Εορτή της Ινδίκτου και απαρχή του νέου εκκλησιαστικου έτους

Ημέρα αφιερωμένη στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της κτιστής δημιουργίας

Κείμενα του Ιωάννη Ελ. Σιδηρά  (Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός)

για την θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματος

==========================================

Η Αγία και Μεγάλη εν Κρήτη Σύνοδος της Ορθοδοξίας για την οικολογική κρίση

  • Οι από ετών πρωτοποριακές και καινοτόμες οικολογικές πρωτοβουλίες του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελούν πλέον επικυρωμένες θεολογικές θέσεις της Αγίας και Μεγάλης εν Κρήτη Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία επισήμως αποστέλλει ανά την υφήλιο μήνυμα και λόγο «Οικολογικής Θεολογίας» ή «Θεολογικής Οικολογίας»
  • Στο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, υπό τον τίτλο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον» ορίζεται η έννοια της «οικολογικής κρίσεως» καθώς και τα αίτια που την προκαλούν, ενώ προτείνεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μέσω της Ορθοδόξου Αγιοπατερικής Θεολογίας, η ενδεδειγμένη στάση του Χριστιανικού -και όχι μόνο- κόσμου έναντι της κτιστής δημιουργίας

Η Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, ήτοι το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως «αειλαμπής και αείφωτος οφθαλμός» και «ευήκοον ους» διαχρονικώς παρατηρεί τα «σημεία των καιρών» και αφουγκράζεται τα μηνύματα της κάθε εποχής προκειμένου να επικαιροποιεί τον «Λόγον της Αληθείας» και να μετουσιώνει την Αγιοπατερική Ορθόδοξη Θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας σε συνείδηση, βίωμα και πράξη απαντώντας στα υπαρξιακά – οντολογικά – ερωτήματα και αιτήματα του ανθρώπου κάθε εποχής, και μεριμνώντας όχι μόνο για την έλλογη, αλλά και για την άλογη κτιστή δημιουργία του Θεού.

Στο πλαίσιο λοιπόν της αγιοπατερικής θεολογίας και παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από πολλών ετών αναδείχθηκε ρηξικέλευθα πρωτοπόρο και ουσιαστικά καινοτόμο στις οικολογικές πρωτοβουλίες του όχι μόνο στον Ορθόδοξο αλλά και εν γένει στον χριστιανικό κόσμο καθώς πρωτοστάτησε στην ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης για την αντιμετώπιση του λεγόμενου οικολογικού προβλήματος ή της οικολογικής κρίσεως, αρχής γενομένης, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος κατά την ιστορικής σημασίας συνεδρία της 6ης Ιουνίου 1989 όρισε και αφιέρωσε την 1η Σεπτεμβρίου, η οποία είναι η εόρτιος ημέρα της «Αρχής της Ινδίκτου», ήτοι η απαρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Είναι γεγονός ότι μέχρι τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε στρέψει την προσοχή και μέριμνά της και δεν είχε αναλάβει ρηξικέλευθες και καινοτόμες πρωτοβουλίες για την ανάσχεση της ραγδαίας καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος από τον σύγχρονο υπερκαταναλωτή και ακραία υλιστή άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι ουσιαστικά συνειδητοποιημένος «οικολόγος» αλλά αυτοκαταστροφικά «οικοκτόνος». Έκτοτε, όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ιδιαιτέρως στο πρόσωπο του Πρωτοθρόνου Προκαθημένου της Ορθοδοξίας, Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαθολομαίου Α΄ έχει να επιδείξει αξιόλογες οικολογικές πρωτοβουλίες με την οργάνωση των Οικολογικών Επιστημονικών Συμποσίων στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης και των υψηλότατου  επιπέδου Διεθνών Επιστημονικών «εν Πλω» Συνεδρίων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσεως, που ευαισθητοποίησαν τις μέχρι τότε αποστασιοποιημένες λοιπές κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, τους αρχηγούς κρατών και Κυβερνήσεων, τους Διεθνείς Οργανισμούς και φορείς, καθώς και την διεθνή κοινή γνώμη. Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι στις 18 Ιουνίου 2015 ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος Α΄ εξέδωσε παπική εγκύκλιο (Landato Si), η οποία αναφέρεται στο σεβασμό και την προστασία της δημιουργίας καθώς και στη σχέση της Λατινικής Εκκλησίας με την αειφόρο ανάπτυξη, ενώ κατά τον Αύγουστο του 2015 με άλλη επίσημη  απόφασή του όρισε την 1η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, όπως από πολλών ετών έπραξε πρωτοποριακά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως «Παγκόσμια Ημέρα Προσευχής για την φροντίδα της Δημιουργίας».

Οι μέχρι τούδε ρηξικέλευθες και πρωτοποριακές διεθνείς, διορθόδοξες και διαχριστιανικές, πρωτοβουλίες του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή τρόπο ποιά οφείλει και μπορεί να είναι η συμβολή της Εκκλησίας και της χριστιανικής Θεολογίας στη σωτηρία της κτιστής δημιουργίας οδηγώντας τον σύγχρονο άνθρωπο σε «Οικολογική μετάνοια» και σε ένα γνήσιο «Οικολογικό ήθος», προκειμένου να επιτευχθεί η μετάβαση από την νοσηρή καταναλωτική «οικοκτονία» στην «Ορθόδοξη Οικολογία» ή «Οικολογική Θεολογία».

Στην σύγχρονη μεταμοντέρνα και μετανεωτερική εποχή, η συμβολή και ευθύνη της Εκκλησίας και της Χριστιανικής Θεολογίας, είναι καταλυτικής σημασίας για την αφύπνιση του σύγχρονου υλιστή ανθρώπου προκειμένου να απορρίψει το καταστροφικό και «οικοκτόνο αναπτυξιακό μοντέλο» του προτεσταντικού καπιταλισμού», ο οποίος βασίζεται στον νοσηρό και άκρατο υπερκαταναλωτισμό, και να ενστερνισθεί την ορθόδοξη Θεολογική Οικολογική πρόταση για να «ζήσει η κτίση», που εδράζεται στην βασική αρχή ότι ο άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιήσει και να είναι «καλός καγαθός διαχειριστής» της κτιστής δημιουργίας στο πλαίσιο της «Οικολογικής διαχειρίσεως» και «αειφόρου αναπτύξεως», και όχι να λειτουργεί ως αδηφάγος καταναλωτικός ολετήρας και δυνάστης ιδιοκτήτης της πλάσης.

Η Αγία και Μεγάλη εν Κρήτη Σύνοδος της Ορθοδοξίας στο επικυρωθέν ομοφώνως κείμενο υπό τον τίτλο: «Η Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον Σύγχρονον Κόσμον», το οποίο φέρει ανεξίτηλα την σφραγίδα της «Οικολογικής Θεολογίας» ή «Θεολογικής Οικολογίας» του Μητροπολίτου Γέροντος Περγάμου κ. Ιωάννου (Ακαδημαϊκού), επισημαίνει το όχι και τόσο αυτονόητο για τον σύγχρονο υπερκαταναλωτή και άπληστα υλιστή άνθρωπο, καθώς και την ευθύνη της ορθοδόξου Εκκλησίας για το ραγδαία και επικίνδυνα εξελισσόμενο φαινόμενο της Οικολογικής κρίσεως, αναφέροντας ότι: «Η Οικολογική κρίσις, η οποία συνδέεται προς τας κλιματολογικάς αλλαγάς και την υπερθέρμανσιν του πλανήτου, καθιστά επιτακτικόν το χρέος της Εκκλησίας όπως συμβάλη, δια των εις την διάθεσιν αυτής πνευματικών μέσων, εις την προστασίαν της δημιουργίας του Θεού εκ των συνεπειών της ανθρωπίνης απληστίας. Η απληστία διά την ικανοποίησιν των υλικών αναγκών οδηγεί εις την πνευματικήν πτώχευσιν του ανθρώπου και εις την καταστροφήν του περιβάλλοντος. Δεν πρέπει να λησμονήται ότι ο φυσικός πλούτος της γης δεν είναι περιουσία του ανθρώπου, αλλά του Δημιουργού:  «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» (ψαλμ. κγ΄, 1). Ούτως, η Ορθόδοξος Εκκλησία τονίζει την προστασίαν της δημιουργίας του Θεού διά της καλλιεργείας της ευθύνης του ανθρώπου έναντι του θεοσδότου περιβάλλοντος και διά της προβολής των αρετών της ολιγαρκείας και της εγκρατείας. Οφείλομεν να ενθυμώμεθα ότι όχι μόνον αι σημεριναί, αλλά και αι μελλοντικαί γενεαί έχουν το δικαίωμα επί των φυσικών αγαθών, τα οποία μας εχάρισεν ο Δημιουργός».

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας θέτει τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και αρθρώνει λόγω αφυπνίσεως και ευθύνης, τον οποίο απευθύνει προς πάντας, ήτοι στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, τους ισχυρούς της γης και τους διεθνείς Οργανισμούς. Η προ σχεδόν τριάντα ετών και δυστυχώς μέχρι και σήμερα άποψη ορισμένων δήθεν «πεφωτισμένων εκκλησιαστικών κύκλων» ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα πρέπει να ασχολείται με τα ζητήματα της Οικολογίας, είναι παντελώς αντορθόδοξη κακοδοξία, η οποία απορρίπτει την κτιστή δημιουργία ως κάτι άχρηστο και περιττό, καίτοι δημιουργήθηκε «λίαν καλώς» από τον Θεό δημιουργό και πλάστη.

Ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ιωάννης στο εμπνευσμένο και θεολογικά ανατρεπτικό για τα μέχρι τότε δεδομένα αναφορικά με την στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του Οικολογικού προβλήματος πόνημα αυτού, υπό τον τίτλο: «Η κτίση ως Ευχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της οικολογίας», γράφει χαρακτηριστικά: «μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, τί μπορεί η θεολογία να προσφέρει στην ανθρωπότητα; Το πρώτο πασιφανές πράγμα, που πρέπει να αναφερθεί, είναι ότι η θεολογία δεν πρέπει να παραμείνει σιωπηλή μπροστά σ’ αυτό το πρόβλημα. Αν η πίστη έχει σχέση με βασικά θέματα ζωής και θανάτου, αυτό ειδικά το θέμα ανήκει απόλυτα σ’ αυτή την κατηγορία.

Η Χριστιανική Θεολογία και η Εκκλησία δεν δικαιολογούνται καθόλου να σιωπούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μπροστά σ’ αυτό το ζήτημα, ειδικά επειδή και η Θεολογία και η Εκκλησία κατηγορήθηκαν, και δικαιολογημένα, ότι έχουν κάποια σχέση με τις ρίζες του οικολογικού προβλήματος. Πρέπει, λοιπόν, Εκκλησία και Θεολογία, να μιλήσουν για το θέμα αυτό, όχι τόσο για να απολογηθούν και να δώσουν εξηγήσεις για τις κατηγορίες αυτές, αλλά για να προσφέρουν ουσιαστική συνεργασία στη λύση του προβλήματος. Γιατί έχουν κάτι πολύ ουσιαστικό να πουν σε ένα θέμα όπως αυτό. Διαφορετικά κινδυνεύουν να φανούν άσχετες και ανίκανες να εφαρμόσουν αυτό που ισχυρίζονται ότι έχουν, την Αλήθεια. Γιατί, αλήθεια που δεν προσφέρει ζωή, στερείται κάθε νόημα».

Στο προμνημονευθέν εγκεκριμένο επίσημο κείμενο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προσδιορίζονται τα αίτια της οικολογικής κρίσεως και γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ευθύνη του ανθρώπου για τη διαφύλαξη της κτιστής δημιουργίας, η οποία δέχεται τις καταστροφικές συνέπειες της «ανθρώπινης πτώσεως». Οι Πατέρες της εν Κρήτη Μεγάλης Συνόδου υπογραμμίζουν εμφατικώς ότι: «Ο πόθος της συνεχούς αυξήσεως της ευημερίας και η άμετρος κατανάλωσις αναποφεύκτως οδηγούν εις την δυσανάλογον χρήσιν και την εξάντλησιν των φυσικών πόρων. Η δημιουργηθείσα υπό του Θεού κτίσις, η οποία εδόθη εις τον άνθρωπον «εργάζεσθαι και φυλάττειν» αυτήν (πρβλ. Γεν. β΄, 15), υφίσταται τας συνεπείας της αμαρτίας του ανθρώπου: «Τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά διά τον υποτάξαντα, επ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Οίδομεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. ή, 20-22).

Η ως άνω περιεκτική θεολογική επισήμανση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία επισημαίνει την ευθύνη και το ρόλο του ανθρώπου για την εν Χριστώ σωτηρία της κτιστής δημιουργίας προκειμένου να υπερβεί την οντολογία της φθοράς της, ερμηνεύεται αγιοπατερικώς από τον Μητροπολίτη Γέροντα Περγάμου κ. Ιωάννη, ο οποίος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο «μεσίτη» και «Ιερέα της δημιουργίας», και επικαλούμενος την θεολογική διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού γράφει χαρακτηριστικά: «Ο κόσμος είναι δημιουργία του Θεού… ο κόσμος προέκυψε ως αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού, ο οποίος θέλησε να υπάρχει και κάτι έξω από τον εαυτό του. Μεταξύ του Θεού και του κόσμου, υπάρχει χάσμα οντολογικό. Η φύση του Θεού και η φύση του κόσμου είναι ριζικά διάφορες. Η θεοποίηση του κόσμου είναι συνεπώς αδιανόητη. Το οντολογικό αυτό χάσμα, μεταξύ Θεού και κόσμου, θα κατεδίκαζε τον κόσμο στον αφανισμό, εάν αυτός στηριζόταν αποκλειστικά στις δυνάμεις του. Αλλά ο Θεός ήθελε να μην αφανισθεί ο κόσμος. Δεν ήθελε να αφανισθεί ο κόσμος. Ήθελε να έχει κατά την έκφραση του Αγίου Μαξίμου, «όχι απλώς το είναι, αλλά και το αεί είναι». Αλλά αφού η ιδιότητα του «αεί είναι», δηλαδή της αθανασίας, ανήκει μόνο στον Θεό, ο οποίος δεν έχει όπως ο κόσμος αρχή και δεν υπόκειται στον χρόνο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποκτήσει αθανασία το κτιστό, παρά μόνο εάν ενωνόταν με τον Άκτιστο Θεό…». Ο ίδιος σε άλλο σημείο της Θεολογικά εμπεριστατωμένης μελέτης του επισημαίνει με ιδιαίτερη έμφαση: «Το φυσικό περιβάλλον είναι προορισμένο από το Θεό να ανυψωθεί κι αυτό μαζί με τον άνθρωπο, σε κοινωνία με τον ίδιο τον Θεό. Ο Θεός δεν θέλει την σωτηρία μόνο του ανθρώπου, αλλά και όλης της κτίσεως. Αυτός ο ύψιστος και θείος προορισμός του υλικού κόσμου, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο αν ο άνθρωπος έδινε ελεύθερα τη συγκατάθεσή του. Το «αυτεξούσιο, δηλαδή η ελευθερία, δόθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο ως πλασμένον κατ’ εικόνα Θεού και αυτό αποτελεί το διακριτικό του γνώρισμα από τα ζώα και τη λοιπή υλική κτίση. Χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, η σωτηρία της κτίσεως θα ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού και δεν θα είχε καμμία αξία, γιατί θα προσέκρουε στην αγάπη του Θεού (η αγάπη πάντοτε σέβεται την ελευθερία)…».

Ο άνθρωπος λοιπόν ως η κορωνίδα και ο «βασιλεύς των επί γης», της όλης κτιστής δημιουργίας, κατεστάθη υπό του Θεού να είναι ο αγαθός, συνετός, «πιστός και φρόνιμος οικονόμος» (Λουκ. ΙΒ΄, 42), αλλά ταυτόχρονα και ο «μεσιτεύων», «Ιερεύς και λειτουργός» αυτής προκειμένου να την «αναφέρει» (προσφέρει) ευχαριστιακά στον άκτιστο δημιουργό Θεό και σε οντολογική αναφορά προς Αυτόν να σωθεί και να ζήσει, επειδή ακριβώς κανένα απολύτως από τα κτιστά όντα της δημιουργίας, δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει, να οδηγηθεί οντολογικώς στην απώλεια, αλλά σε «σωστική και λυτρωτική κοινωνία» με τον άκτιστο και επέκεινα πάσης φυσικής νομοτέλειας και αναγκαιότητος Θεό, να υπερβεί τα όρια, τον «οντολογικό φραγμό» της φθαρτότητας και του θανάτου, που είναι συνυφασμένα με την «κτιστότητα των όντων».

Στο κείμενο της «Εγκυκλίου» της Αγίας και Μεγάλης εν Κρήτη Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το Συνοδικό Σώμα των Πατέρων αυτής απευθυνόμενο προς τον σύμπαντα κόσμο αναφέρει υπεύθυνα και με λόγο αληθείας ότι «Αι ρίζαι της οικολογικής κρίσεως είναι πνευματικαί και ηθικαί, ενδιάθετοι εις την καρδίαν εκάστου ανθρώπου. Αυτή η κρίσις επιδεινούται κατά τους τελευταίους αιώνας εξ αιτίας των ποικίλων διχασμών προκαλούμενων από ανθρώπινα πάθη, όπως η πλεονεξία, η απληστία, ο εγωισμός, η αρπακτική διάθεσις και από τας επιπτώσεις αυτών επί του πλανήτου, ως η κλιματική αλλαγή, η οποία πλέον απειλεί εις μεγάλον βαθμόν το φυσικόν περιβάλλον, τον κοινόν ημών «οίκον». Η ρήξις της σχέσεως ανθρώπου και κτίσεως είναι διαστρέβλωσις της αυθεντικής χρήσεως της δημιουργίας του Θεού. Η αντιμετώπισις του οικολογικού προβλήματος επί τη βάσει των αρχών της χριστιανικής παραδόσεως απαιτεί όχι μόνον μετάνοιαν διά την αμαρτίαν της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων του πλανήτου, ήτοι ριζικήν αλλαγήν νοοτροπίας και συμπεριφοράς, αλλά και ασκητισμόν, ως αντίδοτον εις τον καταναλωτισμόν, εις την θεοποίησιν των αναγκών και εις την κτητικήν στάσιν. Προϋποθέτει επίσης και την μεγίστην ευθύνην ημών να παραδώσωμεν εις τας επερχομένας γενεάς βιώσιμον φυσικόν περιβάλλον και την χρήσιν αυτού κατά θείαν βούλησιν και ευλογίαν. Εις τα μυστήρια της Εκκλησίας καταφάσκεται η δημιουργία και ο άνθρωπος ενδυναμώνεται διά να λειτουργή ως οικονόμος, φύλαξ και «ιερεύς» αυτής, προσάγων ταύτην δοξολογικώς τω Δημιουργώ – «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα» – και καλλιεργών ευχαριστιακήν σχέσιν με την κτίσιν. Η Ορθόδοξος αυτή ευαγγελική και πατερική προσέγγισις στρέφει επίσης την προσοχήν μας εις τας κοινωνικάς διαστάσεις και τας τραγικάς επιπτώσεις της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος».

Στο θεολογικό πλαίσιο της παραπάνω αποφάνσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου κινούμενοι οι παντός βαθμού κληρικοί και θεολόγοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας οφείλουν να διακηρύττουν με ουσιαστικό Ορθόδοξο λόγο ότι η Εκκλησία μπορεί και πρέπει με την θεολογική διδασκαλία της, τη λειτουργική και λατρευτική ζωή της, την ασκητική πρότασή της, όπως βιώνεται επί αιώνες στον Ορθόδοξο μοναχισμό, να συμβάλει στην αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων που βιώνουν την αδιέξοδη λογική του: «ζω για να έχω, να κατέχω και αδιαλείπτως να αποκτώ» προκειμένου να τους κατευθύνει με αφυπνιστικό λόγο και πρόταση αλήθειας και ζωής σε μια «Οικολογική μετάνοια» για να σωθεί και να ζήσει σύνολη η κτιστή υλική δημιουργία, την οποία ο δημιουργός Θεός εξ αγάπης και απολύτως ελεύθερα έπλασε «λίαν καλώς» και έφερε στο «είναι της υπάρξεώς της» «εκ του μη όντος», «εκ του μηδενός».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία με έναν ουσιαστικό και υπαρξιακό Θεολογικό λόγο, καθώς και με την αξιοποίηση των συγχρόνων πορισμάτων της επιστήμης έχει τις δυνατότητες και τις πνευματικές προϋποθέσεις, να διδάξει στον σύγχρονο υπερκαταναλωτή άνθρωπο ότι είναι όντως η «κορωνίδα και ο βασιλεύς της δημιουργίας» του Θεού και συνακόλουθα ο «ιερεύς και λειτουργός» της κτιστής δημιουργίας, ο οποίος είναι υπεύθυνος να την διαφυλάξει για να ζήσει μέσα σ’ αυτήν και να την αντιπροσφέρει στο άκτιστο δημιουργό Θεό. Όταν λοιπόν ο θεολογικός λόγος δεν είναι ανούσιος και νεκρός (κούφιος) νοημάτων ζωής και ελπιδοφόρου ανατροπής της φθοράς, αλλά αληθινά ορθόδοξος και αποτελεί οντολογική υπαρξιακή πρόταση ζωής και διεξόδου από τα αδιέξοδα που ο ίδιος ο υλιστής σύγχρονος άνθρωπος έχει δημιουργήσει και εντός αυτών ο ίδιος ως δέσμιος της φθοράς πεθαίνει ή μάλλον μαρτυρικά αργοπεθαίνει, τότε αυτός ο ανατρεπτικός και ζωτικός ευαγγελικός και αγιοπατερικός λόγος μπορεί να πείσει τον ακραία ορθολογιστή άνθρωπο ότι αναλαμβάνοντας ως πρόσωπο ελεύθερο την προσωπική του πνευματική ευθύνη έναντι του Θεού, των συνανθρώπων του και της ίδιας της κτιστής δημιουργίας, μπορεί και πρέπει να ενεργεί και να λειτουργεί ως συνετός οικονόμος και φρόνιμος διαχειριστής της υλικής κτίσεως και όχι ως άπληστος οικοκτόνος και ακόρεστος καταναλωτής.

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν μένει στην διάγνωση του προβλήματος και σε γενικόλογες διατυπώσεις, αλλά ανατρεπτικά προς το κυρίαρχο υλιστικό και καταναλωτικό πνεύμα της συγχρόνου παγκοσμιοποιημένης εποχής διατρανώνει την Ορθόδοξη πρόταση για την υπέρβαση της ραγδαίως επιδεινουμένης οικολογικής κρίσεως αναφέροντας στην «Εγκύκλιο» αυτής προς τον σύμπαντα κόσμο τα εξής: «Εις μίαν παγκόσμιον κοινωνίαν, προσανατολισμένην εις το «έχειν» και τον ατομοκεντρισμόν, η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία προβάλλει την αλήθειαν της εν Χριστώ και της κατά Χριστόν ζωής, την ελευθέρως σαρκουμένην εις την καθημερινήν ζωήν εκάστου ανθρώπου διά των έργων αυτού «έως εσπέρας» (ψαλμ. ργ΄, 23), διά των οποίων ούτος καθίσταται συνεργός του αιωνίου Πατρός – «Θεού εσμέν συνεργοί (Α΄ Κορ. Γ΄, 9) – και του Υιού Αυτού, «ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι» (Ιωαν. ε΄, 17). Η χάρις του Θεού αγιάζει διά του Αγίου Πνεύματος τα έργα των χειρών του συνεργούντος τω Θεώ ανθρώπου, αναδεικύοντας την εν αυτοίς κατάφασιν της ζωής και της ανθρωπίνης κοινωνίας. Εντός αυτού του πλαισίου τοποθετείται και η χριστιανική άσκησις, διαφέρουσα ριζικώς από κάθε δυϊστικόν ασκητισμόν, ο οποίος αποκόπτει τον άνθρωπον από την ζωήν και από τον συνάνθρωπον. Η χριστιανική άσκησις και η εγκράτεια, αι οποίαι συνδέουν τον άνθρωπον με την μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας, δεν αφορούν μόνον εις τον μοναχικόν βίον, αλλά είναι χαρακτηριστικόν της εκκλησιαστικής ζωής, εις όλας τας εκφάνσεις αυτής, απτή μαρτυρία της παρουσίας του εσχατολογικού πνεύματος εις την ευλογημένην βιοτήν των πιστών».

Η εύλαλη φωνή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διακηρύττει την ιερότητα όλης της υλικής δημιουργίας εντός της οποίας ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να κατέχει θέση «εγωιστού ιδιοκτήτου», «κυριάρχου και δυνάστου» αλλά ευσυνείδητου «λειτουργούντος οικονόμου», ο οποίος διαφυλάττει την «οικολογική παρακαταθήκη» του δημιουργού Θεού του και την «αναφέρει», την «επαναπροσφέρει», στον «ποιητή των όλων», γενόμενος «συνεργός» στο έργο της σωτηρίας της όλης κτιστής δημιουργίας.

Όλες οι λύσεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς και εφήμερες, όταν περιορίζονται μόνο σε πολιτικές διακηρύξεις και διεθνείς συμφωνίες, σε τεχνοκρατικές μελέτες και προτεινόμενα αντίμετρα ανάπτυξης ή σε εφαρμογή αυστηρών νομικών πλαισίων ως τιμωρία για τους δυνάστες και ολετήρες του φυσικού περιβάλλοντος. Το προτεινόμενο από την Εκκλησία και τη θεολογία «Οικολογικό ήθος» στο πλαίσιο της «οικολογικής μετάνοιας και μεταστροφής» μπορεί να συμβάλει στην πνευματική αλλαγή νοοτροπίας και στάσεως ζωής του κατακυριευμένου από τον «υλιστικό ψευδοευδαιμονισμό», συγχρόνου ορθολογιστή και αδηφάγου ανθρώπου, ο οποίος δεν «οικολογεί θεολογικώς» αλλά «οικοκτονεί καταναλωτικώς».

Οικολογική μετάνοια και οικολογικό ήθος

Η συμβολή και ευθύνη της εκκλησίας και χριστιανικής θεολογίας στη σωτηρία της κτιστής δημιουργίας

  • Από την καταναλωτική «Οικοκτονία» στην Ορθόδοξη Οικολογία
  • Από τον προτεσταντικό καπιταλισμό και τον άκρατο καταναλωτισμό στην Ορθόδοξη πρόταση για να «ζήσει η κτίση»
  • Ο άνθρωπος ως «καλός καγαθός διαχειριστής» της κτιστής δημιουργίας και όχι ως αδηφάγος καταναλωτικός ολετήρας και δυνάστης της πλάσης

Στο πλαίσιο της αγιοπατερικής θεολογίας και παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από πολλών ετών αναδείχθηκε ρηξικέλευθα πρωτοπόρο και ουσιαστικά καινοτόμο στις οικολογικές πρωτοβουλίες του όχι μόνο μέσα στον ορθόδοξο αλλά και εν γένει στον χριστιανικό κόσμο καθώς πρωτοστάτησε στην ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης για την αντιμετώπιση του λεγόμενου οικολογικού προβλήματος, αρχής γενομένης, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος κατά τη συνεδρία της 6ης Ιουνίου 1989 όρισε και αφιέρωσε την 1η Σεπτεμβρίου, που είναι η εόρτιος ημέρα της «αρχής της Ινδίκτου», ήτοι η απαρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Είναι γεγονός ότι μέχρι τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε αναλάβει ρηξικέλευθες και καινοτόμες πρωτοβουλίες για την ανάσχεση της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος από τον σύγχρονο υπερκαταναλωτή και υλιστή άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι ενσυνείδητα οικολόγος αλλά αυτοκαταστροφικός «οικοκτόνος». Έκτοτε όμως το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ιδιαιτέρως στο πρόσωπο του προκαθημένου και πρωτοθρόνου της Ορθοδοξίας Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, έχει καταβάλει σημαντικές και πρωτοποριακές προσπάθειες μέσω της διοργανώσεως διεθνών «εν πλω» συνεδρίων και οικολογικών συμποσίων με επίκεντρο την Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, που ευαισθητοποίησαν τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες, τους αρχηγούς κρατών και Κυβερνήσεων, τους Διεθνείς Οργανισμούς και φορείς, καθώς και την διεθνή κοινή γνώμη. Άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι στις 18 Ιουνίου 2015 ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος Α΄ εξέδωσε παπική εγκύκλιο (Laudato Si) η οποία αναφέρεται στο σεβασμό και την προστασία της δημιουργίας καθώς και τη σχέση της Δυτικής Εκκλησίας με την αειφόρο ανάπτυξη, ενώ κατά τον Αύγουστο του 2015 με άλλη επίσημη απόφασή του όρισε την 1η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, όπως προ ετών έπραξε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως «Παγκόσμια Ημέρα Προσευχής για τη φροντίδα της Δημιουργίας».

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας (Ακαδημαϊκός) στο εμπνευσμένο και θεολογικά ανατρεπτικό για τα μέχρι τότε δεδομένα αναφορικά με τη στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του οικολογικού προβλήματος, έργο του, υπό τον τίτλο: «Η κτίση ως Ευχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», γράφει χαρακτηριστικά: «Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, τι μπορεί η θεολογία να προσφέρει στην ανθρωπότητα; Το πρώτο πασιφανές πράγμα, που πρέπει ν’ αναφερθεί, είναι ότι η θεολογία δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνει σιωπηλή μπροστά σ’ αυτό το πρόβλημα. Αν η πίστη έχει σχέση με βασικά θέματα ζωής και θανάτου, αυτό ειδικά το θέμα ανήκει απόλυτα σ’ αυτή την κατηγορία.

Η Χριστιανική Θεολογία και η Εκκλησία δεν δικαιολογούνται καθόλου να σιωπούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μπροστά σ’ αυτό το ζήτημα, ειδικά επειδή και η θεολογία και η εκκλησία κατηγορήθηκαν, και δικαιολογημένα, ότι έχουν κάποια σχέση με τις ρίζες του οικολογικού προβλήματος. Πρέπει, λοιπόν, Εκκλησία και Θεολογία, να μιλήσουν για το θέμα αυτό, όχι τόσο για να απολογηθούν και να δώσουν εξηγήσεις για τις κατηγορίες αυτές, αλλά για να προσφέρουν ουσιαστική συνεργασία στη λύση του προβλήματος. Γιατί έχουν κάτι πολύ ουσιαστικό να πουν σε ένα θέμα όπως αυτό. Διαφορετικά κινδυνεύουν να φανούν άσχετες και ανίκανες να εφαρμόσουν αυτό που ισχυρίζονται ότι έχουν, την Αλήθεια. Γιατί, αλήθεια που δεν προσφέρει ζωή, στερείται κάθε νοήματος».

Αποδεχόμενοι την παραπάνω θέση του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη και κατ’ αλήθειαν προσεγγίζοντας την συμβολή και ευθύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του ζωτικής σημασίας οικολογικού προβλήματος οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η Εκκλησία έχει να αντιμετωπίσει και συνακόλουθα να πείσει όλους εκείνους που εκφράζουν την αθεολόγητη άποψη ότι η εκκλησία οφείλει να μεριμνά μόνο για τη σωτηρία των ψυχών, δηλαδή για ο,τιδήποτε είναι μόνο πνευματικό επειδή κατά την κρίση τους «ο υλικός κόσμος είναι προσωρινός και προωρισμένος να αντικατασταθεί στη Βασιλεία του Θεού με ένα κόσμο άυλο, ή πνευματικό». Η άποψη αυτή που αντιμετωπίζει την κτιστή (υλική) δημιουργία του Θεού ως κάτι περιττό και άχρηστο, κυρίως δε ως εμπόδιο για την σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής, παραθεωρούν ότι στο «σχέδιο της δημιουργίας» ο μόνος άκτιστος δημιουργός Θεός οδήγησε στο «είναι» της υπάρξεως «εκ του μη όντος» ή «εκ του μηδενός», όλα τα κτιστά, υλικά και νοερά, έλλογα και άλογα, όντα για να ζήσουν αιωνίως». Τίποτα από σύνολη την κτιστή δημιουργία δεν προορίζεται «εις απώλειαν», στον «μηδενισμό» της οντολογικής ανυπαρξίας, αλλά στην επέκεινα του κτιστού και φθαρτού εγκόσμιου νομοτελειακού χωροχρόνου οντολογία, ώστε να «ζήσουν αιωνίως» στη Βασιλεία του Θεού. Διότι εάν δεχθεί η Εκκλησία την αιρετική άποψη ότι κάθε τι το υλικό είναι κακό, άχρηστο και περιττό, ενώ μόνο οτιδήποτε είναι μη υλικό, πνευματικό και νοερό αξίζει να ζήσει στη Βασιλεία του Θεού, τότε συνακόλουθα θα πρέπει να αντιμετωπίζει και το ανθρώπινο σώμα ως κακό και εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου αποδεχόμενη την αξία μόνο της άυλης, νοεράς και αθανάτου ψυχής. Μια τέτοια όμως θεολογική αντιμετώπιση της κτιστής δημιουργίας θα αναιρούσε την περί θείας ενανθρωπήσεως και Αναστάσεως του Χριστού δογματική διδασκαλία της, αφού ο Υιός και Λόγος του Θεού κατά την γέννηση και ενσάρκωσή του έλαβε τέλεια την ανθρώπινη φύση, ήτοι την ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο σώμα, τα οποία αμφότερα έσωσε εκ της φθοράς του θανάτου, κατά την ψυχοσωματική εκ νεκρών Ανάστασή του. Συνεπώς, η κτιστή υλική δημιουργία είναι ιερή.

Η Εκκλησία οφείλει αγωνιζόμενη να αντιμετωπίσει και να πείσει μία ακόμη κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι αδιαφορούν για το οικολογικό πρόβλημα και πιστεύουν ότι αυτό είναι ζήτημα, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από τους πολιτικούς, τους επιστήμονες, τους τεχνοκράτες και όχι από την Εκκλησία. Η σύγχρονη πραγματικότητα όμως αποδεικνύει με το σκληρό πρόσωπό της, όπως αυτό εκφράζεται και εκδηλώνεται στην τραγική οικολογική καταστροφή, ότι η άποψη αυτή είναι ένας «αυτοτροφοδοτούμενος μύθος». Αντιθέτως, η Εκκλησία μπορεί και πρέπει με την θεολογική διδασκαλία της, την λειτουργική και λατρευτική ζωή της, την ασκητική πρότασή της, όπως βιώνεται επί αιώνες στον ορθόδοξο μοναχισμό, να συμβάλει στην αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων, να τους κατευθύνει με λόγο αληθείας σε μια «οικολογική μετάνοια», προκειμένου να σωθεί και να ζήσει σύνολη η κτιστή υλική δημιουργία την οποία ο δημιουργός Θεός εξ αγάπης και απολύτως ελευθέρως έπλασε «λίαν καλώς». Η ορθόδοξη εκκλησία με έναν ουσιαστικό και υπαρξιακό θεολογικό λόγο, καθώς και με την αξιοποίηση των σύγχρονων πορισμάτων της Επιστήμης έχει τις δυνατότητες και τις πνευματικές προϋποθέσεις, να διδάξει στον σύγχρονο υπερκαταναλωτή άνθρωπο ότι είναι η «κορωνίδα και ο βασιλεύς της δημιουργίας» του Θεού και συνακόλουθα ο «ιερεύς και λειτουργός» της κτιστής δημιουργίας, για να τη διαφυλάξη, να ζήσει μέσα σ’ αυτήν και να την αντιπροσφέρει στον άκτιστο δημιουργό Θεό. Όταν λοιπόν ο Θεολογικός λόγος δεν είναι ανούσιος και νεκρός νοημάτων ζωής, αλλά αποτελεί οντολογική – υπαρξιακή πρόταση ζωής και διεξόδου από τα αδιέξοδα που ο ίδιος ο υλιστής σύγχρονος άνθρωπος έχει δημιουργήσει και πεθαίνει ή μάλλον μαρτυρικά αργοπεθαίνει μέσα σ’ αυτά, τότε αυτός ο ανατρεπτικός και ζωτικός ευαγγελικός θεολογικός λόγος μπορεί να πείσει τον ακραία ορθολογιστή άνθρωπο της «μεταμοντέρνας και μετανεωτερικής εποχής» ότι αναλαμβανόμενος ως πρόσωπο την προσωπική του πνευματική ευθύνη έναντι του Θεού, των ανθρώπων και της ίδιας της κτιστής δημιουργίας, μπορεί και πρέπει να ενεργεί και να λειτουργεί ως «καλός καγαθός διαχειριστής» της κτιστής δημιουργίας και όχι ως αδηφάγος οικοκτόνος και άπληστα καταναλωτικός ολετήρας και δυνάστης της πλάσης.

Δεν είναι δυνατόν ο ορθόδοξος θεολογικός λόγος της Εκκλησίας να εξαντλείται σε μια προτεσταντικού – καλβινιστικού αποφθεγματικού τύπου και προδιαγραφών ψευδοηθική ή ευσεβιστική ηθικολογία, αλλά οφείλει να ενσπείρει στους τραγικά «συσκοτισμένους» ανθρώπους της υλιστικής μεταβιομηχανικής εποχής ένα «οικολογικό ήθος» για τον σεβασμό και την διαφύλαξη της κτιστής δημιουργίας.

Ο Αμερικανός ιστορικός Lynn White, τον οποίο επικαλείται σε πολλές ρηξικέλευθες και πρωτοποριακά καινοτόμες θεολογικές – οικολογικές μελέτες του ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, γράφοντας για τις ιστορικές ρίζες του οικολογικού προβλήματος το 1968, κατηγορηματικά αποδίδει αυτό το πρόβλημα στη Δυτική διανοητική παράδοση και στις λογικοκρατούμενες απόψεις της περί του ανθρώπου, και επιρρίπτει στη Θεολογία και την Εκκλησία ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης γι’ αυτή την εξέλιξη. Αξιολογώντας μάλιστα την παραπάνω άποψη ο Μητροπολίτης Περγάμου αναφέρει: «Πέρα από το αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί μ’ αυτή τη θέση ενός σύγχρονου ιστορικού, δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι η ιστορία πρέπει να έχει κάτι να μας διδάξει για τις ρίζες της σημερινής κρίσεως, και ότι η θρησκεία -και ειδικά ο Χριστιανισμός, που ήταν μια κυρίαρχη δύναμη στη διαμόρφωση του πολιτισμού μας δια μέσου των αιώνων, τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού- θα πρέπει να έχει παίξει κάποιο ρόλο στη δημιουργία της κρίσεως».

Η ακραία λογικοκρατούμενη θεολογική σκέψη και διδασκαλία της Δυτικής Εκκλησίας στο πρόσωπο του Ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος θεολογούσε ότι η Βασιλεία του Θεού απαρτίζεται μόνο από «σωσμένα πνευματικά, από αθάνατες ψυχές», είχε ως συνέπεια να χαθεί η διάσταση του κόσμου (υλική, κτιστή δημιουργία) από την μυστηριακή θεολογία στη Δύση δίνοντας τη θέση της σε μια «πνευματοκεντρική ή ψυχοκεντρική» αντίληψη του κόσμου.

Ο Σχολαστικισμός στη Θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας θεοποίησε το «λογικό» του ανθρώπου, ο οποίος έχει μεταμορφωθεί πια σε ένα «άψυχο ορθολογιστικό»  και «αρτηριοσκληροτικά λογικοκρατούμενο», εγωκεντρικό, εωσφορικά εγωιστικό, φίλαυτο και αλαζονικά άπληστο καταναλωτικό ον, που απώλεσε την μοναδικότητα και ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου και «ζει για να παράγει και να καταναλώνει».

Ο «πιετιμισμός» (ευσεβισμός) που αποτελεί τη μήτρα και την αφετηρία του δυτικού «ασκητικού κινήματος» μέσω της επιτυχούς εργασίας, καθώς και ο «Πουριτανισμός» (ηθικισμός) αναπτύχθηκαν ως θεολογικές αντιλήψεις χωρίς αναφορά προς τον σεβασμό και την ιερότητα της κτιστής δημιουργίας, αποτελώντας εκφάνσεις του προτεσταντικού καλβινισμού που εγέννησε ή συνέβαλε στην εδραίωση του «προτεσταντικού Δυτικού Καπιταλισμού» και του υπερκαταναλωτισμού, ο οποίος τρέφεται από την παραγωγή με σκοπό το κέρδος και εξαντλεί και κατατρώγει τους φυσικούς πόρους στο βωμό μιας επίπλαστης και ουτοπικής υλιστικής ευτυχίας που ο σύγχρονος και δυστυχισμένος άνθρωπος απελπισμένα και ατέρμονα αποζητά.

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Max Weber (1864-1920) στο κλασικό έργο του: «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» εμφατικά επισημαίνει ότι το σημαντικότερο στοιχείο στην κατανόηση της δυτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι ο τρόπος με τον οποίο η προτεσταντική καλβινιστική θεολογία περί σωτηρίας της ψυχής συνδέθηκε με μια «εργασιακή ηθική» που δίνει έμφαση στη σκληρή δουλειά, στη συστηματική αποταμίευση και στον «ασκητικό βίο» που δεν επιτρέπει άσκοπες σπατάλες. Έτσι, η επιτυχία στον επαγγελματικό και οικονομικό τομέα ερμηνεύθηκε ως σοβαρή ένδειξη πως ο πιστός είναι μεταξύ των «εκλεκτών του Θεού».

Αυτή η θεολογία περί εργασίας, οικονομικής επιτυχίας και σωτηρίας οδήγησε, όπως παρατήρησε ο Max Weber, σε μια έντονη εξατομίκευση τόσο στον θρησκευτικό όσο και στον οικονομικό χώρο. Στο χώρο της οικονομίας οδήγησε στον δημιουργικό επιχειρηματία που βιώνει τη σκληρή δουλειά, την αποφυγή σπατάλης-χλιδής και στην ακατάπαυστη  -σχεδόν τυραννική- συσσώρευση πλούτου σαν ένα είδος πνευματικής άσκησης, σαν ένα είδος προσευχής στον Κύριο.

Πρόκειται για την «εργασιακή ηθική», η οποία, σύμφωνα με τον Max Weber, οδήγησε στην μοναδικότητα της δυτικής, άκρως ρασιοναλιστικής (λογικοκρατούμενης) καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία σήμερα χωρίς πια θρησκευτικό υπόβαθρο, επιβλήθηκε σε όλο τον κόσμο.

Για τον Καλβινιστή, υποστήριξε ο Max Weber, το επάγγελμα δεν είναι μια κατάσταση στην οποία γεννιέται ένα άτομο, αλλά μια επίμονη και επίπονη δραστηριότητα που πρέπει να διαλέξει το ίδιο και να την ασκεί με αίσθημα θρησκευτικής ευθύνης. Ως εκ τούτου, με την καλβινιστική θεολογία η επιχειρηματική ζωή που κάποτε εθεωρείτο επικίνδυνη για την ψυχή πλέον τώρα καθοσιώθηκε.

Η εργασία λοιπόν θα πρέπει να εκτελείται σαν να ήταν ένας απόλυτος αυτοσκοπός, μια ανώτερη θεϊκή επιταγή. Ο δε Λούθηρος υπεστήριζε ότι το «επάγγελμα» είναι κάτι που κάθε άνθρωπος οφείλει να αποδεχθεί ως μια θεϊκή εντολή με την οποία πρέπει να συμμορφωθεί. Στο δε πλαίσιο της διδασκαλίας του πιετιμισμού η εργασία σε ένα επάγγελμα ήταν η κατεξοχήν ασκητική δραστηριότητα και ο Θεός ευλογούσε τους εκλεκτούς του με την επιτυχία της εργασίας τους.

Ο ενάρετος βίος ταυτίστηκε με την εργασία, γεγονός που βοήθησε τον καπιταλισμό να βρει το πειθαρχημένο εκείνο εργατικό δυναμικό, το οποίο χρειαζόταν για να αναπτυχθεί. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι εξ αρχής, το «προτεσταντικό δόγμα» ταυτιζόταν με το «καπιταλιστικό δόγμα», αλλά παρατηρούμε ότι σταδιακά μια θρησκευτική αντίληψη έρχεται σε συμφωνία με μια ιδεολογία που αφορά τον νέο αυτό τύπο σκέψης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτή τη σύζευξη ο Max Weber θα την χαρακτήριζε ως «εκλεκτική συγγένεια», που καθιέρωσε συν τω χρόνω ένα μοντέλο ανάπτυξης και πρόοδο χωρίς καμία αναφορά στον σεβασμό και την ιερότητα της κτιστής δημιουργίας την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος ως αδηφάγος και άπληστος ολετήρας κατακυριεύει, καταδυναστεύει και τελικώς αυτοκαταστροφικά οικοκτονεί.

Η εγωιστικά ανθρωποκεντρική και ακραία ορθολογιστική και λογικοκρατούμενη (ρασιοναλιστική) αξιακή αντίληψη και ερμηνευτική θεώρηση που εισήγαγε ο πολυδιαφημισμένος Διαφωτισμός, θεμελίωσε την αλαζονική άποψη ότι η κτιστή δημιουργία υπάρχει για να ικανοποιείται ο άνθρωπος με διαφόρους τρόπους και χωρίς φραγμούς, αφού ο υλικός κόσμος δεν έχει εσχατολογική προοπτική σωτηρίας. Σχολιάζοντας την παραπάνω θέση ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πάνω στη βάση αυτή αναπτύχθηκε πολύ σύντομα στη Δύση η νοοτροπία ότι ο άνθρωπος υπερτερεί έναντι των άλλων όντων στον υλικό κόσμο λόγω της λογικής και συνειδησιακής του ικανότητας, αναπτύχθηκαν και οι νεώτερες κοινωνιολογικές ιδέες που συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην εμφάνιση του οικολογικού προβλήματος. Η ικανότητα του ανθρώπου να οργανώνει ορθολογιστικά τα πάντα, ώστε να παράγει από κάθε του ενέργεια κάποιο χρήσιμο και ωφέλιμο αποτέλεσμα, οδήγησε στη ραγδαία ανάπτυξη των οικονομικών του δυτικού κόσμου με βάση την επιδίωξη του κέρδους. Όταν η αύξηση της παραγωγής γίνεται  αυτοσκοπός και επιστρατεύονται οι λογικές δυνάμεις του ανθρώπου για την επίτευξή του, τότε έχουμε το φαινόμενο της εκμεταλλεύσεως των φυσικών  πόρων σε απεριόριστο βαθμό -κάτι που χαρακτηρίζει τόσο έντονα τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Ίσως να μην είναι απόλυτα δικαιολογημένη η θεωρία του Max Weber ότι ο καπιταλισμός έχει τις ρίζες του στον καλβινισμό. Βεβαιωμένο πάντως φαίνεται ιστορικά ότι ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύτηκε και παρουσιάστηκε από τους προτεστάνες Ιεροκήρυκες του 18ου και 19ου αιώνα το χωρίο της Γενέσεως: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε της γης», καθώς και η φράση στο ίδιο βιβλίο της Γραφής (Γεν. 1, 26), «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης», οδηγούσε με ακρίβεια σε μια ασύδοτη και ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση του υλικού κόσμου από τον άνθρωπο. Έτσι το οικολογικό μας πρόβλημα φαίνεται να μην είναι άσχετο με την ιστορία της χριστιανικής θεολογίας. Είναι ένα πρόβλημα με βαθύτατα θεολογικές και πνευματικές ρίζες και γι’ αυτό πρέπει να μας απασχολήσει όλους όσοι διακονούμε την Εκκλησία σήμερα».

Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνευτικής προσεγγίσεως του οικολογικού προβλήματος ιχνηλατούντες οφείλουμε να αναδείξουμε τις όντως πνευματικές προϋποθέσεις και δυνατότητες που διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία να προσφέρει οντολογική-υπαρξιακή πρόταση ζωής στον σύγχρονο άνθρωπο προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικολογική κρίση, την οποία προκάλεσε ο πολιτισμός με την άκριτη τεχνολογική ανάπτυξη και πρόοδο. Όπως προαναφέραμε, η λύση δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια ανούσια ηθικολογία αλλά σε ένα ουσιαστικό «οικολογικό ήθος» που γεννά η πνευματική αναγκαιότητα μιας «οικολογικής μετάνοιας» για μεταστροφή της συμπεριφοράς και νοοτροπίας του υπερκαταναλωτή, άπληστου σύγχρονου ανθρώπου που ζει για να απολαμβάνει την «υλιστική ευδαιμονία», επειδή κυριαρχεί σε όλο τον κόσμο το «δόγμα» ότι «η αξία του ανθρώπου προσδιορίζεται όχι από αυτό που είναι, αλλά από αυτά που κατέχει και καταναλώνει».

Όλες οι λύσεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς και εφήμερες όταν περιορίζονται μόνο σε πολιτικές διακηρύξεις και διεθνείς συμφωνίες, σε τεχνοκρατικές μελέτες και προτεινόμενα αντίμετρα ανάπτυξης ή σε εφαρμογή αυστηρών νομικών πλαισίων ως τιμωρία για τους δυνάστες και ολετήρες του φυσικού περιβάλλοντος. Το προτεινόμενο από την εκκλησία και την θεολογία «οικολογικό ήθος» στο πλαίσιο της «οικολογικής μετάνοιας και μεταστροφής» μπορεί να συμβάλει στην πνευματική αλλαγή νοοτροπίας και στάσεως ζωής του κατακυριευμένου από τον «υλιστικό ευδαιμονισμό» συγχρόνου ορθολογιστή αδηφάγου ανθρώπου, που δεν «οικολογεί θεολογικώς αλλά οικοκτονεί καταναλωτικώς».

Η λιτότητα, ολιγάρκεια και εγκράτεια στην ανθρώπινη ζωή μπορούν και την επιβίωση του ανθρώπου να διασφαλίσουν αλλά και να συμβάλουν στην «αειφόρο ανάπτυξη» ή «πράσινη ανάπτυξη» προστατεύοντας τους εξαντλούμενους φυσικούς πόρους από την υπερκαταναλωτική μανία του σύγχρονου ανθρώπου που ασπάζεται το δόγμα: «από την παραγωγή στην κατανάλωση», προκειμένου να ικανοποιήσει τις άκριτες και άπληστα ακόρεστες υλικές επιθυμίες του. Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης αντιπροτείνει στον σύγχρονο υπερκαταναλωτισμό, την «ασκητική της Ορθοδόξου» εκκλησίας, όπως εμπράκτως και αποτελεσματικώς βιώνεται στον «ορθόδοξο μοναχισμό», όπου ο μοναχός ως κτιστός άνθρωπος αντιλαμβάνεται με σεβασμό την ιερότητα όλης της υλικής δημιουργίας και την σχέση που έχει με αυτήν, μια σχέση όχι «κυριάρχου και δυνάστη», αλλά «ιερέως και λειτουργού», «καλού καγαθού διαχειριστού» που διαφυλάττει την «οικολογική παρακαταθήκη» του Πατρός Δημιουργού του και την «αναφέρει», την «επαναπροσφέρει» στον «ποιητή των όλων». Τούτο δε αιώνες τώρα οντολογικά συντελείται μέσα στη θεία λειτουργία και ειδικότερα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, στο οποίο όλα τα υλικά αγαθά (π.χ. άρτος, ύδωρ, οίνος, έλαιον κ.ά) μετέχουν του εν Αγίω Πνεύματι καθαγιασμού των τιμίων δώρων και της μεταβολής τους σε σώμα και αίμα Αναστάντος Χριστού.

Η «ορθόδοξη ασκητική», όπως μέχρι και σήμερα βιώνεται στα μοναστήρια μας και ιδιαίτερα στο Άγιο Όρος διδάσκει ένα άλλο ήθος ως πρόταση ζωής, διότι πραγματικά «τον ασκητισμό της αρχαίας εκκλησίας» τον χαρακτήριζε ο πόλεμος κατά του «ιδίου θελήματος», έτσι ώστε ο άνθρωπος, με την τάση να κυριαρχεί στον εξωτερικό κόσμο με το δικό του θέλημα και να τον χρησιμοποιεί για τη δική του ικανοποίηση, να μαθαίνει να μην κάνει κέντρο της κτίσεως τον εαυτό του. Αυτό είναι το πνεύμα, που χρειάζεται να διδαχθεί ο σύγχρονος άνθρωπος, ώστε να βοηθηθεί στο να λύσει το οικολογικό πρόβλημα.

Υπό το πρίσμα μιας θεολογικής υπαρξιακής προτάσεως για την μεταστροφή και μεταμόρφωση του τυφλωμένου από τις υλικές επιθυμίες του ανθρώπου έρχεται να διδάξει η θεολογία της Εκκλησίας ότι «ο Χριστός σώζει την κτίση χωρίς να καταργήσει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος εξακολουθεί να παραμένει το κλειδί για τη ζωή του κόσμου. Όσο πιο πολύ ενώνεται με το Θεό, τόσο πιο πολύ λυτρώνεται και η κτίση όλη από τη φθορά. Και όσο πιο πολύ αυτονομείται από τον Θεό, και ανάγει τον εαυτό του σε Θεό, τόσο περισσότερο στενάζει η κτίση κάτω από το πέλμα του». Στην ορθόδοξη θεολογία δεν έχει θέση η εγωιστική θέση που εκπηγάζει από τον Διαφωτισμό, δια του στόματος ενός Μπέικον, ενός Ντεκάρτ και ενός Κάντ, που καλούν τον άνθρωπο να σύρει τη φύση δέσμια πίσω του και με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας να γίνει «κύριος και κάτοχος της φύσεως».

Σε μια εποχή που όλοι μιλούν για το οικολογικό πρόβλημα και είναι της «μόδας» να χαρακτηρίζεται ή αυτοχαρακτηρίζεται κάποιος ως «οικολόγος», ας ακούσουμε την εμπνευσμένη πρόταση του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, ο οποίος εναγωνίως θέτει τον δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων», γράφοντας χαρακτηριστικά: «Έτσι η επιτυχής αντιμετώπιση του οικολογικού προβλήματος θα παραμείνει σε κάθε περίπτωση υπόθεση ήθους και όχι ηθικής, νοοτροπίας και στάσεως απέναντι στον κόσμο και στο Θεό και όχι κανόνων δικαίου. Ίσως για κανένα άλλο θέμα η σημασία της Εκκλησίας να μην είναι τόσο καίρια όσο για το οικολογικό πρόβλημα. Μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος εθίζεται από τη νηπιακή του ακόμα ηλικία στο να παίρνει μια ωρισμένη θέση έναντι του περιβάλλοντός του, του φυσικού και κοινωνικού. Εκεί θα μάθει να σέβεται και να τιμά την ύλη, κατά τη φράση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ως οργανικό στοιχείο της σχέσεώς του με το Θεό… Η Εκκλησία πρέπει να είναι σωστή σε όλα αυτά, για να γίνει χώρος εθισμού των ανθρώπων σε ένα νέο ήθος. Ας προσέξει η Ορθόδοξη Εκκλησία το σημείο αυτό, γιατί πολύ το έχει παραμελήσει για χάρη μιας δήθεν πιο πνευματικής ή ηθικής θρησκευτικότητας».

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

  • Η κτιστή δημιουργία προσφερόμενη και καθαγιασμένη  μέσα στη μυστηριακή και αγιαστική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας
  • Αρχή της Ινδίκτου (1η Σεπτεμβρίου) και απαρχή του νέου Εκκλησιαστικού έτους ως αφιερωμένη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ημέρα προσευχής και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος

Η παλαίφατος εορτή της Αρχής της Ινδίκτου αποτελεί την απαρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους και η Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία την 1η εκάστου μηνός Σεπτεμβρίου επευλογεί και καθαγιάζει «εν ευχαριστιακή συνάξει, ικεσίαις και προσευχαίς» τον «καινόν ενιαυτόν της Χρηστότητος του Κυρίου». Η ημέρα αυτή της αρχής της Ινδίκτου αφιερούται στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ο βαθύτατα αυτός θεολογικός εορτασμός εθεσπίσθη υπό του πανσέπτου και τηλαυγούς Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τη συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου αυτού την 6η Ιουνίου 1989 και προσέλαβε λαμπροτέρα διάσταση και ουσιαστικότερη σημασία επί των ημερών του νυν ευκλεώς πατριαρχούντος Βαρθολομαίου του Α΄.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ως ευχαριστιακή και εν γένει λατρευτική κοινότητα και κοινωνία προσώπων εν Χριστώ είναι συνδεδεμένη και συνυφασμένη οντολογικά σε όλες τις λατρευτικές και ιεροπρακτικές εκφάνσεις της μέσα στη μυστηριακή και αγιαστική ζωή της με τον καθαγιασμό των ανθρώπων ως αυτεξούσιων προσώπων και του συνόλου της κτιστής δημιουργίας. Σύμφωνα δε με την πατερική διδασκαλία της ορθοδόξου Εκκλησίας, η κτιστή δημιουργία επλάσθη από τον άκτιστο ποιητή και δημιουργό Θεό «λίαν καλώς» και είναι προορισμένη μέσα στο «υπεραγαθό, άρρητο και απερινόητο» σχέδιο της Πανάγιας Τριαδικής Θεότητος να ζήσει και όχι να οδηγηθεί στην απώλεια. Η «εκ του μη όντος» και «εκ του μηδενός» κτιστή δημιουργία ήλθε υπό του αθανάτου Θεού «εις το είναι» αυτής για την αιωνιότητα και όχι για να επιστρέψει «στο μη είναι» και το «μηδέν» της απώλειας και του αφανισμού.

Ο Μητρ. Περγάμου και Ακαδημαϊκός κ. Ιωάννης (Ζηζιούλας) σε μία πρόσφατη μελέτη του, υπό τον τίτλο: «Άνθρωπος και κόσμος στη Θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού», γράφει χαρακτηριστικά: «…ο κόσμος είναι δημιουργία του Θεού… ο κόσμος προέκυψε ως αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού, ο Οποίος θέλησε να υπάρχει κάτι και έξω από τον εαυτό του. Μεταξύ του Θεού και του κόσμου, υπάρχει χάσμα οντολογικό. Η φύση του Θεού και η φύση του κόσμου, είναι ριζικά διάφορες. Η θεοποίηση του κόσμου, είναι συνεπώς εντελώς αδιανόητη. Το οντολογικό αυτό χάσμα, μεταξύ Θεού και κόσμου, θα καταδίκαζε τον κόσμο στον αφανισμό, εάν αυτός στηριζόταν αποκλειστικά στις δυνάμεις του. Αλλά ο Θεός ήθελε να μην αφανισθεί ο κόσμος. Δεν ήθελε να αφανισθεί ο κόσμος. Ήθελε να έχει (κατά την έκφραση του αγίου Μαξίμου), “όχι απλώς το είναι, αλλά κα το αεί είναι”. Αλλά αφού η ιδιότητα του “αεί είναι”, δηλαδή της αθανασίας, ανήκει μόνο στον Θεό, ο οποίος δεν έχει όπως ο κόσμος αρχή και δεν υπόκειται στο χρόνο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποκτήσει αθανασία το κτιστό, παρά μόνο αν ενωνόταν με τον Άκτιστο Θεό».

Ποιός όμως είναι ο ρόλος του ανθρώπου ως αυτεξούσιου όντος στην ένωση του κτιστού με το άκτιστο; Η απάντηση δίδεται υπό το πρίσμα της θεολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας περί ενανθρωπήσεως του Υιού Θεού Λόγου, επειδή στο ένα πρόσωπο (υπόσταση) του ενσαρκωθέντος Χριστού συνενώθηκαν ατρέπτως, αδιαιρέτως, ασυγχύτως και αναλλοιώτως η θεϊκή άκτιστη φύση και η κτιστή ανθρώπινη φύση. Έτσι, ο άνθρωπος, το μόνο εκ των δημιουργηθέντων όντων, που μετέχει εξ ίσου του υλικού και του νοερού κόσμου, καθίσταται ο «μεσίτης» και ο «ιερεύς της δημιουργίας», για να επιτευχθεί η «αναφορά» και «ένωση» του κτιστού κόσμου με τον άκτιστο Θεό, οπότε μέσω αυτής της «κοινωνίας του κτιστού με το άκτιστο» θα μπορούσε να συντελεσθεί η σωτηρία του κόσμου.

Ο Μητρ. Περγάμου Ιωάννης σε άλλο σημείο της εμπεριστατωμένης και βαθύτατα θεολογικής μελέτης του επισημαίνει σχετικώς: «…Το φυσικό περιβάλλον είναι προορισμένο από τον Θεό να ανυψωθεί κι αυτό μαζί με τον άνθρωπο, σε κοινωνία με τον ίδιο τον Θεό. Ο Θεός δεν θέλει τη σωτηρία μόνο του ανθρώπου, αλλά και όλης της κτίσεως. Αυτός ο ύψιστος και θείος προορισμός του υλικού κόσμου, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο αν ο άνθρωπος έδινε ελεύθερα τη συγκατάθεσή του. Το «αυτεξούσιο», δηλαδή η ελευθερία, δόθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο ως πλασμένον κατ’ εικόνα Θεού, και αυτό αποτελεί το διακριτικό του γνώρισμα από τα ζώα και τη λοιπή υλική κτίση. Χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, η σωτηρία της κτίσεως θα ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού και δεν θα είχε καμία αξία, γιατί θα προσέκρουε στην αγάπη του Θεού (η αγάπη πάντοτε σέβεται την ελευθερία).

Αυτό τον ιδιαίτερο θείο προορισμό του ανθρώπου να αναφέρει και να ενώνει τον κτιστό κόσμο σε κοινωνία με τον Θεό για να σωθεί και να ζήσει υπογραμμίζει δια της θεοπνεύστου γραφής του ο Άγιος Μάξιμος ως εξής: «επειδή λοιπόν ο άνθρωπος την φυσική δύναμη, που του εδόθη για να ενώνει τον κόσμο, την καταχράσθηκε και οδήγησε τον κόσμο σε διαίρεση, σε τέτοιο βαθμό που κινδύνευσε η κτίση να οδηγηθεί στο μη ον, να εξαφανισθεί, γι’ αυτό καινοποιούνται οι φύσεις (των όντων) …και ο Θεός άνθρωπος γίνεται για να σώσει τον εν απωλεία άνθρωπο και στην καθολικότητά της όλη την φύση αφού ένωσε δι’ εαυτού τα ρήγματα και ανακεφαλαίωσε στον εαυτό του τα πάντα, τα εν ουρανώ και επί τα επί γης … και μαζί με εμάς και δια μέσου ημών άπασα την κτίση … ενώνοντας εμάς μεταξύ μας, παράδεισο και οικουμένη, ουρανό και γη, αισθητά και νοητά… τα πάντα ανακεφαλαίωσε στον εαυτό του, φανερώνοντας ότι μία είναι όλη η υπάρχουσα κτίση, “καθάπερ άνθρωπον άλλον…”».

Ερμηνεύοντας θεολογικά ο Μητρ. Περγάμου Ιωάννης το παραπάνω χωρίο του Αγίου Μάξιμου γράφει χαρακτηριστικά: «…η σάρκωσις του Λόγου εσήμαινε την ανακεφαλαίωση των πάντων και την υπέρβαση όλων των διαιρέσεων, πάλι δια του ανθρώπου. Κι έτσι έχουμε μια ένωση εδώ, και του ανθρώπου με την κτίση. Η κτίση δηλαδή με τον άνθρωπο γίνεται μια ενότητα. Γίνεται όπως λέγει: «καθάπερ άλλον άνθρωπον». Η κτίσις είναι σαν να γίνεται ένας άνθρωπος κι αυτή, η οποία πλέον επικοινωνεί με τον Θεό δια του ανθρώπου. Αποκτά δηλαδή ένα στόχο, μια κεφαλή, ένα χέρι, το οποίο φέρει σε κοινωνία όλη τη δημιουργία με τον Θεό. Το βαρυσήμαντο αυτό χωρίο, μας αποκαλύπτει ότι για τον Άγιο Μάξιμο, ο σκοπός της ενανθρωπήσεως δεν είναι άλλος από το να πραγματοποιήσει την ένωση όλης της κτίσεως, «καθάπερ άνθρωπον άλλον», δηλαδή δια του ανθρώπου και εν τω ανθρώπω, ώστε να αποφευχθεί η επάνοδος εις το “μη είναι”».

Ο άνθρωπος λοιπόν ως η κορωνίδα και ο «Βασιλεύς των επί γης», της όλης κτιστής δημιουργίας, κατεστάθη υπό του Θεού να είναι ο αγαθός,  συνετός, «πιστός και φρόνιμος οικονόμος» (Λουκ. ΙΒ΄ 42), αλλά ταυτόχρονα και ο «μεσιτεύων», «ιερεύς και λειτουργός» αυτής προκειμένου να την «αναφέρει» (προσφέρει) ευχαριστιακά στον άκτιστο δημιουργό Θεό και σε αναφορά προς Αυτόν να σωθεί και να ζήσει, επειδή ακριβώς κανένα απολύτως από τα κτιστά όντα της δημιουργίας, δεν δημιουργήθηκε για να πεθάνει, να οδηγηθεί οντολογικώς στην απώλεια, αλλά σε «κοινωνία» με τον άκτιστο και επέκεινα πάσης φυσικής νομοτέλειας και αναγκαιότητος Θεό να υπερβεί τα όρια, τον «οντολογικό φραγμό» της φθαρτότητος και του θανάτου, που είναι συνυφασμένα με την «κτιστότητα των όντων».

Στην ορθόδοξη θεία λατρεία και ιδιαίτερα στη θεία λειτουργία, η οποία είναι η «οντολογική εικόνα της Βασιλείας του Θεού», όλη η κτιστή δημιουργία μετέχει και τελεί σε κοινωνία αναφοράς προς το μυστήριο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, όπου ο σταυρωθείς και αναστηθείς Χριστός, η αυτοζωή και όντως ζωή, θυσιαζόμενος προσφέρεται «δια την του κόσμου ζωήν και σωτηρίαν». Εν προκειμένω ο Μητρ. Περγάμου Ιωάννης αναφερόμενος στην «Εκκλησιολογική κοσμολογία του Αγίου Μαξίμου» γράφει χαρακτηριστικά: «Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει στη σκέψη του Αγίου Μαξίμου, η σύνδεση της κοσμολογίας, της ανθρωπολογίας και της χριστολογίας με την Εκκλησία. Η Εκκλησία για τον πατέρα αυτό είναι τύπος όλου του αισθητού κόσμου, με το ιερατείο να συμβολίζει τον ουρανό, και τον ναό με την ευπρέπειά του, την «κατά γην διακόσμησην»… Αυτή τη σχέση κόσμου, ανθρώπου και Θεού τη βλέπει  o Άγιος Μάξιμος να εικονίζεται κυρίως και κατ’ εξοχήν στη Θεία Λειτουργία. Η Λειτουργία είναι για τον πατέρα αυτό της Εκκλησίας, μία πορεία του κόσμου με επικεφαλής τον άνθρωπο-ιερέα της κτίσεως, προς έναν κόσμο ενότητας όλων των διεστώτων, και αιωνίας ζωής σε κοινωνία με τον Θεό στη Βασιλεία Του. Η Λειτουργία είναι για τον Μάξιμο η εικόνα ενός κόσμου που υπερβαίνει τον θάνατο, χάριν στην υπέρβαση της διαιρέσεως μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, κόσμου και Θεού. Η Θεία Λειτουργία (όπως και η ίδια η Εκκλησία), αποκτά έτσι, πελώρια υπαρξιακή σημασία, όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για ολόκληρη την κτίση… μέσα στη βυζαντινή λειτουργία, ο άνθρωπος βρίσκει τη σωστή θέση του με το φυσικό του περιβάλλον…».

Στο ευχαριστιακό δείπνο της θείας λειτουργίας υπάρχει το ουσιαστικότερο τμήμα αυτής που ονομάζεται «Αγία Αναφορά». Όλα όσα προηγήθηκαν από την έναρξη της θείας λειτουργίας, με το: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», δεν είναι παρά στάδια προετοιμασίας για την Αναφορά. Λέγεται έτσι γιατί η θυσία αναφέρεται προς τον Θεό. Τα τίμια δώρα, ο άρτος και ο οίνος, ως εκ της κτιστής δημιουργίας προερχόμενα δεν προσκομίζονται μόνο στο επίγειο θυσιαστήριο για καθαγιασμό, αλλά «αναφέρονται», ανυψώνονται στο ουράνιο θυσιαστήριο της Βασιλείας του Θεού της οποίας «οντολογική εικόνα» είναι η θεία λειτουργία.

Στο τμήμα αυτό της «Αγίας Αναφοράς», το οποίο αρχίζει με το: «Άξιον και Δίκαιον…» μέχρι την εκφώνηση: «και έσται τα ελέη…», εμπεριέχεται και το σημείο, όπου αναγιγνώσκεται η πολύ σημαντική ευχή της Αγίας Αναφοράς, η οποία αρχίζει με τη δοξολογική ευχαριστία προς τον Θεό Πατέρα για όλα τα αγαθά, φανερά και αφανή, που μας έδωκε, διότι μας δημιούργησε «εκ του μηδενός» (Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες) και μας ανέστησε πάλι μετά την πτώση μας, χαρίζοντάς μας τη μέλλουσα Βασιλεία. Ακόμη γιατί μας αξιώνει να τελούμε τη θεία λειτουργία, μολονότι παρίστανται πλησίον του λειτουργού χιλιάδες και μυριάδες άγγελοι. Έτσι, οι δύο κόσμοι, ο αγγελικός και ο ανθρώπινος, ενώθηκαν και, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «κοινήν την ευφημίαν εποιήσαντο».

Μέσα στο τμήμα της Αγίας Αναφοράς περιλαμβάνεται και η επίκληση του Παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος προκειμένου να τελεσθεί ο καθαγιασμός, η μεταβολή των υλικών τίμιων Δώρων σε σώμα και αίμα Χριστού. Προηγείται όμως σ’ αυτό το θεσπέσιο και σωτήριο ευχαριστιακό δείπνο της θείας λειτουργίας η σύντομη εκφώνηση-πρόταση του λειτουργούντος ιερέως (ή Αρχιερέως): Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα». Η θεολογικότατη αυτή φράση σημαίνει πως αυτά που προσφέρουμε ως τίμια δώρα, δηλαδή ο άρτος και ο οίνος, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού, δεν είναι παρά αυτά που ο ίδιος ο δημιουργός μας χάρισε. Εκείνος κάποτε από αγάπη μας τα προσέφερε ως δώρα και ευλογία για να ζήσουμε. Κι εμείς τώρα τα προσφέρουμε ως ευχαριστία. Κι εκείνος πάλι θα μας τα αντιπροσφέρει ως σώμα και αίμα Χριστού πλέον για να ζήσουμε πνευματικά και οντολογικά ενωμένοι μαζί του. Έτσι, ασφαλώς καταξιώνεται κι εκπληρώνεται κι ο σκοπός της υλικής δημιουργίας. Προσφερόμενη αγιάζεται, ευλογείται, μεταμορφώνεται. Μαζί με τον άνθρωπο ανυψώνεται στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και αποκαθίσταται στην αρχαία παραδείσια κατάσταση.

Όταν λοιπόν ο ιερεύς εκφωνεί τη φράση: «τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα», καθίσταται και «ιερεύς-λειτουργός όλης της κτίσεως», ο οποίος «αναφέρει», δηλαδή προσφέρει τα τίμια δώρα στον δημιουργό Θεό για να συντελεσθεί εν Αγίω Πνεύματι η οντολογική μεταβολή του άρτου και του οίνου, αντίστοιχα, σε Δεσποτικό, σωτήριο και λυτρωτικό σώμα και αίμα Χριστού.

Η μεταβολή όμως αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη των υλικών τιμίων δώρων, τα οποία η ευχαριστιακή κοινότητα προσφέρει –εάν βέβαια και στις μέρες μας, κυρίως στις αχανείς ενορίες των συγχρόνων τερατο-τσιμεντουπόλεων και δυστυχώς ακόμη και των προοδόπληκτων επαρχιακών κωμοπόλεων και χωριών– στον λειτουργό ιερέα για να τελεσθεί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας.

Τα τίμια δώρα, ο ένζυμος άρτος, ο οποίος κατά την ορθή και όμορφη παράδοσή μας ονομάζεται «πρόσφορο», επειδή ακριβώς προσφέρεται  από την ευχαριστιακή κοινότητα στον λειτουργό ιερέα για να τον αναφέρει στον δοτήρα παντός αγαθού Θεό, καθώς και ο οίνος, το νάμα, αποτελούν τα υλικά στοιχεία της κτιστής δημιουργίας, τα οποία αντιπροσφέρονται, αντιδωρίζονται κατά την αγία Αναφορά της θείας λειτουργικής μυσταγωγίας για να «λειτουργηθούν», να καθαγιασθούν και εν Αγίω Πνεύματι να μεταβληθούν στο ζωοφόρο σώμα και το πανακήρατο ζωογόνο αίμα του Αναστάντος Χριστού.

Τα υλικά στοιχεία για να παρασκευασθεί ο άρτος, το ψωμί της κοινότητος, και ο οίνος προέρχονται από την κτιστή δημιουργία. Το ευλογημένο σιτάρι που παράγεται από την καλλιεργημένη γη γίνεται αλεύρι και με το νερό και το αλάτι ζυμώνεται από τους μοναχούς στα μοναστήρια και από τις ευλαβείς γυναίκες στις ενορίες για να ψηθεί και να γίνει ένζυμος άρτος προσφερόμενος (αναφερόμενος λειτουργικά) «εξ όλης της ευχαριστιακής κοινότητος» στην Εκκλησία για το μυστήριο της θείας ευχαριστίας προκειμένου να μεταβληθεί σε «άρτο ζωής αιωνίου». Αλλά και ο οίνος, το νάμα, παρασκευάζεται από τα γεννήματα της αμπέλου, που με αγάπη ο αμπελουργός καλλιεργεί και φροντίζει στο χώμα της γης για να καρποφορήσει και να «φέρει καρπόν πολύν», οπότε προσφέρεται για να μεταβληθεί εν Αγίω Πνεύματι εντός του μυστηρίου της τελουμένης θείας λειτουργίας σε «αίμα χριστού, αίμα ζωής αιωνίου».

Στην τελετουργία του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας γίνεται και χρήση του υλικού στοιχείου του ύδατος, τόσο κατά τη μείξη αυτού με τον οίνο στην ιερά πρόθεση, όταν ο ιερεύς προετοιμάσει τα τίμια δώρα κατά τη διάρκεια του όρθρου της θείας λειτουργίας, όσο και στη χρήση του «ζέου». Χρήση του άρτου γίνεται στο ευλογημένο «αντίδωρο» και στο λεγόμενο «ύψωμα» που προσφέρονται στους πιστούς. Όλα λοιπόν τα βασικά υλικά της κτίσεως ως απαραίτητα για την ανθρώπινη ζωή, το ύδωρ, ο άρτος και ο οίνος, τα οποία αποτελούν δωρεά από τον δοτήρα παντός αγαθού Θεό προς τον χοϊκό άνθρωπο, εν συνεχεία αντιπροσφέρονται και αντιδωρούνται από την εκκλησιαστική κοινότητα και αναφέρονται από τον μυσταγωγό ιερέα κατά την ευχαριστιακή σύναξη προς τον Θεό Πατέρα σύμφωνα με τη θεόπνευστη λειτουργική εκφώνηση: «Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα».

Στην αναίμακτη θεία μυσταγωγία επειδή η Εκκλησία του Χριστού απ’ αρχής της εν τω κόσμω εμφανίσεώς της εμερίμνησε και για τα εγκόσμια και για τα υπερκόσμια αγαθά (ευχή κεφαλοκλισίας του όρθρου), άρχισε να δέεται εκτενώς υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος και της συνόλου κτιστής δημιουργίας, όπως τούτο καταγράφεται τόσο στις αρχαίες λειτουργίες όσο και στις μεταγενέστερες. Έτσι, στη Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου διαβάζουμε: «Μνήσθητι, Κύριε, ευκρασίας αέρων, όμβρων ειρηνικών, δρόσων αγαθών, καρπών ευφορίας, τελείας ευετηρίας και του στεφάνου του ενιαυτού της χρηστότητός Σου. Οι γαρ οφθαλμοί πάντων εις Σε ελπίζουσι, και Συ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία. Ανοίγεις Συ την χείρα Σου και εμπιπλάς παν ζώον ευδοκίας.

Στην αρχαία Θεία Λειτουργία του Αγίου Αποστόλου Μάρκου η Εκκλησία δέεται του Κυρίου: «Τους αγαθούς υετούς κατάπεμψον επί τους χρήζοντας και επιδεομένους τόπους. Τα ποτάμια ύδατα ανάγαγε επί το μέτρον αυτών κατά την Σην χάριν. Τους καρπούς της γης αύξησον εις σπέρμα και εις θερισμόν. Προσεύξασθε υπέρ των αγαθών αέρων και των καρπών της γης. Υπέρ της συμμέτρου αναβάσεως των ποτάμιων υδάτων. Υπέρ των αγαθών υετών και σπορίμων της γης».

Αλλά και στις μεταγενέστερες θείες λειτουργίες, όπως του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, ο Ιερεύς αναγιγνώσκει: «Ευκράτους και επωφελείς τους αέρας ημίν χάρισαι. Όμβρους ειρηνικούς τη γη προς καρποφορίαν δώρησαι. Ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου». Στη δε γνωστή σε όλους Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αιτούμεθα δια του λειτουργούντος ιερέως: «Υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών του Κυρίου δεηθώμεν».

Στην ορθόδοξη θεία λατρεία και μυστηριακή ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται χρήση των υλικών στοιχείων της κτίσεως και στα υπόλοιπα ιερά μυστήρια και τις διάφορες κατά περίσταση ιεροπραξίες.

Στο μυστήριο του Ιερού Βαπτίσματος γίνεται χρήση του ζωτικού και καθαρτηρίου φυσικού στοιχείου του ύδατος και του ελαίου. Επειδή δε κατά την αρχαία παράδοση η τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος εντασσόταν και ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, οι ιερείς κοινωνούσαν τα νεοφώτιστα νήπια. Στο μυστήριο του Ιερού Χρίσματος γίνεται χρήση του Αγίου Μύρου, το οποίο παρασκευάζεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τα πλέον εκλεκτά φυσικά στοιχεία της κτιστής δημιουργίας και ο κατάλογος των ειδών αυτών, όπως ελαίων, μύρων, ανθέων, αριθμεί 57 είδη. Στην τέλεση του μυστηρίου του γάμου, το οποίο ήταν κατά την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας συνδεδεμένο οργανικά με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας στη Θεία Λειτουργία, μέχρι και σήμερα σε ανάμνηση της μετοχής των νεονύμφων στη Θεία Ευχαριστήρια προσφέρεται ο οίνος καθώς η Εκκλησία ψάλλει: «Ποτήριον σωτήριον λήψομαι…», ενώ σε πολλές περιοχές (Θράκη) προσφέρεται και «σταυρόψωμο» εκ του οποίου ενός μικρού τμήματος γεύονται οι νεόνυμφοι μαζί με τον οίνο από τα χέρια του τελούντος το μυστήριο του γάμου ιερέως. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του μυστηρίου του Αγίου Ευχελαίου για του οποίου την τέλεση γίνεται χρήση του ελαίου και του αλεύρου, που προσφέρουν οι ευσεβείς γυναίκες και μετά την τέλεση του μυστηρίου, το χρησιμοποιούν για την παρασκευή ενζύμου άρτου, ο οποίος ως «πρόσφορο» αντιπροσφέρεται στην Εκκλησία για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Όμορφη και η παράδοση της Εκκλησίας να ευλογούνται τα γεύματα και τα δείπνα, δηλαδή η «βρώση και η πόση» στην τράπεζα των συνδαιτημόνων, ενώ δεν παραλείπεται και η ευχαριστία προς τον δωρεοδότη Χριστό για τα «περισσεύματα των κλασμάτων της τραπέζης».

Τα υλικά στοιχεία της κτιστής δημιουργίας χρησιμοποιούνται και κατά την τέλεση των κατά περίσταση ιεροπραξιών της Εκκλησίας. Στον Αγιασμό (μικρό και μεγάλο) γίνεται χρήση του ύδατος και του αρωματικού φυτού του Βασιλικού ή άλλου άνθους, και με τον αγιασμό αυτό κατά πατροπαράδοτο έθος οι Γεωργοί μας ραντίζουν τα κτήματά τους για να καρποφορήσουν και να φέρουν «καρπόν πολύν». Στην αρτοκλασία που τελείται στην Εκκλησία επευλογούνται τα βασικά για την επιβίωση του ανθρώπου υλικά στοιχεία, ο άρτος, ο οίνος, ο σίτος και το έλαιον.

Η τέλεση των ιερών μνημοσύνων προϋποθέτει την χρήση σίτου και κατά παλαιότερη παράδοση επευλογούνταν και μικρά αρτίδια, τα οποία παρασκεύαζαν με ευλάβεια οι γυναίκες του σπιτιού. Χαρακτηριστικό και το παράδειγμα της προσφοράς «φανουρόπιτας» στην εορτή του Αγίου Φανουρίου (27 Αυγούστου), την οποία επευλογεί η Εκκλησία πριν τη διανομή της στους πιστούς.

Είναι δε αξιοθαύμαστο ότι και σε πολλές άλλες περιπτώσεις μέσα στην Εκκλησία γίνεται χρήση υλικών προϊόντων που παράγονται στη φύση και πολλά εξ αυτών προέρχονται από τον φυτικό πλούτο του περιβάλλοντος. Το έλαιον χρησιμοποιείται για τις κανδήλες, το μελισσοκέρι, που ευωδιάζει, παράγεται από τις ευλογημένες μέλισσες, το θυμίαμα παρασκευάζεται με αρωματικά άνθη –φυτά και μύρα, τα άνθη διακοσμούν τους επιταφίους, ο βασιλικός και τα άνθη προσφέρονται ως ευλογία κατά την εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του τιμίου Σταυρού και κατά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, δαφνόφυλλα προσφέρονται την Κυριακή των Βαΐων και Καρυδόφυλλα κατά την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Η Εκκλησία επευλογεί τα κόκκινα πασχάλια αυγά και το τυρί που διανέμονται κατά την Κυριακή του Πάσχα, όπως το τυρί και τον άρτο που προσφέρονται στους πιστούς κατά την ημέρα που πανηγυρίζει κάποιος ιερός ναός, ενώ κατά την ημέρα της εορτής της Αγίας Βαρβάρας επευλογείται ο παραδοσιακός θρακιώτικος βρασμένος σίτος. Κατά παράδοση η Εκκλησία στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6η Αυγούστου) και σε άλλες περιπτώσεις αναγιγνώσκει ειδική ευχή και επευλογεί «επί προσφερόντων απαρχάς» ή «επί προσφερόντων καρπούς νέους», όπως σταφύλια, που είναι τα «γεννήματα της αμπέλου», σύκα, μήλα κ.ά. Άξιο μνείας είναι ότι το φυτικό και ζωικό βασίλειο της κτιστής δημιουργίας κατακοσμεί τους ορθοδόξους ναούς των ενοριών και των ιερών μονών. Από τις λεγόμενες παλαιοχριστιανικές βασιλικές μέχρι τους περίλαμπρους βυζαντινούς ναούς και τα καθολικά των παλαιφάτων μονών, η βυζαντινή αγιογραφία, ξυλογλυπτική και κεντητική δανείζονται την καλλιτεχνική θεματολογία τους από τον φυτικό και ζωικό πλούτο της κτιστής δημιουργίας.

Έτσι, το σύμβολο του Ευαγγελιστού Μάρκου είναι ο Λέων, του Ευαγγελιστού Λουκά ο Βους και του Ευαγγελιστού Ιωάννη ο Αετός, όπως απεικονίζονται στην ορθόδοξη αγιογράφηση και ξυλογλυπτική. Αετοί, λέοντες, ιχθύες, κήτοι, άλογα, όνοι, παγώνια, περιστέρια, φίδια κ.ά. απεικονίζονται σε πλείστες παραστάσεις των ναών ως αγιογραφίες και ως διακοσμήσεις ξυλόγλυπτων κατασκευών και επίπλων. Κυριαρχεί επίσης και ο φυτικός διάκοσμος, όπως η κυπάρισσος, η άμπελος, η ελαία, ο φοίνιξ, τα ποικιλόμορφα άνθη κ.ά. Στην ορθόδοξη αγιογράφηση είτε στις τοιχογραφίες είτε στις μεγάλες και μικρές φορητές εικόνες απεικονίζονται η θάλασσα, οι ποταμοί, τα βουνά, η έρημος, ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, οι πλανήτες και τα καταχθόνια στα κατώτατα της γης. Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι και το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις, κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος, δίδεται όνομα στα νήπια από το φυτικό βασίλειο, όπως Τριαντάφυλλος, Κανέλλος, Βασιλικός, Χρυσάνθη, Τριανταφυλλιά, Γαρυφαλλιά, Ανθή, Ανθούλα, Πασχαλιά, Λεμονιά, Κανέλλα, Μαργαρίτα, Κρινιώ, Βιολέττα κ.ά.

Παραθέτουμε εν προκειμένω και το σχετικό απόσπασμα από το θεόπνευστο πόνημα του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας, Αρχιμ. Π. Δοσιθέου, υπό τον τίτλο: «Ορθοδοξία και φυσικό περιβάλλον», όπου μεταξύ άλλων γράφει: «Αλλά και εις τον καθ’ ημέραν βίον οι χριστιανοί εξεδέχοντο (και εκδέχονται εν τίσι) την ευλογία της Εκκλησίας των εις πάσας τα εκδηλώσεις, εις αγρούς, εις δάση, εις θάλασσαν, εις οικίας. Υπάρχουσιν ευχαί εν τω Μεγάλω Ευχολογίω επί σπόρου, επί άλατος, επί άλωνος, εις φύτευμα αμπέλώνος, επί τρυγής αμπέλου, εις ευλογίαν οίνου, εις κήπους, εις αμπελώνας και χωράφια. Ευχαί εις το ευλογήσαι ποίμνην, εις το κατασκευάσαι πλοίον, εις το ευλογήσαι δίκτυα, επί ορύξει φρέατος, επί ανομβρίας, επί απειλή σεισμού, εις λοιμικήν νόσον, εις πληγήν θανατικού, επί απειλή βροντών και αστραπών, επί δυσκρασίας αέρων, επί απαρχή οπωρών και γεννημάτων, επί ευλογήσει σταφυλής και πλήθος άλλων.

Είναι τόσον το ενδιαφέρον της Εκκλησίας δια το φυσικόν περιβάλλον, δια την πανίδα και την χλωρίδα, και είναι τόση η εμπιστοσύνη του λαού του Θεού εις την Εκκλησίαν του ώστε να θεωρώνται πολλοί άγιοι προστάται ζώων και φυτών. Και τω όντι ούτοι έχουσι παρρησίαν ενώπιον Κυρίου ίνα πρεσβεύωσι υπέρ των κατοικιδίων ζώων και των χωραφίων των εν τη υπαίθρω ζώντων χριστιανών. Παραδείγματος χάριν οι Άγιοι: Μάμας (2 Σεπτεμβρίου), Σπυρίδων Τριμυθούντος (12 Δεκεμβρίου), Μόδεστος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (18 Δεκεμβρίου), Τρύφων (1 Φεβρουαρίου), Αθανάσιος Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως (17 Μαΐου), Παρθένιος Επίσκοπος Ραδοβυζίου (21 Ιουλίου) και άλλοι εισί προστάται ζώων, ποιμνίων, αγρών.

Ο Χριστιανός γιγνώσκει τα φυσικά φαινόμενα αλλά πιστεύει ότι ταύτα ιθύνονται υπό της παντοκρατορικής δεξιάς του Υψίστου, διό και προσεύχονται υπέρ της αποτροπής αυτών ή της μεταβολής αυτών εις Ευεργεσίαν».

Έτσι, από τα παραπάνω καταδεικνύεαι ότι όλη η κτιστή δημιουργία, το φυτικό και ζωϊκό βασίλειο, εν τη Εκκλησία ανακαινίζονται, επευλογούνται και αγιάζονται εν Χριστώ Ιησού διά του οποίου «τα πάντα καινά γέγονε».            

Προηγούμενο άρθροΗ Ξάνθη και η Ροδόπη βλέπουν πλέον ΕΡΤ
Επόμενο άρθροΝέο τηλεοπτικό τοπίο στην Ελλάδα