αξιοποίησε την επιδείνωση των τουρκοαιγυπτιακών σχέσεων, να σηματοδοτήσει μέσα σε λίγες ημέρες, λόγω του χρόνου ανακοίνωσής της, μια νέα έξοδο του “Ορούτς Ρέις” και τη νέα αντιπαράθεση του στόλου των δύο χωρών στην ίδια περιοχή.

Όμως η ένταση νότια του Καστελλόριζου αναδεικνύει τον μαξιμαλισμό των επιδιώξεων  των δύο χωρών. Από τη μια η Τουρκία μηδενίζει την επήρεια του Καστελόριζου και την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια του τουρκολιβυκού συμφώνου ενώ από την άλλη η χώρα μας επιμένει να προσδίδει σε ένα μικρό νησί έκτασης 10 τ.χλμ., σε ελάχιστη απόσταση από τις τουρκικές ακτές και μακριά από το νησιώτικο σύμπλεγμα του Αιγαίου, πλήρη επήρεια 40.000 τ.χλμ., καίτοι πρόσφατα στην οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία καθώς και στη μερική οριοθέτηση με την Αίγυπτο δέχθηκε μειωμένη επήρεια των ελληνικών νησιών. Όμως, πότε οριοθετήθηκε η ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας – Κυπριακής Δημοκρατίας ώστε άπαντες να διαμαρτύρονται για την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους;

Ποιές ήταν οι αντιδράσεις στη νέα όξυνση; Το Βερολίνο το οποίο είχε αναλάβει κατά την πρώτη έξοδο του “Ορούτς Ρέις” τη διαμεσολαβηση ανάμεσα στις δύο χώρες, χαρακτήρισε ως “διαφιλονικούμενα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας” τα εθνικά μας συμφέροντα που διακυβεύονται στην περιοχή ενώ οι ΗΠΑ εξέφρασαν την ανησυχία τους για τις έρευνες φυσικών πόρων της Τουρκίας σε περιοχές στις οποίες η Ελλάδα και η Κύπρος “διεκδικούν” δικαιοδοσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Να θυμίσουμε ότι πρόσφατα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε ως “διαφιλονικούμενα νερά” την επίμαχη θαλάσσια περιοχή ενώ παλιότερα η Βρετανία υποστήριξε ότι οι τουρκικές γεωτρήσεις του “Γιαβούζ” εντός της κυπριακής ΑΟΖ γίνονται σε περιοχές αμφίβολης κυριαρχίας, αμφισβητώντας ευθέως τα κυριαρχικά δικαιώματα που προέβαλε η Κυπριακή Δημοκρατία ως ΑΟΖ.

Όμως η επιλογή της χώρας μας να προτάξει την ανακοίνωση της συμφωνίας μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο έναντι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με τη διαμεσολάβηση του Βερολίνου, διότι η συμφωνία θα μπορούσε να ανακοινωθεί στην περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, θέτει ένα ερώτημα: Μπορεί η Αθήνα να προχωρήσει σε απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα; Ή μήπως έχει δεσμεύσεις έναντι ευρωπαϊκών δυνάμεων, συνεπεία της κρίσης και όχι μόνον, που επιθυμούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή με όχημα τις ελληνοτουρκικές διαφορές, με αποτέλεσμα να απεργάζονται τη συνεχή όξυνσή τους; Διότι, ολοφάνερα, με τις συνεχείς αποφάσεις της ΕΕ με υποβολέα τα γαλλικά συμφέροντα, που προωθούνται χάριν της ισορροπίας του γαλλογερμανικού άξονα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν σημαντική παράμετρο των τουρκοδυτικών σχέσεων

Ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό Βάθος», από το 2001, δηλαδή μετά το Ελνσίνκι, όπου είχε δρομολογηθεί η ελληνοτουρκική προσφυγή στη Χάγη, διαπίστωνε: «Η αμοιβαία αδυναμία της Τουρκίας και της Ελλάδας, που συνεχώς παρακολουθούν η μία την άλλη, στα πλαίσια του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης σε σοβαρό βαθμό από τις άλλες χώρες τη στιγμή που χρειάστηκε. Αυτή η εκμετάλλευση μετέτρεψε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πρωτίστως σε σημαντική μεταβλητή των τουρκοδυτικών σχέσεων…». Και συνέχιζε: «Η Τουρκία δεν μπορεί να παραμελήσει ποτέ την Κύπρο.  Ωστόσο δεν μπορεί να δεσμεύσει έναν ολόκληρο άξονα εξωτερικής πολιτικής σε ένα γεγονός που κατά τακτά χρονικά διαστήματα εμφανίζεται στην επικαιρότητα με καθοδηγούμενες και τεχνητές κορυφώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα δοθεί η ευκαιρία στις μεγάλες δυνάμεις, που γνωρίζουν την αδυναμία της Τουρκίας στα θέματα της Ελλάδας και της Κύπρου, να χρησιμοποιούν την αδυναμία της αυτή, έτσι ώστε να προκαλείται ανησυχία στην Τουρκία κάθε φορά και σε κάθε συγκυρία κατά την οποία οι υπολογισμοί της εξωτερικής πολιτικής [των εν λόγω χωρών] συγκρούονται με αυτήν». Αυτό συμβαίνει σήμερα, αλλά το κόστος εκ μέρους της ΕΕ καλείται να το πληρώσει η Ελλάδα.

Γιαυτό, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από τις ηγεσίες της Ελλάδας και της Τουρκίας, ότι για να οριοθετηθούν η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ ανάμεσα στις δύο χώρες υπάρχει ένας δρόμος μόνον: Θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία μεταξύ τους ή από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όλα τα άλλα περιττεύουν!

Μακροδημόπουλος Δημήτρης

Προηγούμενο άρθροΓιατί να επιλέξω το άθλημα του Στίβου για το παιδί μου; (του Κων/νου Πατερόπουλου)
Επόμενο άρθροΤοποθέτηση της Λαϊκής Συσπείρωσης στο Δημοτικό Συμβούλιο (10/8/2020) για την έγκριση του σχεδίου «ΙΟΛΑΟΣ»