Το Ψιάρκο

-Η μέρα της παραμονής του Χριστού όπως πάντα έτσι κι εκείνη τη χρονιά είχε πολλές δουλειές για μικρούς και μεγάλους .
Το ζύμωμα , τα γλυκά , το ξεψάχνισμα του γουρουνιού και τόσα άλλα .
Τα παιδιά να φροντίσουν τα ζωντανά , που δεν ήταν και λίγα , να κάνουν διάφορα θελήματα και κατά το απόγευμα να πούνε το τραγούδι , τα κάλαντα δηλαδή , για να μαζέψουνε τι άλλο σύκα και καρύδια , ίσως και μερικές δεκάρες και που ξέρεις , μπορεί και μερικά πενηνταράκια .

-Πλούσιοι δεν ήμασταν μα ούτε και φτωχοί .
Εργατικοί και προκομμένοι οι γονείς και το σπίτι είχε όλα τα καλά.
Την παραμονή του Χριστού στο πόδι από τα άγρια χαράματα , δουλειές που έπρεπε να γίνουν εκείνη τη μέρα , ζύμωμα , γλυκά , καβουρμάδες , χοιρνά* .
Μοιράζονταν οι δουλειές και με τη βοήθεια τόσο της γιαγιάς Θκινέλας όσο και της δικής μας γίνονταν .

-Είχε περάσει το μεσημέρι όταν με φώναξε η γιαγιά Θκινέλα και μου έδειξε πάνω στο τραπεζάκι δυο μικρά δεματάκια ένα σε άσπρη κι ένα σε κόκκινη πετσέτα δεμένα σταυρωτά .
– Θα τα πας στην Αμυρσιώ , μου τα έβαλε στα χέρια κι αφού μου έδωσε τις σχετικές ορμήνιες με χτύπησε απαλά στην πλάτη :
“Εσύ , γιατί είσαι ο μεγαλύτερος και να κάνεις γλήγορα να μη νυχτωθείς” .
-Καθώς ξεμάκραινα , “να πας απ΄τον πάνω δρόμο καλύτερα” , πρόσθεσε η μάνα …

-Συνηθίζονταν στις τρεις μεγάλες γιορτές και όχι μόνο , οι νοικοκυραίοι που ήταν σε κάποια καλή κατάσταση , να προσφέρουν από το υστέρημά τους στις φτωχότερες οικογένειες και τις αναξιοπαθούσες ηλικιωμένες χήρες . Η προσφορά αυτή πάντα συνοδεύονταν μ’ ένα ψωμί το λεγόμενο «Ψιάρκο» δηλαδή «για τις ψυχές» , (ψυχόψωμο) .
Τα Χριστούγεννα το ψιάρκο συνήθως συνοδεύονταν με ένα ικανό κομμάτι χοιρινού , το Πάσχα το ψωμί είχε στο κέντρο κόκκινο αυγό και συνοδεύονταν με κομμάτι κατσικιού ,
ενώ της Παναγίας ήταν η γοργή** με αυγό στη μέση και λίγα παξιμάδια γοργής .

-Με τη σκέψη της επιστροφής στο μυαλό , αν και ανήφορος τα ποδάρια μου έβγαζαν σπίθες .
Βοηθούσαν όμως και τα κόκκινα φρεσκοφορεμένα καινούργια παπούτσια που με τέχνη και πολύ μεράκι μου είχε φτιάξει ο τσαγκάρης , ο κυρ Νίκος , καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται .
-Στην επιστροφή θα έπρεπε να περάσω μονάχος από μέρη σκοτεινά , μέρη που έβγαιναν φαντάσματα κι ήταν και δωδεκαήμερο , κι απ’ τον μύλο πως θα περνούσα ;
Οι καλικάντζαροι ;
Βλέπεις , ιστορίες και μέρη χωρίς στοιχειά και φαντάσματα στον τόπο μας δεν υπήρχαν και όλα αυτά είχαν τον σκοπό τους .

-Θα είχα κάνει το μισό δρόμο για να φτάσω στη χαμοκέλα της θειας Αμύρσας , γι’ αυτήν άλλωστε προορίζονταν το ψιάρκο και ως από μηχανής θεός ο φίλος μου ο Κωσταντής έδωσε τη λύση στους προβληματισμούς μου .
Γυρνούσε απ’ το μπακάλικο και μιας και δεν βιάζονταν προθυμοποιήθηκε να πάμε μαζί ως της θειας Αμύρσας , ξέροντας πως σαν γυρίζαμε σπίτι θα είχαμε και τα τυχερά μας .

-Ρίξαμε τον ρυθμό βηματισμού , μιας κι ήμασταν πολλοί τώρα γιατί εκτός από εμάς , ξωπίσω ακολουθούσαν ο Αράπης με την Αραπίνα , οι σκύλοι μας ,που πήραν τον τορό κι ήρθαν και μας βρήκαν .

-Λίγο ακόμα και θα φτάναμε όταν απροσδόκητη πρόκληση βρέθηκε μπροστά μας .
Στο λιοστάσι του μπάρμπα-Παναγή έβοσκαν αμέριμνα ο Βάγιος κι η Κανέλα με το μοσχαράκι της .
Ο προβληματισμός μας ήταν πως θα γίνει να χαϊδέψουμε το μοσχαράκι .
Η Κανέλα όμως δεν μας είδε με καλό μάτι κι είχε από κοντά το μικρό της .
-Η πρόταση του Κωσταντή , που τελικά αποδείχτηκε ολέθρια , ήταν, με τη βοήθεια της κόκκινης πετσέτας (μισάλ) που ήταν τυλιγμένο το ψιάρκο , να προκαλέσουμε την Κανέλα
και να ξεμοναχιάσουμε το μικρό της .

-Λύσαμε τους σφιχτοδεμένους σταυρωτούς κόμπους απ’ το κόκκινο μισάλ (πετσέτα) με το ψωμί-ψιάρκο κι αφού ακουμπήσαμε το ψωμί στη ρίζα μιας ελιάς μαζί με το άλλο δεματάκι που είχε το χοιρινό , ο Κωσταντής σαν άλλος ταυρομάχος , κούνησε στον αέρα την κόκκινη πετσέτα προκαλώντας την Κανέλα και τον Βάγιο .
Έε ! Αυτό ήταν και το τέλος μας !

-Εξαγριωμένος με τη θέα του κόκκινου πανιού ο Βάγιος όρμησε με μανία προς το μέρος μας κι αμέσως τον ακολούθησε κι η Κανέλα , ενώ το μικρό μοσχαράκι έμεινε ατάραχο και ξεμοναχιασμένο .
-Εξοικειωμένοι κι οι δυο στο σκαρφάλωμα , για πότε βρεθήκαμε στην κορυφή της παρακείμενης ελιάς ούτε που το καταλάβαμε .
Κοιτάξαμε να βολευτούμε στη συνέχεια όσο καλύτερα γίνονταν , γιατί απ’ ό,τι φαίνονταν θα είχαμε μέλλον στα ψηλά .

-Ο Βάγιος , μια έσκαβε το χώμα με το μπροστινό του πόδι , μια έξυνε με τα στεφανοκέρατά του τον κορμό της ελιάς τραντάζοντάς την .
Γρήγορα πήρε μάτι το ακουμπισμένο ψιάρκο στη ρίζα της ελιάς και δεν δίστασε να το δοκιμάσει .
Μασουλώντας το παρέα με την Κανέλα έτρεχαν τα σάλια τους , μα κοντά από την ελιά δεν έλεγαν να το κουνήσουν .

-Ο Αράπης κι η Αραπίνα παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα εκ του σύνεγγυς κι όλο και πλησίαζαν κοντά στον γνώριμο γι’ αυτούς Βάγιο και κοντά στο μισάλ με το χοιρινό και αγνοώντας τις εντολές μας , δεν άργησαν να το φτάσουν και δεν δίστασαν να το τακτοποιήσουν , μιας κι ο Βάγιος είχε τώρα άλλα ενδιαφέροντα . Να ‘ταν κι άλλο …

-Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει , επάνω ουρανός κατάμαυρος , κάτω ο Βάγιος κι η Κανέλα που δεν έλεγαν να πάνε παραπέρα απ τη ρίζα της ελιάς .
Η σωτηρία μας ήρθε όταν ακούστηκε η φωνή του μπάρμπα- Παναγή .
Επί τέλους θα τέλειωνε το μαρτύριο της ταυρομαχίας , μα αλίμονο σύντομα θα άρχιζε άλλο …

-Είχε πια νυχτώσει για τα καλά σαν γυρίσαμε σπίτι με την ουρά στα σκέλια.
Για ν’ αποφύγω ερωτήσεις έκανα τον κουρασμένο και πήγα κατευθείαν στο στρώμα .
Μα που ύπνος , στη σκέψη η θεια Αμύρσα …
Θα περίμενε η κακομοίρα όπως κάθε χρονιά το χοιρινό και το ψιάρκο απ΄την παλιά της φιλενάδα την Θκινέλα , το ψιάρκο που φέτος για ανεξήγητους λόγους δεν έφτασε ποτέ .
Δεν κοιμήθηκα , την έβλεπα όλη νύχτα κι ένα βασανιστικό συναίσθημα με τυραννούσε .
Εξαιτίας μου η δόλια η θεια Αμύρσα δεν θα χαίρονταν έστω και λίγο εκείνα τα Χριστούγεννα .

-Το πρωί , Χριστούγεννα πια , μαζί με τη χοιρινή σούβλα που στριφογύριζε , γύριζαν μαζί και οι σκέψεις στο κεφάλι μου .
Δεν κρατήθηκα άλλο , τα μολόγησα όλα.
Ξελάφρωσα κι ήρθε η κάθαρση .

-Μαζί με τη γιαγιά Θκινέλα ανηφορήσαμε ως το φτωχοκάλυβο της θειας Αμύρσας .
Προσπαθούσε η δόλια να ανάψει φωτιά και σαν μας είδε σάστισε για λίγο κι ύστερα με δάκρυα χαράς αγκάλιασε την αγαπημένη της φιλενάδα .
Μετά γύρισε προς το μέρος μου , με κοίταξε με εκείνα τα μεγάλα πονεμένα μάτια κι ήταν σαν να μου έλεγε ,
“τα ξέρω όλα μα δεν πειράζει” και χάιδεψε τα μαλλιά μου .
Χωρίς πολλές κουβέντες πείστηκε να έρθει μαζί μας κι αφού τράβηξε την σαραβαλιασμένη πόρτα της χαμοκέλας της , μας ακολούθησε .

-Ίσως τελικά να ήταν καλύτερα για όλους , μα πιο πολύ για την θεια Αμύρσα , που ήρθαν έτσι τα πράγματα .
Δεν είχε κανένα στον κόσμο , είχε απομείνει μονάχη εδώ και χρόνια .

-Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν ξεχωριστά για την θεια Αμύρσα .
-Σαν καθίσαμε όλοι μαζί στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι , δάκρυα χαράς κι ευτυχίας κύλισαν από τα μεγάλα γαλανά μάτια της θειας Αμύρσας καθώς σταυροκοπιόταν ευχαριστώντας τον Θεό αλλά και όλους μας μέσα απ’ την πονεμένη της ψυχή .

Ανδρέας Σελήσιος Δεκέμβρης 2022

ψιάρκο : ψυχόψωμο – ψωμί για συχώριο των ψυχών
* χοιρνό : το λαρδί , παστωμένο λίπος γουρουνιού (σε φασκιές-λωρίδες)
**γοργή : εφτάζυμο ψωμί στη Σαμοθράκη τον δεκαπενταύγουστο

Η ιστορία είναι πραγματική .
Έχουν αλλαχθεί τα ονόματα των προσώπων για ευνόητους λόγους

Προηγούμενο άρθροΠολυχρόνης Ρούντσιος: “Δεν υπάρχει καμία μέριμνα για τους επαγγελματίες οπλίτες”
Επόμενο άρθροΜελαγχολία των Χριστουγέννων: Οδηγός επιθυμιών (γράφει η Άννα Βαμβακερού)